Με φόντο τη δεκαετία του 1950, η ιστορία επικεντρώνεται γύρω από ένα μέλος της σοβιετικής αστυνομίας, ο οποίος προσπαθεί να διαλευκάνει υποθέσεις από δολοφονίες παιδιών. Η επιμονή του θα έχει ως αποτέλεσμα τον υποβιβασμό του και ενώ οι έρευνες συνεχίζονται με τη βοήθεια της συζύγου του, οι εξελίξεις οδηγούν σε μεγαλύτερα κυβερνητικά εμπόδια.

Σκηνοθεσία:

Daniel Espinosa

Κύριοι Ρόλοι:

Tom Hardy … λοχαγός Leo Demidov

Noomi Rapace … Raisa Demidov

Joel Kinnaman … υπολοχαγός Vasili Nikitin

Gary Oldman … στρατηγός Mikhail Nesterov

Vincent Cassel … ταγματάρχης Kuzmin

Jason Clarke … Anatoly Tarasovich Brodsky

Paddy Considine … Vladimir Malevich

Josef Altin … Alexander

Sam Spruell … Δρ Tyapkin

Nikolaj Lie Kaas … Ivan Sukov

Charles Dance … ταγματάρχης Grachev

Tara Fitzgerald … Inessa Nesterov

Agnieszka Grochowska … Nina Andreyeva

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Richard Price

Παραγωγή: Michael Schaefer, Ridley Scott, Greg Shapiro

Μουσική: Jon Ekstrand

Φωτογραφία: Oliver Wood

Μοντάζ: Pietro Scalia, Dylan Tichenor

Σκηνικά: Jan Roelfs

Κοστούμια: Jenny Beavan

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Child 44
  • Ελληνικός Τίτλος: Child 44

Σεναριακή Πηγή

  • Μυθιστόρημα: Child 44 του Tom Rob Smith.

Παραλειπόμενα

  • Ο Christian Bale βρίσκονταν σε συζητήσεις για τον πρώτο ρόλο, αλλά εντέλει τον απέρριψε.
  • Ο Vincent Cassel αντικατέστησε τον Philip Seymour Hoffman.
  • Η ιστορία είναι εν μέρει επηρεασμένη από την αληθινή περίπτωση του ψυχοπαθή δολοφόνου Andrei Chikatilo, γνωστού και ως Χασάπη του Ροστόφ.
  • Ο ρώσος διανομέας απέσυρε την ταινία από τη χώρα του, αν και πολλοί είπαν ότι ήταν μια απόφαση του υπουργείου πολιτισμού. Ακολούθησαν η Λευκορωσία, η Ουκρανία, το Καζακστάν και η Κιργισία.
  • Εμπορική αποτυχία, με έσοδα 13 εκατομμύρια δολάρια, κι ενώ το φιλμ κόστισε 50.

Κριτικός: Χάρης Καλογερόπουλος

Έκδοση Κειμένου: 15/4/2015

Στη σταλινική περίοδο, μετά τον πόλεμο, διαπιστώνεται μια σειρά φόνων μικρών αγοριών, κάτι που αποκρύπτεται απ` την κοινή γνώμη, γιατί, σύμφωνα με την προπαγάνδα, αποκλείεται να υπάρχει φόνος σε μια «παραδεισένια κοινωνία». Ο φόνος είναι παράγωγο του καπιταλισμού, καθώς λεγόταν (-όπως περίπου είχε γράψει ειρωνικά ο Άρθουρ Κέσλερ: ο σοβιετικός σοσιαλισμός θα γιατρέψει τα πάντα, μέχρι τη δυσκοιλιότητα…). Ένας αξιωματικός της στρατιωτικής αστυνομίας, ωστόσο, συνεχίζει να το ψάχνει και ενώ παίρνει μια δυσμενή μετάθεση μαζί με τη γυναίκα του, επιμένει να βρει τον κατά συρροή δολοφόνο.

Δεν είναι τυχαίο, την εποχή που Αμερική-Ρωσία βρίσκονται και πάλι σε αντιπαλότητα, να προκύψει και μια παραγωγή να μας θυμίσει πόσο κακοί ήταν οι κρατούντες κάποτε -άρα μπορεί πάντα να ξαναγίνουν με κάποιον τρόπο, κάτι που υποθέτεις πως είναι και το μήνυμα που θέλουν να περάσουν. Μια παραγωγή μάλιστα σε παγκόσμια ταυτόχρονη πρεμιέρα, για να μην έχουν προϋπάρξει γνώμες από κριτικούς και χρήστες…

Είναι αλήθεια, βέβαια, ότι ο σταλινισμός υπήρξε από τις μελανές σελίδες της ιστορίας του 20ού αιώνα. Ολοκληρωτικός έλεγχος του λαού και διαρκής φόβος για δυσμένεια και τιμωρία. Κάποια στιγμή που το ζευγάρι βρίσκεται σε κρίση, με κάποιες μάσκες να έχουν πέσει, τη ρωτά «αν δεν με ήθελες τότε, γιατί είπες ναι στην πρόταση μου;»… Κι εκείνη: «γιατί φοβόμουν τι θα πάθαινα, αν έλεγα όχι». Ωστόσο, ο ήρωάς μας είναι άνθρωπος με συνείδηση, όπως σταδιακά θα καταλάβει κι εκείνη, και παρά τις εντολές, ερευνά, με όλο το σύστημα εναντίον του, μ` έναν «Ιαβέρη» (που κι αυτός πιέζεται από ψηλά) στο κατόπι του, και μόνο μ` έναν τοπικό υπεύθυνο στην εξορία να συνεργάζεται μαζί του. Το θρίλερ είναι ισχνό, απλό πρόσχημα για να παρακολουθήσουμε αυτή την κοινωνία του φόβου, της καχυποψίας και της αστυνόμευσης, οι διάλογοι επίσης κινούνται πρωτοεπίπεδα, χωρίς την απόλαυση του υπαινιγμού, αλλά η κοινωνική ατμόσφαιρα (το ζητούμενο) είναι αποδοσμένη. Πρόκειται για μια απλή αφήγηση που αποκτά ένα κάποιο ενδιαφέρον λόγω των ηθοποιών που παίζουν σωστά, επαγγελματικά, αλλά χωρίς το σενάριο να τους βοηθά για ερμηνείες επιπέδου. Τομ Χάρντι, Νούμι Ράπας, Τζόελ Κίναμαν («The Killing» και σε όλες τις ταινίες του Εσπινόζα) και σε μικρούς ρόλους οι Γκάρι Όλντμαν και Βενσάν Κασέλ. Το κάποιο ενδιαφέρον ενισχύεται και απ` την ίδια την ιστορική περίοδο, καθώς σπάνια τη βλέπουμε στο σινεμά. Ο σκηνοθέτης Ντανιέλ Εσπινόζα, γεννημένος στη Σουηδία, που μας έχει δώσει δυο καλά θρίλερ (το ψυχαγωγικό «Κρησφύγετο» και το πιο δραματικό «Snabba Cash»), εκτελεί εδώ ένα σύγχρονο «πακέτο», δηλαδή: το σφιχτό μοντάζ ενός σύγχρονου θρίλερ, στα γνωστά σκοτεινά μεταλλικά χρώματα, με σπιντάτο πέρασμα του αφηγηματικού υλικού. Έτσι, το δράμα χαρακτήρων, το κοινωνικό δράμα και το θρίλερ των κατά συρροή δολοφονιών γίνονται ένα επιμελημένο πρετ-α-πορτέ, χωρίς ν` αφήσει δυνατό αποτύπωμα στον θεατή.

Αν συγκρίνεις το φιλμ με την τηλεταινία «Πολίτης Χ» του 1995 που εμπνέεται από την ίδια αληθινή ιστορία, βλέπεις πόσο λίγο είναι το αποτέλεσμα στην πραγματικότητα, παρά το «μουράτο» ύφος της παραγωγής. Στο «Πολίτης Χ», παρόλο που η ιστορία τοποθετείται στην εποχή Μπρέζνιεφ (μια πολύ πιο ελαστική περίοδο) μέχρι την Περεστρόικα, η παλιά ακαδημαϊκή αφήγηση, εμμένοντας σε μια επίπονη αναζήτηση πολλών ετών, δημιουργεί αυτό το μέγεθος του χρόνου και του ψυχικού φόρτου που συσσωρεύεται, και που χρειάζεται μια τέτοια αφήγηση για να σε πιάσει. Ακόμη περισσότερο, η τηλεταινία καταφέρνει να πει πιο πολλά πράγματα πάνω στη στενομυαλιά της γραφειοκρατίας και τους μηχανισμούς επιβίωσης εκείνων που διέθεταν μια ευφυΐα.

Κάτι έχει χαθεί από τη σύγχρονη κινηματογραφική γλώσσα. Παρότι πολλά φιλμ, όπως το παρόν, περιέχουν τα συστατικά που χρειάζονται, αφήνουν μια αίσθηση περίληψης, δεν στέκονται σε κάτι, να ριζώσει.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

15 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *