
Έλα Όπως Είσαι
- Come As You Are
- 2019
- ΗΠΑ
- Αγγλικά
- Δραμεντί, Σινεφίλ, Ταινία Δρόμου
- 20 Ιουλίου 2020
Τρεις νέοι με ειδικές ανάγκες πραγματοποιούν ένα παράτολμο road-trip στον Καναδά, προκειμένου να επισκεφτούν έναν οίκο ανοχής που ειδικεύεται σε πελάτες με σωματικές ιδιαιτερότητες. Τίποτα δεν θα τους σταματήσει.
Σκηνοθεσία:
Richard Wong
Κύριοι Ρόλοι:
Grant Rosenmeyer … Scotty
Hayden Szeto … Matt
Ravi Patel … Mo
Gabourey Sidibe … Sam
Janeane Garofalo … Liz
C.S. Lee … Roger
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Erik Linthorst
Παραγωγή: Jacqueline E. Ingram, Grant Rosenmeyer, Barrett Stuart
Μουσική: Jeremy Turner
Φωτογραφία: Richard Wong
Μοντάζ: Richard Wong
Σκηνικά: Amy Frazzini
Κοστούμια: Vivian Pavlos
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Come As You Are
- Ελληνικός Τίτλος: Έλα Όπως Είσαι
Άμεσοι Σύνδεσμοι
- Hasta la Vista (2011)
Σεναριακή Πηγή
- Σενάριο: Hasta la Vista του Pierre De Clercq.
Παραλειπόμενα
- Ριμέικ του βελγικού Hasta la Vista του Geoffrey Enthoven, που είχε αποσπάσει το βραβείο κοινού στα Ευρωπαϊκά Βραβεία Κινηματογράφου.
- Προβλήθηκε σε πολλά φεστιβάλ, κερδίζοντας και δύο βραβεία κοινού, αλλά ουσιαστικά διανομή πήρε μονάχα στις ΗΠΑ και μικρής εμβέλειας.
Κριτικός: Σπύρος Δούκας
Έκδοση Κειμένου: 23/7/2020
Ο Richard Wong ανασκευάζει αρκετά πιστά το βελγικό “Hasta la Vista!”, σε ένα αμερικανοποιημένο, μα αδιάφορο ριμέικ που κρατάει τα προσχήματα της πλοκής και τον ανεξάρτητο αέρα της στο σκηνοθετικό ύφος, προσθέτοντας στην πορεία αταίριαστες πινελιές που μειώνουν κατά πολύ τη δυναμική του αποτελέσματος.
Πρόκειται για ένα κοινωνικό road-movie, που πατώντας πάνω σε μια έξυπνη σεναριακή ιδέα, επιχειρεί μέσα από μια ρεαλιστική, αλλά και γλυκόπικρη προσέγγιση να προσφέρει μια ουσιαστική ματιά στις ψυχολογικές και κοινωνικές συνέπειες της αναπηρίας. Η επιτυχία του προκάτοχου του έγκειτο στο διαυγές δραματικό ύφος της γραφής και σε μια, θα λέγαμε, “ευρωπαϊκού” τύπου, καθαρή εμβάθυνση στους χαρακτήρες. Αυτή εδώ η εκδοχή, αν και ξεκινάει με αντίστοιχες καλές προθέσεις, δυστυχώς πέφτει τελικά στην παγίδα του επιτηδευμένου διδακτισμού, με τους διαλόγους να γίνονται κοινωνοί εύκολων (και εντέλει, μάλλον λανθασμένων και στερεοτυπικών) μηνυμάτων.
Υπάρχει βέβαια ένα εγγενές ενδιαφέρον στην ιστορία, μιας που η αρχική της σύλληψη την κρατάει σε ένα αυθεντικό επίπεδο που διέπει περίπου τα δύο τρίτα της ταινίας. Η σύσταση και η περιγραφή του κόσμου των χαρακτήρων είναι άρτια, ενώ οι δυναμικές που σχηματίζονται μεταξύ τους οδηγούν σε ενδιαφέρουσες συγκρούσεις που αξιοποιούνται ως αφορμή για μια βαθύτερη διερεύνησή τους. Τα προβλήματα αρχίζουν όταν αναλαμβάνουν δράση τα κλισέ και οι εύκολες “ταμπέλες”, που ευτελίζουν τον ρεαλισμό του εγχειρήματος μετατρέποντάς το σε έναν περίεργο συνδυασμό από indie αμερικάνικο σινεμά και Χόλιγουντ β’ διαλογής. Το μεγαλύτερο θέμα εδώ, βέβαια, είναι ότι η κοινωνική ευαισθητοποίηση για να λειτουργήσει χρειάζεται καταστάσεις που πηγάζουν άμεσα από την πραγματικότητα, κι όχι έναν δημιουργό να σε παίρνει από το χέρι και να σε δασκαλεύει εκβιάζοντας την κατεύθυνση που θέλει εκείνος. Οι ερμηνείες των πρωταγωνιστών μπορεί να βρίσκονται κοντά στον υφολογικό παλμό της ταινίας, αλλά τους λείπει μια βιωματική ειλικρίνεια που ίσως να τις απογείωνε.
Εν κατακλείδι, έχουμε ένα εύπεπτο, καλόβολο έργο που ως επί το πλείστον παρακολουθείται ευχάριστα μέσα στην αφέλειά του, και θα κέρδιζε σαφώς περισσότερα αν αφηνόταν στον αυθορμητισμό και δεν προσπαθούσε τόσο απελπισμένα να εκμαιεύσει το “ζουμί” του.
Βαθμολογία: