Νέα Υόρκη, δεκαετία του 1950. Η 20χρονη Τερέζ Μπελιβέ εργάζεται ως υπάλληλος σε εμπορικό κέντρο του Μανχάταν και ονειρεύεται μια πιο ολοκληρωμένη ζωή, όταν στο διάβα της έρχεται η Κάρολ Ερντ, μια σαγηνευτική γυναίκα, αιχμάλωτη σε έναν μοναχικό γάμο. Καθώς μεταξύ τους ανάβει άμεσα μια φλόγα, η αθωότητα της πρώτης τους συνάντησης θα δώσει τη θέση της σε κάτι πιο βαθύ. Καθώς όμως η Κάρολ καταφέρνει να χωρίσει, ο Χαρτζ, ο σύζυγος της, απειλεί να τη βγάλει ανίκανη ως μητέρα όταν η σχέση της με την Τερέζ αποκαλύπτεται.
Σκηνοθεσία:
Todd Haynes
Κύριοι Ρόλοι:
Cate Blanchett … Carol Aird
Rooney Mara … Therese Belivet
Sarah Paulson … Abby Gerhard
Jake Lacy … Richard Semco
Kyle Chandler … Harge Aird
John Magaro … Dannie McElroy
Cory Michael Smith … Tommy Tucker
Carrie Brownstein … Genevieve Cantrell
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Phyllis Nagy
Παραγωγή: Elizabeth Karlsen, Christine Vachon, Stephen Woolley
Μουσική: Carter Burwell
Φωτογραφία: Edward Lachman
Μοντάζ: Affonso Goncalves
Σκηνικά: Judy Becker
Κοστούμια: Sandy Powell
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Carol
- Ελληνικός Τίτλος: Carol
Σεναριακή Πηγή
- Μυθιστόρημα: The Price of Salt της Patricia Highsmith.
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για Όσκαρ πρώτου γυναικείου ρόλου (Cate Blanchett), δεύτερου γυναικείου ρόλου (Rooney Mara), διασκευασμένου σεναρίου, φωτογραφίας, μουσικής και κοστουμιών.
- Υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα καλύτερης ταινίας (δράμα), σκηνοθεσίας, πρώτου γυναικείου ρόλου (Cate Blanchett και Rooney Mara) και μουσικής.
- Υποψήφιο για βραβείο Bafta καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας, πρώτου γυναικείου ρόλου (Cate Blanchett), δεύτερου γυναικείου ρόλου (Rooney Mara), σεναρίου, φωτογραφίας, σκηνικών, κοστουμιών και μακιγιάζ/κομμώσεων.
- Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Κανών. Βραβείο γυναικείας ερμηνείας (Rooney Mara) και Queer Φοίνικας.
Παραλειπόμενα
- Βασίζεται στο ημι-βιογραφικό μυθιστόρημα του 1952, The Price of Salt, με την Patricia Highsmith να το υπογράφει ως Claire Morgan. Το 1990, η ίδια η συγγραφέας εξέδωσε εκ νέου το βιβλίο υπό το πραγματικό της όνομα, και με νέο τίτλο, το Carol. Ο λόγος που είχε χρησιμοποιήσει ψευδώνυμο ήταν επειδή το βιβλίο το είχε απορρίψει ο κανονικός της εκδότης. Πάντως η Highsmith δεν πίστευε ότι θα γίνει μια ικανοποιητική ταινία, λόγω του έντονα υποκειμενικού του χαρακτήρα.
- Το σενάριο είχε ολοκληρωθεί από τη Phyllis Nagy (φίλη της Highsmith) ήδη από το 2002 (το είχε ξεκινήσει από το 1997), και επί 11 χρόνια η ταινία ήταν υπό παραγωγή (η παραγωγός Tessa Ross, αφεντικό του Film4, δήλωσε πως δίνονταν 11χρονη μάχη να γυριστεί) κυρίως λόγω της γκέι θεματικής του. Τον Μάιο του 2012, ανακοινώθηκε ότι θα το σκηνοθετήσει ο John Crowley με την Blanchett ως Κάρολ και τη Mia Wasikowska ως Τερέζ. Τον Μάιο του 2013, ανάλαβε ο Todd Haynes.
- Μέχρι να κατασταλάξει ως σχέδιο, Hettie MacDonald, Kenneth Branagh, Kimberly Peirce, John Maybury και Stephen Frears ήταν στους υποψήφιους να το σκηνοθετήσουν.
- Ο χαρακτήρας της Grace Kelly από τον Σιωπηλό Μάρτυρα ήταν η κεντρική έμπνευση επί του σεναρίου για την Κάρολ.
- Όταν ανέλαβε ο Haynes παρατήρησε πως το στόρι είχε συγγένειες με το κλασικό Σύντομη Συνάντηση (1945) του David Lean, και αποφάσισε να ακολουθήσει τη σκηνοθετική τεχνική του βρετανού μαιτρ.
- Η Rooney Mara είχε αρνηθεί αρχικά τον ρόλο της Τερέζ, επειδή ήταν εξαντλημένη από τα γυρίσματα του Το Κορίτσι με το Τατουάζ. Μια όμως της άρεσε τόσο το σενάριο όσο και η ιδέα να εργαστεί στο πλάι της Cate Blanchett, όταν έμαθε ότι σκηνοθέτης ήταν πλέον ο Todd Haynes, το είδε τελείως διαφορετικά.
- Ο οπτική της ταινίας δανείστηκε στοιχεία από φωτογραφίες των Ruth Orkin, Esther Bubley, Helen Levitt, Vivian Maier και Saul Leiter.
- Το αρχικό μοντάζ ήταν στις 2μιση ώρες, με βασικές σκηνές για το σενάριο να κόβονται. Ο Haynes δήλωσε για αυτό ότι καμία από αυτές δεν είχε κάτι το αρνητικό, αλλά το φιλμ ήταν υπερβολικά μεγάλο σε διάρκεια.
- Πολλοί ήταν αυτοί που μίλησαν ανοιχτά στα ΜΜΕ περί αδικίας στα Όσκαρ, εικάζοντας ότι η ακαδημία φοβόταν τις ταινίες που είχαν στο επίκεντρο γυναίκες, αλλά κι αυτές που αφορούσαν LGBT θεματική.
- Ήταν μια απόφαση της The Weinstein Company να διαγωνιστεί η Rooney Mara για τον δεύτερο και όχι για τον πρώτο ρόλο στα Όσκαρ, ώστε να μην έρθει σε κόντρα με τη συμπρωταγωνίστρια της, κάτι όμως που δυσαρέστησε την ηθοποιό.
- Γυρίστηκε με κάμερα Super 16 mm (για 35 mm φορμάτ) μέσα σε μόλις 34 ημέρες. Αυτό κράτησε χαμηλά το μπάτζετ, στα 11,8 εκατομμύρια δολάρια, με τις εισπράξεις να αποφέρουν 42,5.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Το σάουντρακ κυκλοφόρησε και σε διπλό δίσκο βινυλίου.
Κριτικός: Νάνσυ Μιχαηλίδου
Έκδοση Κειμένου: 31/7/2015
Βασισμένο στο μυθιστόρημα «Η Τιμή του Αλατιού» της Πατρίσια Χάισμιθ (Ο Ταλαντούχος Κύριος Ρίπλεϊ, Ο Άγνωστος του Εξπρές, Ένας Αμερικανός Φίλος κ.α.), το Carol διαδραματίζεται στη Νέα Υόρκη τη δεκαετία του 1950 κι ακολουθεί το χρονικό ενός απρόσμενου έρωτα ανάμεσα σε δυο γυναίκες. H 20χρονη Τερέζ Μπελιβέ (Ρούνεϊ Μάρα) εργάζεται ως υπάλληλος σε εμπορικό κέντρο του Μανχάταν όταν θα γνωρίσει τη σαγηνευτική μεγαλοαστή Κάρολ Ερντ (Κέιτ Μπλάνσετ), μια σύζυγο και μητέρα εγκλωβισμένη σε έναν αποτυχημένο γάμο. Από την πρώτη τους συνάντηση, μια σπίθα θα ανάψει μεταξύ τους και καθώς το ειδύλλιο εξελίσσεται, τα πράγματα ολοένα θα δυσκολεύουν, δοκιμάζοντας τα συναισθήματα των δυο γυναικών και κάνοντας τον απαγορευμένο τους έρωτα να φαντάζει καταδικασμένος.
Μια ταινία αψεγάδιαστη, με αρίστης ποιότητας πρώτες ύλες κι έναν σκηνοθέτη που δεν χάνει ποτέ τον προσανατολισμό του. Δυο ικανότατες πρωταγωνίστριες βρίσκονται στους πρωταγωνιστικούς ρόλους, η χωρίς συστάσεις Κέιτ Μπλάνσετ, η οποία σε κάθε σκηνή που εμφανίζεται μαγνητίζει, και μια Ρούνεϊ Μάρα -εδώ έχει υιοθετήσει το στυλ της Όντρεϊ Χέπμπορν- που καταφέρνει να σταθεί επάξια δίπλα σε έναν τέτοιου μεγέθους ερμηνευτικό ογκόλιθο. Ο Τοντ Χέινς, στην πρώτη του συνεργασία με την Μπλάνσετ στο I`m Not There, εκμεταλλεύτηκε την ανδρόγυνη πλευρά της για να τη μεταμορφώσει στον θρυλικό Μπομπ Ντίλαν, χαρίζοντάς της έτσι μία ακόμα υποψηφιότητα για Όσκαρ. Σ` αυτή τη δεύτερη κινηματογραφική τους συνάντηση, επιστρατεύει τη γοητεία της, τη θηλυκότητά της, αλλά και τη στόφα της σταρ που κουβαλάει, η οποία παραπέμπει σε ντίβες της δεκαετίας του 1950, παρουσιάζοντάς την απολύτως ακαταμάχητη. Τα βλέμματα και τα συναισθήματα που εκπέμπουν οι δυο ηρωίδες έχουν τον πρώτο ρόλο σ` αυτή την ταινία, με την κάμερα να λειτουργεί ως τα μάτια τους, ενώ συχνά η κινηματογράφηση πραγματοποιείται μέσα από καθρέφτες και τζαμαρίες, μετατρέποντας τον θεατή σε πομπό και δέκτη ενός επίμονου βλέμματος μέσω της αντανάκλασης. Τα φαινομενικά αθώα αγγίγματα προμηνύουν το υπόκωφο πάθος που πασχίζει να μείνει κρυφό, καθώς η υπόγεια ένταση, το σασπένς, αλλά και η αγωνία για το μέλλον αυτού του ρομάντζου συνεπαίρνουν το κοινό, που το παρακολουθεί από τη γέννηση μέχρι την κατάληξή του.
Η αγνή φύση ενός απαγορευμένου έρωτα που εξελίσσεται κόντρα στις κοινωνικές αντιλήψεις, βρίσκεται στο επίκεντρο και μάλιστα σε μια εποχή όπου η vintage αισθητική αποτελούσε ισχυρό καμουφλάζ για έναν λαό που βίωνε τις επιπτώσεις του μεταπολέμου και κάθε σπιτικό φρόντιζε να έχει την απαραίτητη βιτρίνα του. Ένας έρωτας λυρικός, που αποδίδεται με γενναιοδωρία από τις δυο πρωταγωνίστριες, χωρίς να κουκουλώνεται από το εικαστικό κομμάτι της ταινίας, το οποίο συνοδεύει αρμονικά, προσθέτοντας μια έξτρα δόση κομψότητας στο συνολικό αποτέλεσμα. Από την εξαιρετική καλλιτεχνική διεύθυνση, την ατμοσφαιρική φωτογραφία του Έντουαρντ Λάκμαν, τις ενδυματολογικές επιλογές της Σάντι Πάουελ ή τη μουσική του Κάρτερ Μπάργουελ, που ντύνει την ταινία με τρόπο που αναδεικνύει τις σιωπές της, όλα μοιάζουν να λειτουργούν άψογα ως μια άρτια συλλογική δουλειά που στόχο έχει να αναδείξει το μεγαλείο ενός έρωτα σε αντιδιαστολή με την υποκρισία μιας κοινωνίας που από τη δεκαετία του 1950 μέχρι σήμερα δεν φαίνεται να έχει διανύσει μεγάλα βήματα.
Βαθμολογία:
Κριτικός: Σταύρος Γανωτής
Έκδοση Κειμένου: 21/8/2016
Δεν σκηνοθετεί συχνά, αλλά όταν το κάνει, ο Τοντ Χέινς συνηθίζει να μας εκπλήσσει θετικά. Αυτή τη φορά αποποιείται το σινεφίλ κι ανεξάρτητο του ύφος, αλλά στα πλαίσια ενός ακαδημαϊκά ορθού σινεμά, κάνει θαύματα. Αφηγείται με «καθωσπρέπει» τρόπο μια αντισυμβατική ιστορία και μάλιστα αναφερόμενη σε μια εποχή που ένα τέτοιο ρομάντζο δοκιμάζει τα ήθη που γαλούχησαν τη συντηρητική Αμερική. Κάνει, δηλαδή, ένα ακόμα βηματάκι προς την ίδια κατεύθυνση με το δικό του, «Far from Heaven». Και να δείξεις όμως αδιαφορία για το κοινωνικό βάρος, δεν μπορείς να αγνοήσεις μια αέρινη ερμηνεία σαν της Κέιτ Μπλάνσετ, η οποία πράττει τα μέγιστα στο πλάι της επίσης καταπληκτικής Ρούνι Μάρα. Ο Χέινς δεν μοιάζει να θέλει να κάνει αριστούργημα, αλλά περισσότερο να ταράξει τα λιμνάζοντα νερά των λεγόμενων οσκαρικών ταινιών. Κάπως έτσι εξηγείται που η Ακαδημία δεν μπορούσε παρά να το προτείνει για έξι αγαλματάκια (όχι όμως για καλύτερη ταινία ή σκηνοθεσία), αλλά εντέλει να μην τολμήσει να του αποδώσει ούτε ένα.
Βαθμολογία: