Ψυχρός Πόλεμος
- Zimna Wojna
- Cold War
- 2018
- Πολωνία
- Πολωνικά, Γαλλικά, Γερμανικά, Κροατικά, Ιταλικά, Ρωσικά
- Αισθηματική, Δραματική, Εποχής, Μουσική, Πολιτική, Σινεφίλ
- 25 Οκτωβρίου 2018
H παθιασμένη ερωτική ιστορία δύο εντελώς διαφορετικών ανθρώπων, με φόντο τον Ψυχρό Πόλεμο στην Πολωνία, το Βερολίνο, τη Γιουγκοσλαβία και το Παρίσι. Ένας άντρας και μια γυναίκα γνωρίζονται στα συντρίμμια της μεταπολεμικής Πολωνίας. Παγιδεύονται σε έναν μοιραίο έρωτα που τους καταδικάζει να βρίσκονται δεμένοι ο ένας με τον άλλον. Οι πολιτικές συνθήκες, τα ελαττώματα τους, αλλά και μια σειρά από ατυχείς συγκυρίες τούς χωρίζουν και τους ενώνουν σε έναν έρωτα διαχρονικά αδύνατο.
Σκηνοθεσία:
Pawel Pawlikowski
Κύριοι Ρόλοι:
Joanna Kulig … Zuzanna ‘Zula’ Lichon
Tomasz Kot … Wiktor Warski
Borys Szyc … Lech Kaczmarek
Agata Kulesza … Irena Bielecka
Jeanne Balibar … Juliette
Cedric Kahn … Michel
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Pawel Pawlikowski, Janusz Glowacki
Στόρι: Pawel Pawlikowski
Παραγωγή: Ewa Puszczynska, Tanya Seghatchian
Μουσική: Marcin Masecki
Φωτογραφία: Lukasz Zal
Μοντάζ: Jaroslaw Kaminski
Σκηνικά: Marcel Slawinski, Katarzyna Sobanska-Strzalkowska
Κοστούμια: Ola Staszko
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Zimna Wojna
- Ελληνικός Τίτλος: Ψυχρός Πόλεμος
- Διεθνής Τίτλος: Cold War
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για Όσκαρ σκηνοθεσίας, φωτογραφίας και ξενόγλωσσης ταινίας (Πολωνία).
- Υποψήφιο για Bafta σκηνοθεσίας, σεναρίου, φωτογραφίας και ξενόγλωσσης ταινίας.
- Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Κανών. Βραβείο σκηνοθεσίας.
- Καλύτερη ταινία, σκηνοθεσία, σενάριο, γυναικεία ερμηνεία (Joanna Kulig) και μοντάζ στα Ευρωπαϊκά Βραβεία. Υποψήφιο για αντρική ερμηνεία (Tomasz Kot).
- Επίσημη πρόταση της Πολωνίας για το ξενόγλωσσο Όσκαρ.
Παραλειπόμενα
- H ταινία είναι αφιερωμένη στους γονείς του Pawel Pawlikowski, γι’ αυτό κι έδωσε τα ονόματα τους στους δύο κεντρικούς χαρακτήρες της ταινίας. Οι αληθινοί Wiktor & Zula, οι γονείς του σκηνοθέτη, πέθαναν το 1989 λίγο πριν γκρεμιστεί το Τείχος του Βερολίνου. Πέρασαν τα προηγούμενα 40 χρόνια της ζωής τους μαζί, πότε σμίγοντας, πότε χωρίζοντας, άλλοτε κυνηγώντας και άλλοτε τιμωρώντας ο ένας τον άλλον στο ανατολικό και το δυτικό μπλοκ στην Ευρώπη.
- Η αρχική σκέψη του Pawlikowski ήταν να γίνει έγχρωμη η ταινία.
- Πριν την έναρξη γυρισμάτων, προηγήθηκαν 6 μήνες προβών για το καστ.
- Ο σεναριογράφος Janusz Glowacki έφυγε από τη ζωή πριν βγει η ταινία στις αίθουσες.
- Στην πρεμιέρα των Κανών, η προβολή ακολουθήθηκε από 18 λεπτά όρθιου χειροκροτήματος.
- Η διεθνής καλλιτεχνική αναγνώριση της ταινίας επέφερε και έσοδα περίπου 15 εκατομμυρίων δολαρίων. Ειδικά στη χώρα της υπήρξε τεράστια εμπορική επιτυχία.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Το παραδοσιακό πολωνικό συγκρότημα Mazowsze υπήρξε από το 1949, και συνεχίζει να υπάρχει μέχρι και σήμερα. Από αυτούς προέρχονται τα τρία τραγούδια που ακούγονται στην ταινία (από το μυθοπλαστικό συγκρότημα Mazurek), και ήταν επιλογές του ίδιου του σκηνοθέτη.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 24/10/2018
Ήδη από το “Ida” ο Pawlikowski φαινόταν να βρίσκεται σε μια απόσταση παρά τρίχα από το να παραδώσει την πραγματικά μεγάλη ταινία, κι εδώ όντως το επιτυγχάνει πανηγυρικά. Για αυτό του το κατόρθωμα μάλιστα πρέπει να εισπράξει διπλούς επαίνους γιατί προσεγγίζει τη σπουδαιότητα ακολουθώντας τον μη προφανή δρόμο. Πιο συγκεκριμένα, στην ουσία του το σενάριο προσφέρει δυνητικά έναν καμβά για ένα έπος: ένας μεγαλύτερος κι από τη ζωή έρωτας, ένα χρονικό διάστημα πάνω από μια δεκαετία, με χώρο ολόκληρη την ευρωπαϊκή ήπειρο. Η μαγκιά όμως του πολωνού σκηνοθέτη έγκειται στο ότι ουδέποτε επιθυμεί να γυρίσει έναν δικό του “Δόκτωρ Ζιβάγκο” για παράδειγμα. Όπως είχε κάνει και στην προηγούμενη σκηνοθετική του απόπειρα, η οποία όμως είχε και χαμηλότερη στόχευση, όχι καλλιτεχνικά αλλά σε εύρος, συμπτύσσει το κάδρο στην ασφυκτική αναλογία του 1.37:1 του παλιού Χόλιγουντ, επιλέγει το ασπρόμαυρο που είναι φτιαγμένο μεν για εικαστικό μεγαλείο, που υπάρχει εδώ, αλλά πάντοτε εκπέμπει μια αυστηρότητα και μια λιτότητα σε σύγκριση με το φως του έγχρωμου και συμπυκνώνει τη διάρκεια κάτω από τη μιάμιση ώρα. Όλες τους φαινομενικά αιρετικές επιλογές με τη διαφαινόμενη φιλοδοξία της κεντρικής σύλληψης. Κι όμως, όλα συνεργάζονται για να προσδώσουν εν τέλει τεράστια άξια στο εγχείρημα: η φωτογραφία, πέραν του ότι παραπέμπει στο κινηματογραφικό φορμάτ που επικρατούσε την εποχή που λαμβάνει χώρα η δράση, υποβάλλει και ταυτόχρονα οπτικοποιεί το ασφυκτικό κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο στο οποίο κινείται το ζεύγος, ενώ σμικρύνοντας τον χρόνο κάνει πολύ πιο πυκνή σε συμβάντα, ουσία και συγκινήσεις την οδύσσειά του. Πρόκειται για τον απόλυτο θρίαμβο της λογικής “το λιγότερο είναι περισσότερο”.
Δεν θα ήταν υπερβολή ο “Ψυχρός Πόλεμος” να χαρακτηριστεί ως μια πολωνική “Καζαμπλάνκα”, μάλιστα στις επιμέρους λεπτομέρειες περιγραφής της σχέσης μεταξύ των πρωταγωνιστών ξεπερνάει ακόμη και την κλασική ταινία του Curtiz από άποψη ωριμότητας και συναισθηματικής οδύνης. Η δε χρήση της μουσικής είναι υποδειγματική και οργανική για το νοηματικό πυρήνα του φιλμ, με τις μεταβάσεις από τα διάφορα είδη (παραδοσιακή, τζαζ, λάουντζ ποπ και ροκ εν ρολ μεταξύ άλλων) να υποδηλώνουν πέρα από τις προσωπικές μεταβολές των ηρώων και τις αλλαγές που υφίσταται η πανευρωπαϊκή πολιτισμική νοοτροπία σε βάθος χρόνου. Το φιλμ εκπέμπει μια τέτοια ποιοτική υπεροχή που ακόμη και η κάπως ρηχή θρησκευτικότητά του μπορεί να συγχωρεθεί, άλλωστε, με τον τρόπο με τον οποίο υιοθετείται από τους δύο κεντρικούς χαρακτήρες, θυμίζει περισσότερο μια ενστικτώδη, ανθρώπινη αντενέργεια σε ένα καταπιεστικό εξωγενές πλαίσιο, ως μια “αντι-αντίδραση”, παρά μια συνειδητοποιημένη τάση ενστερνισμού όλων όσων εκπροσωπεί η πίστη, με αυτό το στοιχείο να εντάσσεται τέλεια στη νοοτροπία τους που χαρακτηρίζεται από μια παρορμητικότητα κι έναν τρικυμιώδη αυθορμητισμό.
Δεν θα ήταν όμως ίδιο το τελικό αποτέλεσμα αν η συγκεκριμένη ερωτική ιστορία, από τις πιο συναρπαστικές της μεγάλης οθόνης τουλάχιστον για την τρέχουσα κινηματογραφική δεκαετία, δεν ενσαρκωνόταν από ένα τόσο δυνατό σε χημεία ζεύγος ηθοποιών, το οποίο δε μένει στη μνήμη τόσο λόγω ερμηνειών (αν και αμφότεροι είναι σίγουρα παραπάνω από απλώς επαρκείς) όσο λόγω του αέρα που αποπνέει, μια μείξη μεταξύ ευρωπαϊκού εκλεπτυσμού που παραπέμπει στους μεγάλους κινηματογραφικούς πρωταγωνιστές των σινεφίλ αριστουργημάτων της ηπείρου των δεκαετιών του ’50 και του ’60 και χρυσής εποχής του Χόλιγουντ, με ευθεία παραπομπή στο στυλ και τη φινέτσα του νουάρ. Ο Pawlikowski γενικά πατάει σε πολλές βάρκες επιρροής, ποτέ όμως δε δίνει την αίσθηση ότι απλά στηρίζεται σε ένα γαϊτανάκι αναφορών για να αυξήσει το εκτόπισμα της δημιουργίας του. Το αντίθετο, πρόκειται για ένα φιλμ με ξεκάθαρα δική του ταυτότητα, με ένα δικό του, ξεχωριστό φίλτρο από το οποίο περνάνε όλα τα δάνεια που παίρνει από άλλες σχολές και από άλλες ταινίες μεμονωμένα και που μάλλον τοποθετεί οριστικά και τον σκηνοθέτη του στην κορυφή των ενεργών ονομάτων αυτή τη στιγμή στη συγκεκριμένη καλλιτεχνική σκηνή της χώρας του.
Βαθμολογία:
Κριτικός: Γιώργος Ξανθάκης
Έκδοση Κειμένου: 30/10/2018
Κανένας σύγχρονος δημιουργός δεν θα μπορούσε να κινηματογραφήσει ένα καταδικασμένο ρομάντζο καλύτερα από τον Pawel Pawlikowski, και ο «Ψυχρός Πόλεμος» είναι η πιο πικρή και ρομαντική ταινία του.
Το σχισμένο παραπέτασμα του έρωτα είναι το θέμα αυτού του οπτικοακουστικά λαμπρού φιλμ, που διαδραματίζεται στην Πολωνία του ψυχρού πόλεμου αλλά και πέρα από αυτήν. Πρόκειται για μια λυρική, ελλειπτική και επεισοδιακή ιστορία έρωτα, φυλάκισης και διαφυγής που απλώνεται χρονικά σε διάστημα 15 ετών. Στον θεματικό πυρήνα της μια αγάπη που πληγώθηκε από τον βαθύ κυνισμό, την υποταγή και τον φόβο που διαχέει στους πολίτες του ένα αλλοτριωμένο και καταπιεστικό καθεστώς. Άλλωστε όπως και η προηγούμενη ταινία του Pawlikowski, η αριστουργηματική «Ida», αποτελεί μια βαθιά κατάδυση στη σκοτεινή καρδιά της ίδιας της κομμουνιστικής Πολωνίας.
Καθώς η ταινία ανοίγει το 1949, ο συνθέτης και πιανίστας Wiktor (έξοχη η εσωτερική ερμηνεία του Tomasz Kot) ταξιδεύει στην πολωνική ύπαιθρο μαζί με την εθνομουσικολόγο σύντροφό του, την Irena (Agata Kulesza), και έναν αυστηρό κρατικό αξιωματούχο, τον κ. Kaczmarek (Borys Szyc). Μαζί περιδιαβαίνουν χωριά, καταγράφουν λαϊκές μπαλάντες και επιλέγουν ταλαντούχους νέους. Σκοπός τους είναι να τους συγκεντρώσουν σε μια αγροτική σχολή χορού και τραγουδιού, κάτι σαν ένα πρώιμο X- Factor, σχηματίζοντας ένα supergroup που θα περιοδεύσει στο ανατολικό μπλοκ σε εκδηλώσεις πολιτιστικών ανταλλαγών. Ο Wiktor έλκεται αμέσως από την αγγελική μορφή της ξανθιάς τραγουδίστριας Zula (αληθινή αποκάλυψη η μαγευτική Joanna Kulig). Ωστόσο η Zula δεν ταιριάζει καθόλου σε αυτό που υποτίθεται ότι αναζητούν. Κατάγεται από πόλη και όχι από αγροτική περιοχή. Κάνει οντισιόν όχι με λαϊκό τραγούδι, αλλά με ένα μουσικό κομμάτι από ρωσική ταινία. Έχει επίσης σοβαρά προβλήματα με τον νόμο, αφού έχει φυλακιστεί στο παρελθόν καθώς όπως ισχυρίζεται μαχαίρωσε τον πατέρα της επειδή βιαιοπραγούσε στη μητέρα της. Ο ερωτοχτυπημένος Wiktor παραδέχεται ότι η φωνή της δεν είναι τόσο άψογη, όπως αυτή άλλων κοριτσιών, αλλά επιμένει ότι διαθέτει «κάτι άλλο». Το ζευγάρι σύντομα ξεκινά μια κρυφή αλλά παθιασμένη ερωτική σχέση. Η Zula γίνεται το αστέρι του λαϊκού συγκροτήματος που περιοδεύει και παρουσιάζει φολκλορικά τραγούδια και χορούς αλλά αργότερα, με διαταγή του Kaczmarek, προπαγανδιστικές υμνωδίες για τον «θεοποιημένο» Στάλιν. Ο Wiktor δυσανασχετεί από την προπαγάνδα και την ασφυκτική καταπίεση του καθεστώτος και αναζητά τρόπο να διαφύγει στον δυτικό κόσμο για να ζήσει ελεύθερα μαζί με τη Zula. Όταν ο θίασος φτάσει στο Ανατολικό Βερολίνο, το ζευγάρι έχει μια καθαρή ευκαιρία να το καταφέρει, αλλά σύντομα γίνεται σαφές ότι μόνο ένας από τους δυο έχει την ακατανίκητη επιθυμία και το θάρρος να διασχίσει το σιδερένιο παραπέτασμα. Όμως η Zula είναι ένα κομμάτι «κάρβουνο αναμμένο», από το οποίο ο Wiktor δεν μπορεί να ξεκολλήσει. Έτσι ξεκινά μια δεκαετία διέλευσης των συνόρων, συναντήσεων, χωρισμών και επανασύνδεσης στο Παρίσι, στο Ζάγκρεμπ και πίσω στη Βαρσοβία.
Ο Pawlikowski καταγράφει με λιτό και μελαγχολικό ύφος τη δύσβατη πορεία του ζευγαριού συνδέοντας τα επεισόδιά της με συμβολικά μαύρα ρακόρ. Η κρυστάλλινη ασπρόμαυρη φωτογραφία του Lukasz Zal καθηλώνει το βλέμμα και αναδεικνύει τις τρυφερές στιγμές οικειότητας του ζευγαριού, θυμίζοντας την εξίσου εκθαμβωτική «Ida». Στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα ο ρεαλισμός σταδιακά υποχωρεί, για να δώσει τη θέση του σε ποιητικές, υπερβατικές, απόκοσμες εικόνες που μετατρέπουν σε σύμβολα τους «σταυρωμένους εραστές».
Ο «ψυχρός πόλεμος» του τίτλου είναι προφανές ότι αναφέρεται σε κάτι περισσότερο από τους γεωπολιτικούς αγώνες του εικοστού αιώνα. Η σχέση της Zula και του Wiktor είναι επίσης ένας πόλεμος, στον οποίο μάχονται ο ένας τον άλλον και οι δυο μαζί το εχθρικό καθεστώς. Ο Pawlikowski αρνείται να μας αποκαλύψει το πάθος του ζευγαριού από νωρίς, με τον τρόπο που θα μπορούσε να γίνει σε μια πιο τυπική ιστορία αγάπης. Αντίθετα, μας αφήνει να το ανακαλύψουμε σταδιακά. Στην πραγματικότητα, αυτό που βλέπουμε μοιάζει να είναι κάτι περισσότερο από έναν συνηθισμένο έρωτα: είναι ένας εμμονικός εξαναγκασμός, μια ολέθρια αλληλεπίδραση, μια αμοιβαία εξασφαλισμένη αυτοκαταστροφή. Όσο περισσότερο γνωρίζουμε αυτή τη σχέση, τόσο περισσότερο μας διαποτίζει ο εκστατικός μυστικισμός της. Αυτή είναι η βαθιά, γοητευτική αλήθεια με την οποία τελικά μας αφήνει εκκρεμείς και άφωνους η Zula όταν στο συνταρακτικό φινάλε προτρέπει τον Wiktor με τη μνημειώδη συμβολική φράση: «Πάμε από την άλλη πλευρά, έχει καλύτερη θέα». Ένας σαγηνευτικός αλλά και ανατριχιαστικός ηλεκτρισμός διαπερνά ολόκληρο το σώμα αυτής της συγκλονιστικής ταινίας, που εγκλωβίζει στον κόσμο της τον θεατή ακόμη κι όταν ανάψουν τα φώτα στην αίθουσα προβολής.
Βαθμολογία: