Ο Φευγάτος, ένας μικρός γάτος που έχει βαρεθεί να περνάει όλη του τη ζωή κλεισμένος στο διαμέρισμα όπου γεννήθηκε, θέλει να ζήσει ελεύθερος στον αληθινό κόσμο. Ο πατέρας του, ο Παντόφλας, έχοντας ζήσει για ένα διάστημα αδέσποτος και γνωρίζοντας τους κινδύνους που κρύβει το άγνωστο, προσπαθεί να τον αποτρέψει. Μια μέρα, ο Φευγάτος αποφασίζει να φύγει από το σπίτι του για να ανακαλύψει τη «Γατοπία», έναν κόσμο μυθικό, κρυμμένο στον πυθμένα μιας λίμνης. Ένα ταξίδι συναρπαστικό αλλά κι επικίνδυνο ξεκινά τόσο για τον ίδιο όσο και για τον πατέρα του που θα προσπαθήσει με όλες του τις δυνάμεις να σώσει τον μονάκριβο γιο του.

Σκηνοθεσία:

Gary Wang

Κεντρικοί Ρόλοι:

Li Yufeng … Blanket (φωνή)

Yanduo Yang … Cape (φωνή)

Lan Lin … Ziege (φωνή)

He Zhang … Affe (φωνή)

Zhe Zhang … Ara (φωνή)

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Gary Wang

Παραγωγή: Zhou Yu, Ye Yuan

Μουσική: Haowei Guo

Μοντάζ: Ji Zhao

Σκηνικά: Ranyu Gao

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Αρνητική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Mao Yu Tao Hua Yuan
  • Ελληνικός Τίτλος: Ο Γάτος ο Φευγάτος
  • Διεθνής Τίτλος: Cats and Peachtopia
  • Διεθνής Εναλλακτικός Τίτλος: Cats

Παραλειπόμενα

  • Τεχνική: Computer-animated (ψηφιακό)
  • Ο Dermot Mulroney ηγείται της αγγλικής μεταγλώττισης.
  • Και στα ελληνικά, με τις φωνές των: Ηρώ Μπέζου (Φευγάτος), Άρης Γεροντάκης (Παντόφλας), Σοφία Καψαμπέλη (Μάκι), Θανάσης Κουρλαμπάς (μαϊμού), Ντίνος Σούτης (μαύρος γάτος), Νίκος Νίκας (αφεντικό), Δημήτρης Μάριζας (ρακούν), Νίκος Παπαδόπουλος (διευθυντής πωλήσεων), Χρήστος Θάνος (δάσκαλος ελάφι), Πέτρος Σπυρόπουλος (μοναχός αντιλόπη), Ινώ Στεφανή (μοναχή κατσίκα), Γιώργος Σκουφής. Σκηνοθετική επιμέλεια: Χρήστος Θάνος. Μετάφραση: Νατάσα Καψάλη.

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 27/4/2019

Γιατί δεν έχει δικαίωμα μονάχα η Δύση στο ευτελές κινούμενο σχέδιο! Και πέρα από την πλάκα, πάλι καλά που υπάρχουν κάποιες διάσπαρτες αναφορές στην κινέζικη κουλτούρα, ώστε το τελικό αποτέλεσμα να μην είναι εκτός από φτωχό καλλιτεχνικά και ομογενοποιημένο αισθητικά και σαν ταυτότητα με τα κακά δείγματα δουλειάς του είδους του έτερου ημισφαιρίου του πλανήτη. Μακάρι βέβαια να αρκούσε αυτό για να σωθεί η παρτίδα… Πέραν του animation, το οποίο παραδόξως βρίσκεται σε ένα αξιοπρεπέστατο επίπεδο για τα δεδομένα μιας μικρής παραγωγής (ειδικά ο σχεδιασμός των ζώων είναι αρκετά επιτυχημένος), όλα τα υπόλοιπα στοιχεία βγάζουν προς τα έξω μια αφόρητη προχειρότητα. Ούτε το ίδιο το σενάριο ξέρει τι κανόνες και όρια να βάλει στο φανταστικό σύμπαν που πλάθει με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένα μπάχαλο, με τα ζώα όχι μόνο να συμπεριφέρονται σαν να έχουν αναπτυγμένη ανθρώπινη νοημοσύνη και να μιλούν, αλλά και τα λόγια τους να γίνονται ακουστά από τους ανθρώπους, και με όλα αυτά τα δεδομένα να μη δημιουργείται πόλεμος στην εξελικτική αλυσίδα του κόσμου αυτού! Προφανώς η έτοιμη δικαιολογία που σερβίρεται είναι το «έλα μωρέ, ταινία για παιδιά είναι», πρόκειται όμως περί τεμπέλικης υπεκφυγής, αλλά κι έμμεσης ομολογίας πως το ανήλικο κοινό είναι δεύτερης κατηγορίας για όποιον εκστομίζει αυτό το επιχείρημα. Με αυτή τη λογική, τα μεγάλα στούντιο της συγκεκριμένης αγοράς που φροντίζουν στις παραγωγές τους να χτίζουν κόσμους που αποτελούνται μονάχα από ομιλούντα ζώα ή άνθρωποι και ζώα να συνυπάρχουν, αλλά διάλογοι μεταξύ των δεύτερων να παρουσιάζονται ως αφηγηματική σύμβαση και να μην εμπλέκονται ουδόλως με το σύμπαν των πρώτων (βλέπε «Ψάχνοντας τον Νέμο») μάλλον έχουν πιαστεί κορόιδα…

Ούτε μια κάποια εποικοδομητική αξία έχει το όλο σύνολο για τα παιδιά που θα το παρακολουθήσουν, το αντίθετο μάλιστα, αυτό που πλασάρεται ως ηθικό δίδαγμα στο τέλος είναι απαράδεκτα επιπόλαιο κι ανεύθυνο, ενώ δεν βγάζει και νόημα στο πλαίσιο μιας ιστορίας που θέλει να έχει συνοχή και να διέπεται από κοινή λογική, απλά υπάρχει για να είναι το κλείσιμο συναισθηματικά φορτισμένο και να συνεπάρει κάπως τον μπόμπιρα θεατή που θα έχει επενδύσει σε αυτό που βλέπει. Υπάρχουν δε κάποιες απρόσμενα σκοτεινές σκηνές, που δεν αποτελούν φάουλ επειδή συνιστούν τέτοιες (αλίμονο, εδώ γενιές παιδιών μεγάλωσαν με «Βασιλιά των Λιονταριών» και «Μπάμπι» που διαπραγματεύονταν με αμεσότητα το θέμα του θανάτου), αλλά γιατί φαντάζουν ξένο σώμα ως προς το υπόλοιπο υλικό που είναι γεμάτο φωτεινά χρώματα και χαρούμενες εικόνες. Γενικά το σενάριο αποτελεί τον ορισμό της τσαπατσουλιάς. Ένδειξη αυτού του χαρακτηρισμού αποτελεί το πως το αντικείμενο που είναι το μακγκάφιν της πλοκής απλά συνιστά τέτοιο χωρίς αυτή η ιδιότητα να συνοδεύεται από κάποια επεξήγηση που να αναλύει γιατί αυτό είναι τόσο περιζήτητο από τους χαρακτήρες. Όλα αυτά τα προβλήματα «θάβουν» και τον γοργό ρυθμό που κάνει τη χρονική διάρκεια να κυλάει με σχετική άνεση μιας και το μυαλό τελικά εστιάζει σε αυτά την ώρα της παρακολούθησης και όχι στην ταχύτητα εναλλαγής των σκηνικών και της δράσης όπως θα επιθυμούσαν οι συντελεστές.

Δυστυχώς, ούτε το χιούμορ είναι ιδιαίτερα πνευματώδες ή έστω χαριτωμένο για να γίνει τουλάχιστον το φιλμ πιο εύπεπτο μέσα στο χάος που το διακρίνει. Από τους χαρακτήρες, μονάχα εκείνος του γέρικου γάτου είναι δομημένος με έναν τρόπο τέτοιο ώστε να προκύπτει μέσα από την ύπαρξή του κάποιο δραματουργικό ενδιαφέρον, η δε πλειοψηφία των άφθονων δευτεραγωνιστών κρίνεται ως μάλλον περιττή για την εξέλιξη της ιστορίας, έχοντας περισσότερο μια διακοσμητική αξία, και αυτή όχι ιδιαίτερα μεγάλη. Μάλλον μόνο οι πολύ μικρές ηλικίες ενδέχεται να καλυφθούν από το πακέτο που προσφέρεται εδώ, καθώς είναι γεγονός πως μέχρι και τα παιδιά από ένα σημείο κι έπειτα έχουν κάποια ορισμένα στάνταρ ως προς τι τα καλύπτει σαν θέαμα ή είναι ακόμη και για τα δικά τους δεδομένα «μωρουδίστικο». Οι ενήλικοι συνοδοί, δυστυχώς, επιβάλλεται να κατεβάσουν αισθητά τον πήχη των προσδοκιών για να είναι πιο ευχάριστη η εμπειρία.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

10 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *