Ουζερί Τσιτσάνης
- Ουζερί Τσιτσάνης
- Cloudy Sunday
- 2015
- Ελλάδα
- Ελληνικά, Γερμανικά, Λατίνο
- Αισθηματική, Δραματική, Εποχής, Μουσική, Πολεμικό Δράμα
- 03 Δεκεμβρίου 2015
Η ιστορία διαδραματίζεται στην υπό γερμανική κατοχή Θεσσαλονίκη (1942-1943) και αφηγείται τον έρωτα δύο νέων ανθρώπων, του Γιώργου και της Εστρέας, ενός Χριστιανού και μιας Εβραίας. Μέσα από μια περιπετειώδη ιστορία αγάπης, παγιδευμένη ανάμεσα σε ένα απάνθρωπο ολοκληρωτικό καθεστώς και τον παραλογισμό των φυλετικών διακρίσεων, ξεδιπλώνονται η ιστορία της κατεχόμενης Θεσσαλονίκης και της εβραϊκής της κοινότητας, αλλά και τα πιο δημιουργικά χρόνια του μεγάλου έλληνα συνθέτη Βασίλη Τσιτσάνη στο ιστορικό Oυζερί Τσιτσάνης, όπου συνέθεσε τα πιο γνωστά του τραγούδια, μεταξύ αυτών και την πολύ-τραγουδισμένη Συννεφιασμένη Κυριακή.
Σκηνοθεσία:
Μανούσος Μανουσάκης
Κύριοι Ρόλοι:
Χάρης Φραγκούλης … Γιώργος Σαμαράς
Χριστίνα Χειλά-Φαμέλη … Εστρέα Μπεζά
Ανδρέας Κωνσταντίνου … Βασίλης Τσιτσάνης
Βασιλική Τρουφάκου … Λαμπρινή ‘Λέλα’
Γιάννης Στάνκογλου … Γιακό Μπεζά
Γιάννης Αϊβάζης … Τάσος
Θοδωρής Αντωνιάδης … Αλμπέρτο Μπεζά
Λάκης Κομνηνός … Δαπόντε
Μαρία Καβουκίδου … Ρασέλ Μπεζά
Ξανθή Γεωργίου … Ζωή Σαμαρά-Τσιτσάνη
Πέτρος Ξεκούκης … Σταύρος
Γεράσιμος Σκιαδαρέσης … Γιάννης
Αλμπέρτο Εσκενάζυ … Αβραάμ Ρεβάχ
Έημπι Κοέν … Δαυίδ Ρεβάχ
Σταμάτης Τζελέπης … Αντώνης Σαμαράς
Ρεγγίνα Παντελίδη … Σάρα Ρεβάχ
Νίκος Ιωαννίδης … Νίκος
Δημήτρης Παλαιοχωρίτης … αστυνόμος Νίκος Μουσχουντής
Χρήστος Γλυκός … Χασόν
Χριστίνα Μαντέση … Ρουτ
Αργύρης Σαζακλής … Χρήστος
Γιώργος Χαλεπλής … Θύμιος
Μενέλαος Χαζαράκης … Στέλιος Σάκαλης
Γιώργος Γιαννόπουλος … Λουκάς
Adrian Frieling … Dieter Wisliceny
Στέλλα Γιαμπουρά … γυναίκα δωσίλογου
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Άντα Γκουρμπαλή, Βασίλης Σπηλιόπουλος, Μανούσος Μανουσάκης
Παραγωγή: Μαρίνα Μανουσάκη
Μουσική: Θέμης Καραμουρατίδης
Φωτογραφία: Κωστής Γκίκας
Μοντάζ: Λάμπης Χαραλαμπίδης
Σκηνικά: Αντώνης Χαλκιάς
Κοστούμια: Άννα Μαχαιριανάκη
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Ουζερί Τσιτσάνης
- Διεθνής Τίτλος: Cloudy Sunday
Σεναριακή Πηγή
- Μυθιστόρημα: Ουζερί Τσιτσάνης του Γιώργου Σκαμπαρδώνη.
Κύριες Διακρίσεις
- Βραβείο δεύτερου γυναικείου ρόλου (Βασιλική Τρουφάκου), κοστουμιών και μακιγιάζ στα βραβεία Ίρις. Υποψήφιο για πρώτο αντρικό ρόλο (Χάρης Φραγκούλης), δεύτερο αντρικό ρόλο (Ανδρέας Κωνσταντίνου) και σκηνικά.
Παραλειπόμενα
- Επιστροφή του Μανούσου Μανουσάκη στον κινηματογράφο μετά το 1998.
- Το σενάριο βρίσκονταν υπό επεξεργασία επί 3 με 4 έτη. Συμβολή σε αυτό είχαν ιστορικοί σύμβουλοι, αλλά και άνθρωποι που έζησαν την εποχή εκείνη.
- Χρησιμοποιήθηκαν πάνω από 2μιση χιλιάδες κομπάρσοι στα γυρίσματα, τα οποία μοιράστηκαν ανάμεσα σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Γυρίσματα έγιναν επίσης στα Δερβενοχώρια και το Λαύριο.
- Στην ταινία χρησιμοποιήθηκαν περισσότερα από 6.000 κοστούμια, πολλά από τα οποία είναι αυθεντικά ενδύματα της εποχής.
- To μπουζούκι του Τσιτσάνη που χρησιμοποιήθηκε κατά τα γυρίσματα ήταν μια φιλική παραχώρηση της Γιώτας Νέγκα.
- Ο παλιός σιδηροδρομικός σταθμός της Θεσσαλονίκης είναι ο πραγματικός σταθμός από όπου το 1943 ξεκίνησαν τα τρένα για το Άουσβιτς.
- Κινηματογραφικό ντεμπούτο για την πρωταγωνίστρια Χριστίνα Χειλά-Φαμέλη.
- Κόβοντας 99.443 εισιτήρια, κατατάχτηκε τρίτο ανάμεσα στις ελληνικές παραγωγές της χρονιάς.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Όλα τα τραγούδια ηχογραφήθηκαν με όργανα της τότε εποχής. Η ορχήστρα συμπεριλάμβανε ελληνικά λαϊκά όργανα, όπως μπουζούκια, μπαγλαμάδες και τζουράδες, αλλά και δυτικά όπως κουαρτέτο εγχόρδων και συμφωνικά τύμπανα.
- Στο σάουντρακ της ταινίας περιλαμβάνεται μια σπάνια εκτέλεση της «Συννεφιασμένης Κυριακής» από το προσωπικό αρχείο της οικογένειας Τσιτσάνη, ερμηνευμένο από τον Βασίλη Τσιτσάνη και την Ελένη Γεράνη.
- Ο Αντρέας Κωνσταντίνου χρειάστηκε μαθήματα μπουζουκιού για πολλούς μήνες. Το ίδιο και ο Νίκος Ιωαννίδης με την κιθάρα.
Κριτικός: Χάρης Καλογερόπουλος
Έκδοση Κειμένου: 18/11/2015
Θεσσαλονίκη, 1942 και οι Γερμανοί αρχίζουν να παίρνουν μέτρα για τη σταδιακή εξόντωση της μεγάλης εβραϊκής κοινότητας της πόλης. Ο νεαρός Γιώργος, που δουλεύει γκαρσόνι στο ουζερί του Τσιτσάνη, συναντιέται με την εβραία Εστρέα σ` ένα υπόγειο για να στέλνουν με τον ασύρματο ανταποκρίσεις στη Μέση Ανατολή. Ο έρωτας που αναπτύσσεται ανάμεσα στα δυο παιδιά, και τα δρώμενα στο ουζερί, αποτελούν τους δύο κύριους αφηγηματικούς άξονες στους οποίους περιπλέκονται τα δραματικά μοτίβα της εποχής. Η αστική εβραϊκή οικογένεια της Εστρέα και η άρνησή τους να φαντασθούν την επερχόμενη καταστροφή, οι δωσίλογοι και κουκουλοφόροι, η αντίσταση, η ναζιστική σκληρότητα, αλλά και οι φυλετικές προκαταλήψεις όσον αφορά τη σχέση εβραίας με χριστιανό.
Το βιβλίο του Γιώργου Σκαμπαρδώνη, βέβαια, είναι πολύ πιο πλούσιο σε υλικό, αλλά μια πλήρης μεταφορά θα χρειαζόταν μίνι σειρά. Εδώ, ο Μανούσος Μανουσάκης αφαιρεί και απλοποιεί, προκειμένου να δώσει μια ιστορία έρωτα, ολοκαυτώματος και ρεμπέτικου καημού, κάπως περιληπτικά και σχηματικά. Είναι μια απλοποιημένη λαϊκή αφήγηση που δεν επιτρέπει πραγματική ανάλυση χαρακτήρων, ούτε ιστορικών δεδομένων, στρογγυλεύοντας τις προσφερόμενες αιχμές και υποκύπτοντας στο συγκρατημένο μελό. Από την άλλη, διατηρεί έναν γρήγορο βηματισμό, αποφεύγοντας και σε πλάνα και σε ατάκες, πολλά ευκόλως εννοούμενα (γνωστή κατάρα του ελληνικού σινεμά), ενώ πάλι μοντάρει αντιθετικές σκηνές με τρόπο άλλοτε έξυπνο (χορωδία- ρεμπετάδικο) κι άλλοτε άτσαλο, υπό το κράτος της ανάγκης για «νευρικό» ντεκουπάζ. Έτσι, το φιλμ καταφέρνει να μην κουράζει τον μέσο θεατή, και να του προσφέρει μια αίσθηση μικρού, εύπεπτου και συγκινητικού χρονογραφήματος. Σ` αυτό βοηθά η καλή ερμηνεία από όλο το καστ, καθώς και η όλη καλλιτεχνική επιμέλεια στην αναπαράσταση της εποχής -σκηνικά, κουστούμια κ.λπ. Ο Τσιτσάνης παρουσιάζεται ως ένας καλλιτέχνης που αφομοιώνει σιωπηλά την κοινωνική οδύνη, μετουσιώνοντας τη σε τραγούδια, ενώ η ίδια η μουσική του γίνεται μέσα από τις παραλλαγές του Θέμη Καραμουρατίδη, το λυρικό σεγκόντο του έργου.
Όπως συνήθως συμβαίνει με μεταφορές τέτοιων ιστοριών, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σ` όλη την Ευρώπη (συνήθως συμπαραγωγές), το αποτέλεσμα αφορά την ψυχαγωγία του ευρέως κοινού κι όχι των σινεφίλ. Ωστόσο, για να εδραιώσουμε ένα όλο και καλύτερο ελληνικό σινεμά, ώστε να έχουμε στο μέλλον κάτι παραπάνω, η βάση πρέπει να χτισθεί και σε αυτό το τερέν. Χρειαζόμαστε την ακαδημαϊκή τεχνογνωσία. Τα τελευταία χρόνια, μαζί με όποια καλά δείγματα, βλέπουμε παιδαριώδεις ταινίες να επιβάλλονται ως σημαντικές, όπως και επιτηδευμένα art-house που είναι κουταμάρες. Ας υπάρχουν, λοιπόν, ενδιαμέσως μερικά τέτοια καλοφτιαγμένα «λαϊκά, τηλεοπτικά», αλλά όχι κακόγουστα και φτηνιάρικα.
Βαθμολογία: