Μετά την αποχώρηση της γυναίκας του, ο Μάριο αναλαμβάνει τη φροντίδα του σπιτιού και την ανατροφή των δύο κοριτσιών τους. Η δεκατετράχρονη Φρίντα τον κατηγορεί για την αποχώρηση της μητέρας της. Η δεκαεφτάχρονη Νίκι ονειρεύεται την ανεξαρτησία της. Ο Μάριο περιμένει ακόμα τη γυναίκα του να επιστρέψει…

Σκηνοθεσία:

Claire Burger

Κύριοι Ρόλοι:

Bouli Lanners … Mario Messina

Justine Lacroix … Frida Messina

Sarah Henochsberg … Niki

Cecile Remy-Boutang … Armelle

Antonia Buresi … Antonia

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Claire Burger

Παραγωγή: Isabelle Madelaine

Μουσική: Paolo Conte

Φωτογραφία: Julien Poupard

Μοντάζ: Claire Burger, Laurent Senechal

Σκηνικά: Pascale Consigny

Κοστούμια: Isabelle Pannetier

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: C’est ca l’Amour
  • Ελληνικός Τίτλος: Αγάπη Είναι
  • Διεθνής Τίτλος: Real Love

Κύριες Διακρίσεις

  • Βραβείο Fedeora για το τμήμα Ημέρες Βενετίας του φεστιβάλ Βενετίας.
  • Βραβείο πρώτου αντρικού ρόλου (Bouli Lanners) στα Magritte, τα εθνικά βραβεία του Βελγίου.

Παραλειπόμενα

  • Πέρα από τον πολύπειρο Bouli Lanners, όλο σχεδόν το υπόλοιπο καστ απαρτίζεται από πρωτοεμφανιζόμενους.

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 21/4/2019

Πάντα καλοδεχούμενος αυτός ο ελαφρύς, καλοπροαίρετος ανθρωπισμός των Γάλλων στο σινεμά, αλλά θα ήταν προτιμότερο να έχει και μια αναλόγως δυνατή ιστορία να αφηγηθεί τις περισσότερες φορές… Το συγκεκριμένο οικογενειακό δράμα που φλερτάρει με τη δραμεντί (λόγω ελαφρότητας και ουχί τόσο χιούμορ) μπορεί να είναι τρυφερό απέναντι στους ήρωές του και να χαρακτηρίζεται από μια ειλικρίνεια στην καταγραφή των εμπειριών τους, αλλά μόλις τελειώσει φαίνεται ως απολύτως φυσικό από την πλευρά του θεατή να εκφωνηθεί ένα «ε, και;». Και αυτό επειδή όσα διαδραματίζονται στη διαδρομή αυτή μπορεί να μην έχουν καταγραφεί ξανά στο πανί μέχρι και στην τελευταία τους λεπτομέρεια εν είδει αντιγραφής κι επικόλλησης, αλλά η γενική αίσθηση που τα συνοδεύει μαζί με τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγει αναδίδουν ότι το όλο πακέτο έχει εκτελεστεί ξανά στο πρόσφατο μάλιστα κινηματογραφικό παρελθόν, και μάλιστα καλύτερα. Δεν βοηθάει επίσης το ότι πρόκειται για ένα φιλμ που όσο διαρκεί μοιάζει να αναζητεί συνεχώς την ταυτότητά του, πότε αποτελώντας ένα γενικό πορτραίτο μιας οικογένειας και πότε εστιάζοντας κυρίως στον πατέρα, μετατρεπόμενο σε ένα ψυχογράφημα που επικεντρώνεται κυρίως στην αποκαλούμενη κρίση της μέσης ηλικίας. Τελικά μοιάζει να κατασταλάζει προς το δεύτερο, αν και στο μεταξύ αυτό το πινγκ πονγκ μεταξύ διαφορετικών προσεγγίσεων έχει κουράσει σε έναν βαθμό.

Αν υπάρχει πάντως κάτι σίγουρο εδώ, είναι ότι η Claire Burger βρήκε στο πρόσωπο του Bouli Lanners έναν πρωταγωνιστή αρκούντως χαρισματικό ώστε να υποστηρίξει έναν ρόλο που υποδυόμενος με λιγότερη προσοχή μπορεί να εξέπεμπε κάτι το κοινότοπο, κάτι που είναι πάντοτε παγίδα όταν αποφασίζεται να απεικονιστεί το οικείο σχήμα του διαζευγμένου πατέρα σε προσωπικό τέλμα επί της οθόνης. Και οι νεαρές Justine Lacroix και Sarah Henochsberg κάνουν καλή δουλειά, η καθεμιά τους δοκιμαζόμενη σε κάτι διαφορετικό από την άλλη, με την πρώτη να πλαισιώνει με τρυφερότητα έναν ευαίσθητο ψυχισμό και τη δεύτερη να αποτελεί μια ήρεμη δύναμη, αλλά ο κινηματογραφικός τους γονιός είναι αυτός που σαφέστατα έχει τη μερίδα του λέοντος του δραματουργικού βάρους, παραδίδοντας έναν ολοκληρωμένο, συμπαγή χαρακτήρα δίχως υπερβολές, μη διστάζοντας να δώσει έμφαση και στις λιγότερο φωτεινές του πλευρές όπου αυτό κρίνεται αναγκαίο. Είναι κρίμα λοιπόν που μια τόσο συγκροτημένη ερμηνεία πολλές φορές μένει μετέωρη από το σενάριο που αρνείται να μεγιστοποιήσει τις δυνατότητες του ρόλου αυτού, με το εύρος των απαιτήσεων απέναντι στον Lanners να είναι κάπως περιορισμένο, εγκλωβίζοντας και τον ίδιο σε στεγανά που δεν τον αφήνουν να κάνει την υπέρβαση ενώ ο ίδιος δίνει δείγματα πως θα μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο αν του είχε ζητηθεί.

Είναι ευπρόσδεκτο πάντως πως δεν επιλέγεται η πεπατημένη μιας λουστραρισμένης φωτογραφίας όπως έχει καθιερωθεί και στη μέση εμπορική ταινία εντός Ευρώπης και αντιθέτως η οπτική παρουσίαση είναι εξίσου χαμηλόφωνη με τη θεματολογία, με ταπεινούς φωτισμούς και χρώματα και πολλά κοντινά κασσαβετικού τύπου. Με αυτό το στιλ κατά κάποιο τρόπο μειώνεται και η απόσταση μεταξύ κοινού και ηρώων, με την προσγειωμένη ματιά που επικρατεί να δημιουργεί συναισθήματα εξοικείωσης. Αυτό όμως δεν αρκεί για να απογειώσει το σύνολο, τα πρόσωπα που πλαισιώνουν τη δράση σίγουρα ήθελαν ένα μεγαλύτερο ψυχολογικό βάθος για να καταστούν πραγματικά συναρπαστικά κατά τη διάρκεια της θέασης. Επιπροσθέτως ο δρόμος των χαμηλών εντάσεων, αν και κάνει τις καταστάσεις που εκτυλίσσονται να φαίνονται περισσότερο φυσικές, ταυτόχρονα τις στρογγυλεύει αρκετά αφαιρώντας σε μεγάλο βαθμό τον όποιο κίνδυνο θα μπορούσε να προκύψει από αυτές, δύσκολα κάποιος που θα δει το φιλμ θα νιώσει κάπου πως υπάρχει ένα μεγάλο διακύβευμα ή ένα εμπόδιο που είναι ακατόρθωτο να ξεπεραστεί. Σίγουρα το «Αγάπη Είναι» στέκεται σε ένα αξιοπρεπές επίπεδο, ωφελημένο από μια πολύ ικανή τριπλέτα ηθοποιών, αλλά δίχως αυτά τα χαρακτηριστικά που θα το βοηθούσαν να ξεφύγει από τα όρια του ομολογουμένως τετριμμένου αντικειμένου της καταδικάζεται να μείνει σε χλιαρά επίπεδα, όσο ευχάριστα κι αν τελικά παρακολουθείται.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

9 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *