18 Ιουλίου, 1969. Ο γερουσιαστής Τεντ Κένεντι φεύγει από ένα πάρτι στο Τσαπακιντίκ της Μασαχουσέτης με συνοδηγό τη Μαίρη Τζο Κόπεχνε, μια πολλά υποσχόμενη σχεδιάστρια στρατηγικής που είχε συνεργαστεί με τον Μπόμπι Κένεντι για την καμπάνια του την προηγούμενη χρονιά. Οι συνθήκες αυτού που ακολούθησε έχουν προκαλέσει αντιδράσεις εδώ και 50 χρόνια. Το μόνο σίγουρο είναι ότι το αυτοκίνητο έπεσε από μια γέφυρα, με αποτέλεσμα η συνοδηγός να χάσει τη ζωή της, γιατί ο Τεντ Κένεντι ανέφερε το δυστύχημα δέκα ώρες μετά. Το περιστατικό σηματοδότησε το τέλος της ζωής της νεαρής Κόπεχνε, καθώς και το τέλος των προσδοκιών του Τεντ Κένεντι για την προεδρική θέση.

Σκηνοθεσία:

John Curran

Κύριοι Ρόλοι:

Jason Clarke … Ted Kennedy

Kate Mara … Mary Jo Kopechne

Ed Helms … Joseph Gargan

Bruce Dern … Joseph P. Kennedy Sr.

Jim Gaffigan … Paul F. Markham

Taylor Nichols … Ted Sorensen

Clancy Brown … Robert McNamara

Olivia Thirlby … Rachel Schiff

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Taylor Allen, Andrew Logan

Παραγωγή: Mark Ciardi, Chris Cowles, Campbell G. McInnes

Μουσική: Garth Stevenson

Φωτογραφία: Maryse Alberti

Μοντάζ: Keith Fraase

Σκηνικά: John P. Goldsmith

Κοστούμια: David C. Robinson

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Chappaquiddick
  • Ελληνικός Τίτλος: Η Ενοχή του Κένεντι

Παραλειπόμενα

  • Αρχικός σκηνοθέτης ήταν η Sam Taylor-Johnson, αλλά αποχώρησε.
  • Το αυτοκινητιστικό δυστύχημα κινηματογραφήθηκε σε δεξαμενή νερού στα Baja Studios του Μεξικού.
  • Η ταινία είχε κόστος 34 εκατομμύρια δολάρια, αλλά πέτυχε να εισπράξει μόνο 18,3. Η ειρωνεία ήταν ότι ακόμα κι έτσι, ήταν η 16η πιο επικερδής ανεξάρτητη ταινία της χρονιάς για τις ΗΠΑ.

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 8/5/2018

Είναι παγκόσμιο το φαινόμενο ενός εγχώριου μύθου που η πατρίδα του αρνείται να τον δει υπό ένα πρίσμα που θα τον φέρει στις πραγματικές του διαστάσεις. Ενδεικτικό το ελληνικό παράδειγμα του πως ακόμη και ο αριστερών πεποιθήσεων Βούλγαρης στο βιογραφικό του φιλμ για τον Ελευθέριο Βενιζέλο αρκείται σε μια περιγραφική ματιά τύπου σχολικού εγχειριδίου. Από αυτήν την άποψη, ακόμη κι αν πήρε σχεδόν μισό αιώνα να γίνει αυτό το βήμα, το ότι γυρίστηκε το “Chappaquiddick” στα πλαίσια της εποικοδομητικής κριτικής επάνω στην έννοια του «εθνικού κεφαλαίου» και της ουσιαστικής απομυθοποίησης του ονόματος Kennedy και όχι της υστερικής λιβελογραφίας του μεγάλου αμερικάνικου πολιτικού στρατοπέδου απέναντι από την παράταξη που υπηρέτησε η συγκεκριμένη οικογένεια που καλλιεργείται για λόγους σκοπιμοτήτων είναι μια σπουδαία κίνηση εκ μέρους της κινηματογραφικής βιομηχανίας των Ηνωμένων Πολιτειών, μια στιγμή που αποτελεί πραγματικά ένα κοίταγμα στον καθρέφτη.

Είναι κρίμα λοιπόν που όταν πέφτουν οι τίτλοι τέλους, αυτό που μένει ως εντύπωση είναι μια ευπρόσωπη παραγωγή μεν, αλλά και μια αναποφάσιστη κι εν τέλει άτολμη προσέγγιση δε, σαν προσπάθεια εξισορρόπησης του «καυτού» θέματος με μια εξιστόρηση που είναι καυστική σε δόσεις και όχι στο βαθμό που θα άρμοζε. Είναι και το γεγονός ότι ο John Curran, αν και με κάποιες καλές στιγμές (“Tracks”) δεν είναι δα και Sidney Lumet, αλλά η ευθύνη βαραίνει κυρίως το σενάριο για το αποτέλεσμα που δεν αγγίζει το βάθος και το μεγαλείο για το οποίο προσφέρεται το σκάνδαλο αυτό. Το δόγμα «και με τον αστυφύλακα και με το χωροφύλακα» μπορεί να προσφέρεται εξόχως για τις δημόσιες σχέσεις, δεν αποτελεί όμως καλή τακτική στην τέχνη. Έτσι ενώ από τη μία στηλιτεύεται ο χαρακτήρας του Ted Kennedy και κυρίως ένα ολόκληρο σύστημα από πίσω του που λειτουργεί ως πλυντήριο για να θρέψει ένα κοινό ψηφοφόρων με παραισθησιογόνα εθνικού αφηγήματος, από την άλλη υπάρχουν και λεπτομέρειες που στρογγυλεύουν κάπως την ύποπτη εικόνα του τότε κι έκτοτε γερουσιαστή καθιστώντας το μέχρι και συμπαθή. Η τελική εντύπωση είναι αυτή μιας συγκεχυμένης εικόνας που κάποιος με μεγαλύτερη τάση προς μια επικριτική διάθεση μπορεί να την εκλάμβανε κι ως εκ του πονηρού. Η ερμηνεία του Jason Clarke εντείνει αυτήν την αίσθηση: η αμηχανία του και η σπασμωδικότητα της συμπεριφοράς του αποτυπώνει σαφώς έναν άνθρωπο «μικρό», κατώτερο ενός ειδώλου που χτίστηκε συστηματικά τη δεκαετία του ’60 από ολόκληρη την αμερικάνικη κοινωνία, όμως η ελαττωματικότητά του αυτή ποτέ δε χτίζει έναν καθόλα αντιπαθή χαρακτήρα, μιας και παρέχονται δικαιολογίες για την κατάληξή του, που ναι μεν δεν αποτελούν άφεση αμαρτιών, ύπουλα όμως την ίδια στιγμή κάνοντάς τον πιο τρωτό «μαλακώνουν» την αντιμετώπισή του από το θεατή που θα υιοθετήσει το συνειρμικό μονοπάτι της ταινίας.

Η μέση οδός επιλέγεται και στο γενικότερο ύφος του φιλμ: ενώ πρόκειται για ένα αντικείμενο που άνετα έχει το ειδικό βάρος για μια μεγάλη αμερικάνικη τραγωδία ή ακόμη και για μια ισοπεδωτική μαύρη κωμωδία με σαρκαστικό και σατιρικό πνεύμα, ο Curran κρατάει χαμηλούς τους τόνους, μην ανεβάζοντας την ένταση ιδιαίτερα ούτε στις σημαντικές δραματικές σκηνές, ούτε τραβώντας στα άκρα την πηγαία γελοιότητα πολλών εκ των αληθινών δρώμενων. Το σύνολο στέκεται αξιοπρεπώς, αλλά δεν κάνει την υπέρβαση, μένοντας στην εμβέλεια μιας καλοστημένης τηλεταινίας. Οι πιο ενδιαφέρουσες στιγμές ίσως είναι οι αυτές που συναντώνται πατέρας και υιός Kennedy, ήτοι Jason Clarke και Bruce Dern, ο οποίος κλέβει την παράσταση με συνολικό χρόνο επί της οθόνης ούτε πέντε λεπτών και με ελάχιστη ομιλία και κίνηση, βασιζόμενος περισσότερο σε ένα πραγματικά καθηλωτικό βλέμμα.

Σε τελική ανάλυση, και μόνο για το ότι το γεγονός που βρίσκεται στο επίκεντρο της ταινίας θα γνωστοποιηθεί ευρύτερα και σε νεότερες γενιές που δεν είχαν επαφή με το γίγνεσθαι της τότε εποχής είναι κάτι θετικό, όμως αυτό που παράγεται είναι ανάλογο με το να έχει κανείς στην κουζίνα του μια τεράστια ποικιλία υλικών, μερικών εξ αυτών και σπάνια, και να φτιάχνει τελικά μια νόστιμη μεν, απλή δε μακαρονάδα με κιμά.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

11 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *