Δεκέμβριος του 1985 και από το αεροπλάνο ενός διακινητή ναρκωτικών πέφτει σε δάσος της πολιτείας της Τζόρτζια ένα σακί γεμάτο κοκαΐνη, αφού ο πιλότος ήθελε να μειώσει το βάρος. Τα ναρκωτικά θα υποπέσουν τότε στην προσοχή μιας τεράστιας μαύρης αρκούδας και το μακελειό δεν θα αργήσει να ξεκινήσει, αφού στην ίδια περιοχή έχουν μαζευτεί η αστυνομία, κακοποιοί και τουρίστες.
Σκηνοθεσία:
Elizabeth Banks
Κύριοι Ρόλοι:
Keri Russell … Sari
O’Shea Jackson Jr. … Daveed
Alden Ehrenreich … Eddie Dentwood
Christian Convery … Henry
Brooklynn Prince … Dee Dee
Jesse Tyler Ferguson … Peter
Ray Liotta … Syd Dentwood
Isiah Whitlock Jr. … Bob
Aaron Holliday … Stache
Margo Martindale … δασονόμος Liz
Kristofer Hivju … Olaf (Kristoffer)
Kahyun Kim … Beth
Ayoola Smart … αστυνομικός Reba
Matthew Rhys … Andrew C. Thornton II
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Jimmy Warden
Παραγωγή: Elizabeth Banks, Brian Duffield, Max Handelman, Phil Lord, Christopher Miller, Matt Reilly, Aditya Sood, Christine Sun
Μουσική: Mark Mothersbaugh
Φωτογραφία: John Guleserian
Μοντάζ: Joel Negron
Σκηνικά: Aaron Haye
Κοστούμια: Tiziana Corvisieri
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Cocaine Bear
- Ελληνικός Τίτλος: Cocaine Bear
Παραλειπόμενα
- Πράγματι, το στόρι είναι εμπνευσμένο από ένα αληθινό γεγονός που συνέβη στην Τζόρτζια το 1985, με μια κάπως μικρότερη όμως μαύρη αρκούδα. Κανείς όμως δεν έμαθε τα επιμέρους της “δράσης” της, μια και απλά βρέθηκε νεκρή δίπλα σε 40 ανοιγμένα πακέτα κοκαΐνης τρεις μήνες μετά την πτώση του αεροπλάνου από όπου και προέρχονταν. Από το 2015, η αρκούδα έγινε γνωστή με το όνομα “Cocaine Bear” και εκτίθεται σε μολ του Κεντάκι. Κανείς δεν απόδειξε ποτέ ότι η αρκούδα σκότωσε ή καν επιτέθηκε στον οποιονδήποτε.
- Η σκηνοθεσία προτάθηκε αρχικά στο δίδυμο Matt Bettinelli-Olpin και Tyler Gillett, αλλά εκείνοι προτίμησαν το πέμπτο Scream.
- Όλα τα γυρίσματα έγιναν στην Ιρλανδία, όπου είναι και η καταγωγή της Elizabeth Banks. Σε αυτά δεν έλαβε μέρος καμία αρκούδα, αφού το ζώο της ταινίας είναι εξολοκλήρου μέσω CGI.
- Έσχατη ολοκληρωμένη ταινία στη μακρά καριέρα του Ray Liotta.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Η Natalie Holt είχε ανακοινωθεί για τη μουσική σύνθεση, αλλά αντικαταστάθηκε από τον Mark Mothersbaugh μισό χρόνο αργότερα.
Κριτικός: Ορέστης Μαλτέζος
Έκδοση Κειμένου: 24/2/2023
Φλέρταρα με την ιδέα να γράψω αυτή την κριτική σε καθαρεύουσα γιατί όσο τακτοποιούσα τις σκέψεις μου, ένιωθα σαν κάτι συντηρητικούς τύπους που έγραφαν ανόητα βαρύγδουπα κατεβατά περί διαφθοράς της νεολαίας από ρυπαρά ανοσιουργήματα. Αν επρόκειτο για μια τέτοια περίπτωση ταινίας, θα μπορούσα να το αντιμετωπίσω με μια πιο χαλαρή διάθεση. Για να είμαι ακριβής όμως, το “Cocaine Bear” δεν μου έδωσε πάτημα να το αντιμετωπίσω με οποιονδήποτε τρόπο…
Θεωρώ αποτρόπαιο ότι το “Cocaine Bear” προβλήθηκε την ίδια σεζόν με το ανάλογης αισθητικής “Violent Night”. Και δεν εννοώ ότι πρόκειται απλώς για δύο ταινίες που ανακαλύπτει κάποιος θεατής που αναζητά επί τούτου αυτού του είδους το θέαμα στο ίντερνετ, όπως συνέβαινε παλιότερα με τα video-nasties που ξεπούλαγαν στα βιντεοκλάμπ. Αντιθέτως, ανήκουν στη Universal και έχουν ευρεία διανομή στις κινηματογραφικές αίθουσες. Και προφανώς το “Cocaine Bear” αποτελεί ένα επόμενο βήμα για την Elizabeth Banks που το σκηνοθετεί, παρότι είναι από τις ταινίες όπου ως τώρα πήγαιναν οι καριέρες για να «πεθάνουν».
Μπορεί να βρισκόμαστε μπροστά στη γέννηση ενός νέου κινηματογραφικού υποείδους που πηγάζει από το exploitation. Συνυφασμένο κυρίως με το είδος του τρόμου, το exploitation διαθέτει μια εκτενή σοβαρή ανάλυση γύρω από την καλτ γοητεία που προκαλεί στον θεατή. Όμως το “Cocaine Bear”, παρά την ταιριαστά κραυγαλέα ιστορία που αφηγείται, δεν εμφανίζει την παραμικρή διάθεση να ταιριάξει με αυτό. Διαθέτει τη θεματική, το περιεχόμενο και τους χαρακτήρες και κάποιες πετυχημένες λεπτομέρειες στις πρώτες του σκηνές… και μετά τα πετάει όλα στον κάδο των αχρήστων.
Η Elizabeth Banks δεν σκηνοθέτησε αυτή την ταινία με κανένα σκεπτικό. Τα πλάνα που παραθέτει δεν ακολουθούν καμία λογική διαδικασία παρουσίασης περιεχομένου και δεν αποσκοπούν σε κανένα συνολικό οπτικό αποτέλεσμα, πόσο μάλλον συναισθηματικό, στο οποίο περιλαμβάνω φυσικά και το τίμιο στοιχείο του απλού σοκ. Μόνος στόχος εδώ είναι ο στιγμιαίος χιουμοριστικός καγχασμός μέσα από γραφικές σκηνές αιματοκυλίσματος, και ένιωσα καλά με τον εαυτό μου που ο εγκέφαλός μου δεν έχει απονεκρωθεί τόσο ώστε να μπορεί να ξεκαρδίζεται με τις κωμικές σκηνές της Banks όπου αποδεκατίζει το καστ της. Και όχι επειδή έχω κάποιον πουριτανισμό γύρω από το κακόγουστο αιματοκύλισμα, αλλά επειδή η Banks δημιουργεί ηθελημένα έναν συναισθηματικό αχταρμά, ειδικά προς το φινάλε που μοιάζει βγαλμένο από το “Γκούνις”.
Θα μπορούσα να το παρομοιάσω με ένα “Τζουράσικ Παρκ” όπου συνυπάρχουν ταυτόχρονα σκηνές γυρισμένες από τον Spielberg που σε κάνει να νοιάζεσαι για τους χαρακτήρες, με αιματοβαμμένες σκηνές από τον Tarantino που τους βγάζει από τη μέση. Αλλά το “Cocaine Bear” δεν έχει το υπόβαθρο ούτε καν να αναγνωρίσει μια τέτοια θεωρητικά αποτυχημένη σύνδεση. Είναι απλώς ένας τρόπος για να μπορέσω να συντάξω με κάποιες λέξεις την αμυαλοσύνη, την ατεχνία και την ηθική χυδαιότητά του, κι αυτό επειδή η κινηματογραφική του παρουσία με ανάγκασε να το κάνω.
Βαθμολογία: