Στη δεκαετία τoυ 1930 o Τζέι Τζέι Γκίτις, έvας ιδιόρρυθμoς ιδιωτικός vτετέκτιβ, αvαλαμβάvει μια υπόθεση για λoγαριασμό τoυ πάμπλoυτoυ Νόα Κρoς. Καθήκov τoυ θα είvαι vα παρακoλoυθεί τov σύζυγo της κόρης τoυ, Έβελιv, τον Χόλις Μάρλεϊ, o oπoίoς είvαι διευθυvτής της εταιρίας υδάτωv τoυ Λoς Άvτζελες. Πoλύ γρήγoρα, o Γκίτις, o oπoίoς ασχoλείται πλέov μόvo με ζητήματα διαζυγίωv, γvωρίζει τηv όμoρφη και αιvιγματική Έβελιv και συνάπτει μαζί της μια παθιασμένη ερωτική σχέση. Όταv o Χόλις δoλoφovείται, o vτετέκτιβ συvειδητoπoιεί ότι βρίσκεται μπλεγμέvoς σε έvα μυστήριo με πoλλές και επικίvδυvες παραμέτρους.

Σκηνοθεσία:

Roman Polanski

Κύριοι Ρόλοι:

Jack Nicholson … J.J. ‘Jake’ Gittes

Faye Dunaway … Evelyn Cross-Mulwray

John Huston … Noah Cross

Perry Lopez … αστυνόμος Lou Escobar

John Hillerman … Russ Yelburton

Darrell Zwerling … Hollis I. Mulwray

Diane Ladd … Ida Sessions

Roy Jenson … Claude Mulvihill

Roman Polanski … ο άντρας με τον σουγιά

Richard Bakalyan … ντετέκτιβ Loach

Joe Mantell … Lawrence Walsh

James Hong … Kahn

Belinda Palmer … Katherine Cross

Burt Young … Curly

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Robert Towne

Παραγωγή: Robert Evans

Μουσική: Jerry Goldsmith

Φωτογραφία: John A. Alonzo

Μοντάζ: Sam O’Steen

Σκηνικά: Richard Sylbert

Κοστούμια: Anthea Sylbert

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Chinatown
  • Ελληνικός Τίτλος: Τσάιναταουν
  • Εναλλακτικός Ελλ. Τίτλος: Chinatown [επανέκδοσης]

Άμεσοι Σύνδεσμοι

  • Οι Δύο Τζέικ (1990)

Κύριες Διακρίσεις

  • Όσκαρ αυθεντικού σεναρίου. Υποψήφιο για καλύτερη ταινία, σκηνοθεσία, πρώτο αντρικό ρόλο (Jack Nicholson), πρώτο γυναικείο ρόλο (Faye Dunaway), μουσική, φωτογραφία, μοντάζ, σκηνικά, κοστούμια και ήχο.
  • Χρυσή Σφαίρα καλύτερης ταινίας (δράμα), σκηνοθεσίας, πρώτου αντρικού ρόλου (Jack Nicholson) σε δράμα, και σεναρίου. Υποψήφιο για πρώτο γυναικείο ρόλο (Faye Dunaway), δεύτερο αντρικό ρόλο (John Huston) και μουσική.
  • Βραβείο Bafta σκηνοθεσίας, πρώτου αντρικού ρόλου (Jack Nicholson) και σεναρίου. Υποψήφιο για καλύτερη ταινία, πρώτο γυναικείο ρόλο (Faye Dunaway), δεύτερο αντρικό ρόλο (John Huston), μουσική, φωτογραφία, μοντάζ, σκηνικά και κοστούμια.

Παραλειπόμενα

  • Το θρυλικό νεο-νουάρ ήταν και η τελευταία ταινία που έκανε ο Roman Polanski στις ΗΠΑ.
  • Το 1971, ο παραγωγός Robert Evans προσέλαβε με 175 χιλιάδες δολάρια τον Robert Towne, ώστε να του γράψει σενάριο για τον Υπέροχο Γκάτσμπι. Εκείνος όμως ένιωσε ότι δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στο βιβλίο του F. Scott Fitzgerald, και αντί αυτού ζήτησε να γράψει ένα καινούργιο δικό του με 25 χιλιάδες. Αυτό ήταν το Chinatown, προγραμματισμένο να είναι το πρώτο μέρος σε τριλογία. Το δεύτερο (The Two Jakes) έγινε κι αυτό ταινία το 1990, με τον Jack Nicholson στη σκηνοθιετική καρέκλα. Η αποτυχία αυτού ακύρωσε τα σχέδια για το τρίτο, το Gittes vs. Gittes.
  • Ο χαρακτήρας του Χόλις Μάλρεϊ βασίστηκε στον William Mulholland, υπεύθυνου τη δεκαετία του 1920 για την κατασκευή αγωγού που θα έφερνε νερό στο Λος Άντζελες. Το γεγονός είχε ως αποτέλεσμα την απόλυτη καταστροφή και τον θάνατο τουλάχιστον 431 ανθρώπων.
  • Ο Towne έγραφε το σενάριο έχοντας κατά νου τον Jack Nicholson για τον κεντρικό ρόλο.
  • Ο Robert Evans επέλεξε τον Polanski για την ευρωπαϊκή του ματιά πάνω στις ΗΠΑ, που ήταν πιο σκοτεινή και κυνική. Εκείνος είχε αφήσει το Χόλιγουντ μετά τα γεγονότα της δολοφονίας της συζύγου του, Sharon Tate, και ήταν διστακτικός αρχικά να επιστρέψει. Αυτό που τον έπεισε ήταν το διάβασμα του σεναρίου.
  • Ο Towne ήθελε να είναι ο Κρος που θα πεθάνει στο φινάλε. Ο Polanski όμως είχε άλλη άποψη, όπως και έβαλε τα γεγονότα σε χρονολογική σειρά, ώστε το κοινό να συμμετέχει στην επίλυση του μυστηρίου.
  • Ο Jack Nicholson είχε μόλις χωρίσει με την Anjelica Huston, κάτι που έκανε άβολη την επαφή του με τον πατέρα της, John Huston.
  • Ο Nicholson είναι παρών σε όλες τις σκηνές της ταινίας.
  • Η σχέση ανάμεσα στη Faye Dunaway και τον Roman Polanski κατά τα γυρίσματα ήταν παραπάνω από έντονη.
  • Ο ρόλος της Έβελιν προορίζονταν για τη σύζυγο του παραγωγού, την Ali MacGraw. Τον έχασε όμως όταν τον χώρισε για τον Steve McQueen. Επόμενη επιλογή ήταν η Jane Fonda (που εντέλει αρνήθηκε), αλλά ο σκηνοθέτης επέμενε για την Dunaway, αν και αρχικά κοιτούσε προς την Julie Christie.
  • Ο Peter Bogdanovich απέρριψε την ευκαιρία να το σκηνοθετήσει, κάτι για το οποίο αργότερα δήλωσε μετανιωμένος. Και ο Mike Nichols είχε παρόμοια πρόταση.
  • Τα έσοδα από τα ταμεία ήταν θετικά αλλά δεν ήταν τίποτα μπροστά στην άμεση φήμη που κατέκτησε η ταινία, που θεωρείται πλέον ως το απόλυτο νεο-νουάρ, αλλά και μία από τις καλύτερες ταινίες που έχουν γυριστεί ποτέ.

Μουσικά Παραλειπόμενα

  • Ο Jerry Goldsmith ήρθε ως αντικαταστάτης του Phillip Lambro, και μέσα σε 10 ημέρες συνέθεσε και ηχογράφησε ολόκληρο το κλασικό σκορ.

Κριτικός: Φίλιππος Χατζίκος

Έκδοση Κειμένου: 2/7/2020

Λος Άντζελες, δεκαετία του 1930. Ο Τζέικ Γκίτις είναι ένας πρώην αστυνομικός και νυν ιδιωτικός ντετέκτιβ που βγάζει τα προς το ζην κατά βάση ξεσκεπάζοντας συζυγικές απιστίες. Όταν το γραφείο του επισκέπτεται η Έβελιν Μόλρεϊ για μια παρεμφερή υπόθεση, θα θεωρήσει ότι η ενδεχόμενη απιστία του διάσημου επιχειρηματία συζύγου της θα αποτελέσει μια σημαντική πλουτοπαραγωγική πηγή για εκείνον. Όταν όμως ο σύζυγος της Έβελιν δολοφονείται, ο Γκίτις αρχίζει να ξετυλίγει το κουβάρι ενός ανείπωτου σκανδάλου σχετικά με την υδροδότηση της περιοχής.

Ο όρος «νεο-νουάρ» πιθανότατα οφείλει την ύπαρξή του στο «Chinatown»: η ταινία του Πολάνσκι επισφράγισε την ιδιάζουσα αναγέννηση όχι ακριβώς ενός είδους, όσο μίας κινηματογραφικής φιλοσοφίας. Άλλωστε, η παρουσία του θρυλικού Τζον Χιούστον-του ανθρώπου στον οποίο χρεώνεται το πρώτο φιλμ νουάρ της ιστορίας- αποτελεί το επιστέγασμα της νουαρικής φύσης του έργου. Ωστόσο, πρόκειται για ένα φιλμ που σφραγίζει το νέο, πολιτικό Χόλιγουντ της δεκαετίας του 1970 κατά τρόπο καθοριστικό, πολύ ευρύτερο από την υπενθύμιση της συγγένειάς του με το προγενέστερο κινηματογραφικό ρεύμα.

Το «Chinatown» είναι η ταινία της εποχής του, και ας εκτυλίσσεται σε μια άλλη εποχή. Είναι η ιστορία μιας Αμερικής πολιτικοποιημένης, μεσούσης μιας ενδοκαπιταλιστικής κρίσης αξιών, οργισμένης απέναντι σε άδοξους αιματοβαμμένους πολέμους και πολιτικά σκάνδαλα απροσμέτρητου βεληνεκούς. Ο Γκίτις, σε τούτη τη μεταμφιεσμένη αρχαία τραγωδία, εκκινεί σαν αδιάφορος καιροσκόπος, ώσπου η ενεργός εμπλοκή του τον εξαναγκάζει να νοιαστεί, αφού η περιέργειά του τρέπεται σε αποτροπιασμό για την ξεδιάντροπη επικράτηση των αδίστακτων έναντι των αδύναμων. Ο θρίαμβος της μισητής εξουσίας τον ωθεί σε αντίσταση, μόνο που τίποτα δεν βρίσκεται πραγματικά στο χέρι του. Έτσι, απομένει ανήμπορος και δυστυχής αποδέκτης μίας εκ των πιο διάσημων γραμμών που έχουν γραφεί ποτέ στο σινεμά:  «Forget it, Jake. It’s Chinatown». Ο καθένας απλά παρατηρεί τη διαφθορά να επιδεικνύει το ανήθικο σθένος της, και η αγανάκτησή του ας διοχετευθεί κάπου αλλού.

Είναι μεγαλειώδες έργο τέχνης το «Chinatown», και τούτο πηγάζει κυρίως από τη γραφή του Τάουνι (το σενάριο της ταινίας έχει επαινεθεί εντόνως και δικαίως), την οποία ο Πολάνσκι σέβεται και της επιτρέπει να οδηγήσει το φιλμ. Ο πολλαπλός θεματικός άξονας του έργου (ιστορία λαβυρινθώδους μυστηρίου που εξελίσσεται σε ένα θρίλερ πολιτικής διαφθοράς και νουαρικών αποχρώσεων αρχαιοελληνική τραγωδία στην οποία κάθε πράξη κατατείνει προς έναν προκαθορισμένο σκοπό που εκφεύγει του ελέγχου του πρωταγωνιστή), καθώς και η σκιαγράφηση του κεντρικού χαρακτήρα ως ουσιαστικά νωχελικού και κυνικού αντιήρωα και όχι ηθικού φωστήρα μες στο έρεβος της διαπλοκής, ξεκινούν από την αποτύπωση τους στο γραπτό του Τάουνι. Ο Ρομάν Πολάνσκι, βέβαια, ένας θιασώτης της sui-generis ειρωνείας, είναι ο ιδανικός άνθρωπος για να αναδείξει τις κεντρομόλους τραγικές ειρωνείες του σεναρίου, με σκηνοθετική νηφαλιότητα και ένα τέμπο που θα ζήλευε μέχρι και το αρτιότερο νουάρ της κλασικής περιόδου.

Με μπροστάρη τον Τζακ Νίκολσον -σε ρόλο κεφαλαιώδη για τη μυθική καριέρα του- βγαλμένο από σελίδες του Ρέιμοντ Τσάντλερ, και τη Φέι Ντάναγουεϊ να εφευρίσκει από την αρχή την υπόσταση της τυπικής μοιραίας ύπαρξης που φέγγει στο σκότος των συναφών ταινιών, αντίθετα από τα ειωθότα του genre, ο Ρομάν Πολάνσκι τοποθετεί την ταινία του σε μια ειδική θέση της κινηματογραφικής ιστορίας. Στο «Chinatown» δεν μπορεί να χωρέσει ένας φιλμικός φόρος τιμής ή μια εξομολόγηση αγάπης προς την ιστορία του νουάρ. Είναι έργο αρχετυπικό και ας έπεται της κλασικής περιόδου, μια θέωση του πλούσιου αυτού είδους, διαθέτει μια ηθική προοπτική που πάντοτε αποτελούσε ζητούμενο και την εξερευνά στην εντέλεια. Με άλλες λέξεις, κατά τη γνώμη του γράφοντος, το φιλμ του Πολάνσκι δεν είναι το  πρώτο νεο-νουάρ, αλλά το ωραιότερο φιλμ νουάρ που έχει γυριστεί ποτέ.

Βαθμολογία:


Κριτικός: Γιώργος Ξανθάκης

Έκδοση Κειμένου: 5/11/2023

Ο πολωνός Roman Polanski έχτισε μία από τις πιο έξυπνες, ανησυχητικές και σκοτεινές φιλμογραφίες στην ιστορία του κινηματογράφου, σχεδόν πάντα με θεματικό πυρήνα το «Κακό»: συγκεκριμένο ή αφηρημένο, ανθρώπινο ή σατανικό, ρεαλιστικό ή ψυχολογικό. Σκηνοθέτης με εντελώς προσωπικό όραμα, έκανε ταινίες που αφορούν σχεδόν πάντα τη ματαιότητα της αρετής. Οι ήρωές του είναι συχνά αθώα θύματα ή καλοπροαίρετοι απροσάρμοστοι που φαίνονται αδύναμοι απέναντι στις κακοήθεις δυνάμεις του Σκότους, με την τελική ήττα τους να είναι αναπόφευκτη. Αυτή η απαισιόδοξη αντίληψη για την απόλυτη υπεροχή του ”Κακού” που διατρέχει το μεγαλύτερο μέρος του έργου του ίσως πηγάζει από τις τραυματικές εμπειρίες του ως παιδί (επέζησε από τα γκέτο στη ναζιστική Πολωνία, αλλά η μητέρα του πέθανε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης), ενώ και στην ενήλικη ζωή του ενεπλάκη σε τραγικά γεγονότα όπου είχε ρόλο θύματος αλλά και θύτη.

Η γκαλερί των κατεστραμμένων χαρακτήρων των ταινιών του περιλαμβάνει την ψυχωτική Κριστίν, τρομοκρατημένη με τους άντρες και το σεξ («Αποστροφή»), τον δειλό και ανίκανο σύζυγο του «Η Νύχτα των Δολοφόνων», του πιο διφορούμενου και «μπεκετιανού» έργου του, τη γλυκιά και μάχιμη Ρόζμαρι, εμμονική με την ιδέα ότι γέννησε το παιδί του Σατανά (“Το Μωρό της Ρόζμαρι”, αξεπέραστο αποκορύφωμα της φαύλης θεολογίας του), τον διωκόμενο πολωνοεβραίο εξόριστο Τρελκόφσκι -τον οποίο υποδύεται ο ίδιος ο Polanski- εγκλωβισμένο στο διαμέρισμα του « Ενοίκου». Ωστόσο, ο πολωνός σκηνοθέτης προβάλλει ένα διττό, αμφίθυμο πρόσωπο: δίπλα στον «ποιητή του κακού», στέκεται ένας έξοχος τεχνίτης που προσαρμόζει τους κινηματογραφικούς κανόνες στην παλλόμενη ουσία του έργου του.

Το «Chinatown», αδιαμφισβήτητο magnus-opus του Polanski, έχει εδραιώσει τη θέση του ως θεμελιώδες νέο-νουάρ που συχνά μελετάται σε κινηματογραφικά μαθήματα για την αφήγηση, τη σκηνοθεσία και το θεματικό του βάθος. Η πλοκή αναφέρεται στο έτος 1937, όταν η ξηρασία έπληττε το Λος Άντζελες. Ο ιδιωτικός ντετέκτιβ Jake Gittes (Jack Nicholson) προσλαμβάνεται για μια έρευνα μοιχείας από μια γυναίκα που ισχυρίζεται ότι είναι η Evelyn Mulwray (Diane Ladd), της οποίας ο σύζυγος Hollis (Darrell Zwerling) είναι επικεφαλής της υπηρεσίας υδάτων τμήματος νερού. Ο Jake βγάζει φωτογραφίες του Hollis με μια νεαρή κοπέλα στη λίμνη Έκο. Η ιστορία γίνεται πρωτοσέλιδη είδηση, αλλά ο Jake συνειδητοποιεί ότι χρησιμοποιήθηκε για να δυσφημήσει τον Hollis που έχει ισχυρούς εχθρούς επειδή αντιτίθεται στην κατασκευή ενός φράγματος. Η πραγματική Evelyn Mulwray (Faye Dunaway), κόρη του μεγιστάνα Noah Cross (John Huston) που κάποτε ήταν συνέταιρος του Hollis, δεν προσέλαβε ποτέ τον ντετέκτιβ και τον απειλεί με μήνυση. Σύντομα ο Hollis βρίσκεται νεκρός, με τον νεκροθάφτη να αστειεύεται: «Μόνο στο Λος Άντζελες ο επίτροπος νερού μπορεί να πνιγεί εν μέσω ξηρασίας». Υποψιαζόμενος ότι είναι πιόνι σε ένα παιχνίδι πολιτικής ή εταιρικής ίντριγκας, ο Gittes ξεκινά τη δική του έρευνα και σύντομα συνειδητοποιεί ότι έχει να αντιμετωπίσει έναν παντοδύναμο, επικίνδυνο και πανούργο αντίπαλο. Εντωμεταξύ κάποιοι ρίχνουν στη θάλασσα τεράστιες ποσότητες πολύτιμου νερού από τις δεξαμενές της πόλης. Γιατί όμως;..

Το «Chinatown» είναι μια επανάγνωση του φιλμ νουάρ προσαρμοσμένο στο στυλ της δεκαετίας του ’70,  έγχρωμη και σε φορμάτ Panavision, με σχολαστική φροντίδα στην ιστορική αναπαράσταση, με ομορφιά και ακρίβεια των κοστουμιών και των σκηνικών. Η ιστορία και τα θέματά της αναφέρονται στην ατμόσφαιρα συνωμοσίας και βίας που στοίχειωνε τον αμερικανικό κινηματογράφο της δεκαετίας του 1970, όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες πληγώθηκαν από τις δολοφονίες των αδελφών Κένεντι, τον πόλεμο του Βιετνάμ και το Γουότεργκεϊτ. Η αστυνομική έρευνα, η οποία ξεκινά με πολύ μπανάλ τρόπο, αποκαλύπτει σταδιακά μια ισχυρή πολιτική διάσταση και καταγγέλλει τη γενικευμένη διαφθορά, τη διαστροφή ενός ολόκληρου συστήματος και ενός τρόπου σκέψης που θεμελιώθηκε με την επικράτηση του δίκαιου του ισχυρού. Η θλιβερή διάθεση και ο ζοφερός αέρας μοιρολατρίας που αιωρούνται σε κάθε κάδρο υπονομεύονται από πινελιές σαρδόνιου χιούμορ -ο Polanski επέλεξε να υποδυθεί τον νανοειδή τραμπούκο που κόβει τη μύτη του Nicholson σε μια από τις πιο αστείες στιγμές σε φιλμ νουάρ. Ταυτόχρονα υπάρχει μια συγκλονιστική λυρική ποιότητα, η οποία αναδύεται από την υποβλητική κινηματογράφηση του John A. Alonzo, και την απόκοσμα μελαγχολική παρτιτούρα του Jerry Goldsmith που τυλίγουν ολόκληρη την ταινία σε ένα μεθυστικό άρωμα μυστηρίου.

Ωστόσο το μεγαλείο του «Chinatown» οφείλεται κυρίως στο πολυεπίπεδο σενάριο του Robert Towne, που είναι βαθύτατα επικριτικό -με τη μαρξιστική έννοια- για το παρελθόν της Αμερικής. Ο Towne βασίστηκε σε ένα πραγματικό σκάνδαλο που έπληξε το Λος Άντζελες στις πρώτες δεκαετίες του αιώνα, όταν πλούσιοι γαιοκτήμονες αγόρασαν φτηνά καλλιεργήσιμη γη και την ενσωμάτωσαν στην πόλη, αποκτώντας έτσι τον έλεγχο στην παροχή νερού της περιοχής. Η απροσδιόριστη αίσθηση απειλής ενός υφέρποντος Κακού διαποτίζει μια σειρά από σεκάνς που καθεμιά διαψεύδει την προηγούμενη, επικαλύπτοντας το κοινωνικό και το ιδιωτικό δράμα και ευθυγραμμίζοντας κάθε δευτερεύουσα λεπτομέρεια σε ένα απόλυτα συμπαγές σύνολο. Με τον τρόπο αυτό, όταν ο Gittes λύνει το μυστήριο του θανάτου του αρχιμηχανικού της υπηρεσίας ύδρευσης συνειδητοποιεί  ότι έχει αποκαλύψει ένα σκάνδαλο διαφθοράς, τόσο πολιτικής όσο ηθικής και σεξουαλικής. Η οικειοποίηση της αφήγησης σε πρώτο πρόσωπο, η έλλειψη πολλών σκηνών δράσης και ο σκόπιμα αργός ρυθμός συντελούν στην προοδευτική αύξηση της έντασης του δράματος προς τη ζοφερή και τρομακτική κορύφωσή του. Αντίθετα από την πρόθεση του Towne, o Polanski επέβαλε ένα ζοφερό φινάλε που διαδραματίζεται στη συνοικία της Chinatown και είναι αντάξιο της ελληνικής τραγωδίας, φέρνοντας στον νου τον Οιδίποδα.

Στο «Chinatown» το απόλυτο «Κακό» ενσαρκώνεται από μια πατριαρχική φιγούρα που συνδυάζει ασύμμετρη δύναμη και διαστροφή. Τι πιο ταιριαστός ρόλος για τον μέγιστο John Huston, τον  δημιουργό κλασικών νουάρ αλλά και μιας υπερπαραγωγής της Βίβλου όπου ερμήνευσε τον Νώε, ενώ εδώ δανείζει την περσόνα του στον εωσφορικό «Νώε»/Noah Cross. Απολύτως διεφθαρμένος, διαβολικά γοητευτικός και σίγουρος για την ασυλία που του εξασφαλίζουν ο πλούτος και η φήμη του, αν και ηλικιωμένος έχει τη μανιακή βούληση να «αγοράσει το μέλλον». Η δύναμή του πηγάζει από την ικανότητά του να εκλογικεύει τις ανήθικες πράξεις του: «Οι περισσότεροι άνθρωποι ποτέ δεν διαπιστώνουν… ότι τη σωστή στιγμή, στο σωστό μέρος, είναι ικανοί για το οτιδήποτε».

Η σκοτεινά εσωστρεφής ερμηνεία του Nicholson μαρτυρά τα υπαρξιακά του αδιέξοδα, αηδιασμένος από όσα ανακαλύπτει για τους ανθρώπους. Όταν τον ρωτούν: «Είσαι μόνος;», απαντά  «Όλοι δεν είναι;» Αυτή η μοναξιά είναι χαρακτηριστική για τους νουάρ ήρωες των Dashiel Hammett και Raymond Chandler -ήρωες που λεηλατούν τα μυστικά των άλλων ενώ καταδιώκονται από τα δικά τους · το τραγικό παρελθόν του Gittes συνδέεται με την κινεζική συνοικία. Η Dunaway είναι όμορφη και σαγηνευτική, αλλά διφορούμενη και εσωτερικά κατεστραμμένη. Στην πιο συγκλονιστική στιγμή της ταινίας, πιεσμένη αφόρητα από τον Nicholson αποκαλύπτει το νοσηρό μυστικό για τη μυστηριώδη «ερωμένη» του συζύγου της:  «Είναι η αδελφή μου»… «Είναι η κόρη μου», για να ξεσπάσει: «είναι η αδερφή μου και η κόρη μου!»

Το «Chinatown» είναι ένα αριστουργηματικό φιλμ νουάρ με εύπλαστο υλικό, ένα οπτικό ποίημα για την ήττα της εντιμότητας και την επικράτηση της διαφθοράς, με ασαφή σημεία αναφοράς και δυσδιάκριτα όρια μεταξύ Καλού και Κακού. Η ήττα, που αιωρείται διαρκώς σαν αόρατο εκτόπλασμα πάνω από τους πρωταγωνιστές, βρίσκει μια βαλβίδα απελευθέρωσης, ένα κανάλι εξόδου, και το Κακό διαχέεται παντού. Το «Chinatown» του τίτλου  είναι μια προφανής μεταφορά για το χάος της ανθρώπινης κατάστασης, αλλά κι ένα σκοτεινό και άνομο μέρος ως πεδίο κορύφωσης της τραγωδίας. Από αυτή την άποψη, η τελική φράση της ταινίας είναι εμβληματική: «Ξέχνα το, Τζέικ. Εδώ είναι η Τσάιναταουν».

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

33 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *