Δύο φίλοι μοιράζονται το ίδιο δωμάτιο στη φοιτητική εστία, αλλά και την ίδια κοπέλα. Στα χρόνια που θα έρθουν, ο ένας θα την παντρευτεί και θα ζήσει μια ήσυχη οικογενειακή ζωή. Ο άλλος θα εξακολουθήσει να κάνει ευκαιριακούς δεσμούς. Όμως, κανένας από τους δύο δεν θα είναι ευχαριστημένος από τις σχέσεις του με τις γυναίκες.

Σκηνοθεσία:

Mike Nichols

Κύριοι Ρόλοι:

Jack Nicholson … Jonathan Fuerst

Art Garfunkel … Sandy

Candice Bergen … Susan

Ann-Margret … Bobbie

Rita Moreno … Louise

Carol Kane … Jennifer

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Jules Feiffer

Παραγωγή: Mike Nichols

Φωτογραφία: Giuseppe Rotunno

Μοντάζ: Sam O’Steen

Σκηνικά: Richard Sylbert

Κοστούμια: Anthea Sylbert

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Carnal Knowledge
  • Ελληνικός Τίτλος: Η Γνωριμία της Σάρκας

Κύριες Διακρίσεις

  • Υποψήφιο για Όσκαρ δεύτερου γυναικείου ρόλου (Ann-Margret).
  • Χρυσή Σφαίρα δεύτερου γυναικείου ρόλου (Ann-Margret). Υποψήφιο για πρώτο αντρικό ρόλο (Jack Nicholson) σε δράμα, και δεύτερο αντρικό ρόλο (Art Garfunkel).

Παραλειπόμενα

  • Το σενάριο γράφτηκε αρχικά για θεατρικό. Το έστειλε ο Jules Feiffer στον Mike Nichols, κι εκείνος επέλεξε ότι θα λειτουργούσε καλύτερα στο σινεμά.
  • Ο Mike Nichols αναζητούσε επί 6 μήνες την κατάλληλη Μπόμπι. Επί αυτού, απορρίφθηκαν ονόματα σαν τις: Jane Fonda, Raquel Welch, Ellen Burstyn, Natalie Wood και Dyan Cannon.
  • Η σκηνή της λογομαχίας ανάμεσα στους Jack Nicholson και Ann-Margret χρειάστηκε μία εβδομάδα για να γυριστεί. Μετά το πέρας της, οι δύο ηθοποιοί δεν μπορούσαν καν να μιλήσουν.
  • Η ταινία αντιμετώπισε προβλήματα με τον νόμο της πολιτείας της Τζόρτζια. Η ανοιχτή συζήτηση επί σεξουαλικών θεμάτων ήρθε σε προστριβή με την τοπική κοινότητα, με αρχική συνέπεια την καταδίκη ενός αιθουσάρχη, αλλά στη συνέχεια την αθώωση του από ανώτατο δικαστήριο της χώρας.
  • Το κείμενο περιέχει έναν ασυνήθιστα μεγάλο αριθμό από λέξεις τεσσάρων γραμμάτων.
  • Πρώτη φορά στην έβδομη τέχνη που εμφανίζεται ένα προφυλακτικό σε ταινία.
  • Στη Μεγάλη Βρετανία, όπως και σε αρκετές άλλες χώρες, το φιλμ πήρε τον χαρακτηρισμό του αυστηρώς ακατάλληλου.

Κριτικός: Σταύρος Γανωτής

Έκδοση Κειμένου: 25/7/2019

Είχε και δεν είχε δίκιο ο Mike Nichols που επέλεξε να κάνει κινηματογράφο το κείμενο του Jules Feiffer, και όχι θεατρικό όπως και προορίζονταν. Κι αυτό επειδή ο λόγος είναι ατόφια θεατρικός, θυμίζει χαρακτηριστικό off-Broadway, και ρέει με ρυθμό που αρκετούς θα δυσκολέψει. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν έχουμε καλό σινεμά, και ότι η εικονοποίηση του κειμένου δεν χαρακτηρίζει έναν δημιουργό που τότε βρίσκονταν σε δημιουργικό απόγειο, ακόμα κι αν με αυτή την ταινία το τερμάτισε.

Έχουμε ένα φιλμ που θα μπορούσε στις ΗΠΑ να το κάνει ο Bergman, ή αργότερα όταν αποφάσισε να σοβαρέψει, ο Woody Allen. Εκφράζει τα νέα ήθη της σεξουαλικής επανάστασης, αλλά με μια διακριτικότητα που περιορίζεται στο λεκτικό επίπεδο. Ακολουθώντας τους δύο κεντρικούς χαρακτήρες, βλέπουμε και την ωρίμανση του Αμερικανού επί αυτού του «νέου παιχνιδιού» που πλέον δεν ονομάζονταν απλά έρωτας, αλλά σεξ, και τις δύο αντίθετες αντιμετωπίσεις επί του θέματος. Και οι δύο όμως συγκλίνουν στο ότι όπως κι αν εκλάμβανε τον βίο του ένας νέος που μεγάλωσε εντός της εποχής Άικ μέχρι αυτής του ξεσπάσματος της εν λόγω επανάστασης, το σεξ αποτελούσε πλέον κυρίαρχο οδηγό πάνω στις έννοιες σχέση και οικογένεια. Ο Τζόναθαν είναι αυτός που θα σκλαβωθεί με τη νέα αυτή συνήθεια, μια και τον βοηθάει και το σεξαπίλ του, με συνέπεια να αιχμαλωτιστεί από τον ίδιο του τον εαυτό. Από την άλλη, ο Μπόμπι δεν έχει αυτό το λουκ που θα τον έκανε ακαταμάχητο, και αυτό εντέλει του δίνει την ευχέρεια να στραφεί και σε πιο πνευματικούς δρόμους, που εντέλει τον διασώζουν. Ναι, ισχύει το «η εμφάνιση είναι το παν» που θα εκφράσει σε κάποιο σημείο ο Τζόναθαν με εμπειρική αυτοπεποίθηση, αλλά μήπως αυτό είναι η μεγαλύτερη παγίδα;

Ο Nichols πετυχαίνει κάποια φοβερά πλάνα, παγώνοντας την κάμερα σε ένα πρόσωπο, παρότι ο διάλογος αφορά και άλλους εντός σκηνής. Ένα τρικ που πράγματι το θεατρικό σανίδι δεν μπορεί να πετύχει άμεσα, και αυτό μαζί με τον εξωφρενικά σταθερό ρυθμό χαρίζουν στο έργο μια σινεφιλική, ποιοτική οντότητα. Από την άλλη, οι ερμηνείες χτυπάνε οσκαρικό κόκκινο, αλλά πάντα παραπέμπουν σε σκηνή. Είναι όμως αυτή η λιτότητα στους χώρους και τον αριθμό ερμηνευτών που μικραίνει το φιλμ, και σε παραπέμπει άμεσα τόσο στις επιρροές του, όσο κι εκεί που ίσως θα άνηκε καλύτερα. Εκεί που οι συνεχείς διάλογοι μπορούν να αφομοιωθούν ακόμα ευκολότερα, και να μετρήσει ορθότερα η λεπτομέρεια στην κίνηση του ηθοποιού.

Ένα έργο που εντέλει χαρακτηρίζει την εποχή του για τη χώρα του, κρίνεται εύκολα διαχρονικό, και έχει μια λεπτή ποιότητα που δεν σε αφήνει αδιάφορο. Παρόλα αυτά, δεν έχει τον όγκο, πχ, μιας μπεργκμανικής Περσόνας, ενός εικονοκλαστικού Μανχάταν, ενός Κασαβέτη ή μιας αντίστοιχης διαλογικής ταινίας της Νουβέλ Βαγκ, μοιάζοντας εντέλει περισσότερο σαν πρόσθετος κρίκος και όχι μοναδικότητα.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

12 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *