Ψυχρή Καταδίωξη
- Cold Pursuit
- 2019
- ΗΠΑ
- Αγγλικά
- Γκανγκστερική, Δράσης, Θρίλερ, Μαύρη Κωμωδία, Νουάρ
- 07 Φεβρουαρίου 2019
Καλώς ήρθατε στην πόλη Κεχόε, η θερμοκρασία είναι 10 βαθμοί υπό το μηδέν, και συνεχώς κατεβαίνει σε αυτό το γκλαμουράτο χειμερινό θέρετρο στα Βραχώδη Όρη. Η τοπική αστυνομία συνήθως δεν έχει δουλειά, μέχρι την ημέρα που ο γιος του Νελς, ενός ταπεινού οδηγού εκχιονιστικού μηχανήματος του δήμου, δολοφονείται ύστερα από εντολή του “Βίκινγκ”, του τοπικού βαρόνου των ναρκωτικών. Οργισμένος και εξοπλισμένος με βαριά μηχανήματα, ο Νελς αποφασίζει να εξολοθρεύσει το καρτέλ ξεπαστρεύοντας ένα-ένα τα μέλη του, αλλά το μόνο που γνωρίζει από φόνους είναι ό,τι έχει διαβάσει από αστυνομικά μυθιστορήματα. Καθώς τα πτώματα στοιβάζονται, ένας πόλεμος ξεσπά μεταξύ του βαρόνου των ναρκωτικών “Βίκινγκ” και του αρχιμαφιόζου “Λευκού Ταύρου”, και οι πλαγιές της μικρής πόλης από ολόλευκες βάφονται κόκκινες.
Σκηνοθεσία:
Hans Petter Moland
Κύριοι Ρόλοι:
Liam Neeson … Nelson ‘Nels’ Coxman
Tom Bateman … Trevor ‘Viking’ Calcote
Tom Jackson … ‘White Bull’ Legrew
Emmy Rossum … ντετέκτιβ Kim Dash
William Forsythe … Brock ‘Wingman’ Coxman
Laura Dern … Grace Coxman
Michael Eklund … Steve ‘Speedo’ Milliner
John Doman … John ‘Gip’ Gipsky
Julia Jones … Aya
Domenick Lombardozzi … Mustang
Raoul Max Trujillo … Giles ‘Thorpe’ Wills
David O’Hara … Gallum ‘Sly’ Ferrante
Aleks Paunovic … ντετέκτιβ Osgard
Benjamin Hollingsworth … Tycho ‘Dexter’ Hamme
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Frank Baldwin
Παραγωγή: Finn Gjerdrum, Stein B. Kvae, Michael Shamberg, Ameet Shukla
Μουσική: George Fenton
Φωτογραφία: Philip Ogaard
Μοντάζ: Nicolaj Monberg
Σκηνικά: Jorgen Stangebye Larsen
Κοστούμια: Anne Pedersen
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Cold Pursuit
- Ελληνικός Τίτλος: Ψυχρή Καταδίωξη
Άμεσοι Σύνδεσμοι
- Με Σειρά Εξαφάνισης (2014)
Σεναριακή Πηγή
- Σενάριο: Με Σειρά Εξαφάνισης του Kim Fupz Aakeson.
Παραλειπόμενα
- Ο νορβηγός Hans Petter Moland μπαίνει στη μικρή λίστα αυτών που έχουν υπογράψει σκηνοθετικά την ορίτζιναλ εκδοχή και το ριμέικ της, κάνοντας ταυτόχρονα το χολιγουντιανό του ντεμπούτο.
- Αρχικά ήταν να τιτλοφορηθεί Hard Powder.
- Ο Liam Neeson είχε δηλώσει ότι αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που παίζει σε ταινία δράσης. Όχι μόνο δεν το τήρησε, αλλά βρέθηκε και κατηγορούμενος για ρατσισμό μετά από συνέντευξη τύπου για την ταινία, αναφερόμενος σε μια παλιότερη του εμπειρία. Ο δημοφιλής ηθοποιός βέβαια αρνήθηκε την κατηγορία, αναπτύσσοντας τη δική του εκδοχή, αλλά αυτό οδήγησε στην αναβολή επίσημης εμφάνισης του σε κόκκινο χαλί για την πρεμιέρα.
- Ο Καναδάς αρνήθηκε στην παραγωγή τα γυρίσματα στο εθνικό πάρκο Μπανφ. Η εξήγηση που δόθηκε ήταν ότι δεν ενέκριναν ότι ο ένας κακός της ιστορίας είναι αβοριγίνος Καναδός. Ακόμα και ο ίδιος ο ηθοποιός, ο δημοφιλής αβιριγίνος καναδός Tom Jackson, δεν μπόρεσε να αντιστρέψει την απόφαση.
- Το κόστος των 6ο εκατομμυρίων δολαρίων ίσα που καλύφθηκε με τα κέρδη των 76,3.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 7/2/2019
Το αυθεντικό «Με Σειρά Εξαφάνισης» συγκαταλέγεται στις πολλές ευχάριστες κινηματογραφικές εκπλήξεις που έχουν ξεπεταχτεί από τη Νορβηγία την τελευταία δεκαετία. Ένα άσχημο ριμέικ θα άφηνε μια πικρή γεύση στην ανάμνηση του συγκεκριμένου φιλμ και από αυτήν την άποψη η επιλογή του να βρεθεί στο σκηνοθετικό τιμόνι και πάλι ο Hans Petter Moland ώστε να διατηρηθεί το πνεύμα του πρωτότυπου είναι ολόσωστη. Εδώ συμβαίνει κάτι που λειτουργεί αμφίδρομα: πρόκειται για μια πιστή αναπαραγωγή της ταινίας στην οποία βασίζεται με ελάχιστες διαφοροποιήσεις, ο κορμός της ιστορίας ουσιαστικά παραμένει ολόιδιος. Από τη μία είναι ευχάριστο να βλέπει κανείς μια ως επί το πλείστον αμερικάνικη παραγωγή να ακολουθεί το μονοπάτι μιας ιδιοσυγκρασιακής μαύρης κωμωδίας, κοενικής σε σύλληψη αλλά με ένα ολοφάνερα σκανδιναβικό φίλτρο. Από την άλλη, η οδός της «φωτοτυπίας» όταν αποφασίζεται η επανανάγνωση ενός προϋπάρχοντος φιλμ παραείναι ασφαλής καλλιτεχνικά και περιέχει τον κίνδυνο να χαρακτηριστεί η καινούρια εκδοχή ως περιττή λόγω υπερβολικής ομοιότητας. Αν και η «Ψυχρή Καταδίωξη» φλερτάρει επικίνδυνα με αυτόν τον χαρακτηρισμό, ο σκηνοθέτης της επιφυλάσσει κάποιες ενδιαφέρουσες παραλλαγές που κάνουν το τελικό αποτέλεσμα να έχει μια δική του ταυτότητα και να μην εξαρτάται πλήρως από τον προκάτοχό του, με πιο ουσιαστικό το εύρημα να αλλάξει η εθνοτική ταυτότητα του κυκλώματος διακίνησης ναρκωτικών που ανταγωνίζεται το επικρατόν σε ινδιάνικη παρέχοντας ένα εξαιρετικά εύστοχο κοινωνικό σχόλιο που απουσίαζε από την πρωτότυπη ταινία. Άλλες πινελιές όπως ο χαρακτήρας της Emmy Rossum που μοιάζει να αποκτά σημασία από το πουθενά κρίνονται ως λιγότερο επιτυχημένες.
Το ύφος γενικότερα που ακολουθείται είναι ελαφρώς αβέβαιο: στο ξεκίνημα μοιάζει να έχει επηρεαστεί από τη σφραγίδα «ταινία δράσης με τον Liam Neeson» ακολουθώντας έναν πιο σοβαροφανή και χολιγουντιανό δρόμο μέχρι να πάρει από ένα σημείο κι έπειτα το πάνω χέρι το μαύρο χιούμορ καταλήγοντας να είναι ένα πιστό ριμέικ όχι μόνο ως προς την ιστορία αλλά και ως προς τον τόνο. Συγκριτικά πάντως χάνει ελαφρώς σε σχέση με τον πρώτο διδάξαντα επειδή οι κωμικές στιγμές είναι πιο έντονα υπογραμμισμένες ελέω και του κοινού στο οποίο απευθύνεται (τρανταχτό παράδειγμα η σκηνή στο ταξί στην οποία ακούγεται το «Barbie Girl» των Aqua), τη στιγμή που στην προηγηθείσα χρονικά ταινία ήταν πιο υπόγειες και για αυτό πιο ιδιαίτερες και ξεχωριστές. Απρόσμενα, αυτό που επιτυγχάνεται εδώ σε μεγαλύτερο βαθμό σε σύγκριση με το «Με Σειρά Εξαφάνισης» είναι μια πιο στιβαρή και με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση σκηνοθεσία. Ο Moland εδώ φαίνεται να έχει μια καλύτερη γνώση του μέσου και περισσότερη σιγουριά στο πως θα στήσει το σύμπαν του, έχει αποκτήσει τον αέρα ενός πιο ώριμου κινηματογραφιστή που αν τον είχε όταν γύριζε την ταινία που ενέπνευσε αυτήν τη διασκευή θα παρέδιδε κάτι ακόμη πιο δυνατό.
Πολύ «ψωμί» έχει και η ερμηνευτική κόντρα που δημιουργείται εδώ μεταξύ Neeson και Skarsgard. Αμφότεροι διακρίνονται από μια στωικότητα και μια εσωστρέφεια που υπάρχει στις ερμηνείες τους ακόμη και όταν υπερβαίνουν αυτήν την κατάσταση. Η ειδοποιός διαφορά είναι ότι ο πρώτος ενεργεί υπό τη σκιά του τύπου του ήρωα δράσης που έχει καθιερώσει από την «Αρπαγή» και ύστερα, πότε ακολουθώντας τα βήματά του και πότε ανατρέποντας τη συνταγή του σε ένα χαριτωμένο παιχνίδι με τις προσδοκίες του θεατή που διεκπεραιώνεται με τις ευλογίες του σκηνοθέτη. Με κάποιες σαρκαστικές αναφορές στην πολιτική ορθότητα να προστίθενται στο μείγμα, το σύνολο καταφέρνει να είναι μια επανεκτέλεση με δική της άποψη, αν και δεν γίνεται παρά να φανταστεί κάποιος με δεδομένη τη φόρμα του δημιουργού του πόσο ανώτερο θα ήταν αν προσπαθούσε διατηρώντας την ατμόσφαιρα του αυθεντικού να πάρει διαφορετικές διαδρομές από άποψη πλοκής. Έστω κι έτσι, το αποτέλεσμα βλέπεται με ενδιαφέρον από την αρχή μέχρι το τέλος και αν παρακινήσει μια μερίδα του κοινού που δεν είχε προσέξει τη στιγμή της κυκλοφορίας της τη δημιουργία στην οποία βασίστηκε αυτό το ριμέικ να την ανακαλύψει τόσο το καλύτερο.
Βαθμολογία: