Ο Ζαΐν, ένας μικρούλης Λιβανέζος, μηνύει τους γονείς του για το “έγκλημα” του ότι του έδωσαν ζωή. Όλα ξεκίνησαν από όταν ήταν πολύ μικρός, ως ένα παιδί με κότσια που τα κατάφερνε στους σκληρούς δρόμους και στα 12α του εγκατέλειψε τους αδιάφορους γονείς του, επιβιώνοντας πια ως άστεγος. Μέχρι που μια μετανάστρια από την Αιθιοπία, η Ραχίλ, του παρέχει άσυλο και φαγητό, ως αντάλλαγμα για να προσέχει το μωρό της. Αλλά ο Ζαΐν δεν θα αποφύγει τα χειρότερα.
Σκηνοθεσία:
Nadine Labaki
Κύριοι Ρόλοι:
Zain Al Rafeea … Zain
Yordanos Shiferaw … Rahil
Boluwatife Treasure Bankole … Yonas
Kawsar Al Haddad … Souad
Fadi Yousef … Selim
Haita ‘Cedra’ Izzam … Sahar
Nadine Labaki … Nadine
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Nadine Labaki, Jihad Hojeily, Michelle Keserwany
Παραγωγή: Michel Merkt, Khaled Mouzanar
Μουσική: Khaled Mouzanar
Φωτογραφία: Christopher Aoun
Μοντάζ: Konstantin Bock
Σκηνικά: Hussein Baydoun
Κοστούμια: Zeina Saab de Melero
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Capharnaum
- Ελληνικός Τίτλος: Καπερναούμ
- Διεθνής Τίτλος: Capernaum
- Διεθνής Εναλλακτικός Τίτλος: Chaos [ΗΠΑ]
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας (Λίβανος).
- Υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα ξενόγλωσσης ταινίας.
- Υποψήφιο για Bafta ξενόγλωσσης ταινίας.
- Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Κανών. Βραβείο επιτροπής και βραβείο οικουμενικής επιτροπής.
Παραλειπόμενα
- Ο παραγωγός Khaled Mouzanar έβαλε σε υποθήκη το σπίτι του για να μαζευτούν τα χρήματα για να γίνει η ταινία.
- Ο πρωταγωνιστής Zain Al Rafeea, που δάνεισε και το όνομα του στον χαρακτήρα του, είναι πρόσφυγας από τη Συρία. Μαζί με αυτόν, οι περισσότεροι που συμμετέχουν στις ερμηνείες είναι πρωτάρηδες, επειδή η σκηνοθέτις ήθελε να βγει ρεαλιστικό αποτέλεσμα. Η ίδια η Labaki, παρότι είναι ηθοποιός, κράτησε μονάχα έναν δεύτερο ρόλο για τον εαυτό της.
- Το αρχικό υλικό μετά τα γυρίσματα ήταν στις 12 ώρες. Χρειάστηκαν δύο χρόνια για να καταλήξουν στο τελικό μοντάζ.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 16/2/2019
Ποιος είπε ότι ο ιταλικός νεορεαλισμός είναι πλέον μουσειακό έκθεμα; Το νέο φιλμ της Nadine Labaki, δραστικά διαφορετικό σε ύφος συγκριτικά με τις προηγούμενες σκηνοθετικές της δουλειές, αντλεί άμεσα έμπνευση από το συγκεκριμένο, άκρως επιδραστικό κύμα μπολιάζοντάς το με τη σύγχρονη οπτική της εποχής της παγκοσμιοποίησης και το αποτέλεσμα είναι ένα ανηλεές σφυροκόπημα στις αισθήσεις και τη συνείδηση του θεατή, σε καμία περίπτωση όμως με τρόπο τέτοιο ώστε να κατατάσσεται σε μια μακροσκελής κατηγορία ταινιών όπου το σοκ καταλήγει να είναι αυτοσκοπός. Ταυτόχρονα φροντίζει να αποφύγει την επικίνδυνη παγίδα του αθέλητου ρατσισμού που θα μπορούσε να περιλαμβάνεται στον καταγγελτικό της λόγο μέσω κάποιων ιδιαίτερα καίριων σκηνών, κυρίως κατά τη διάρκεια της δίκης που εκτυλίσσεται στο παρόν του κινηματογραφικού χρόνου προσδίδοντας έτσι ουσιαστική αξία σε όλες τις κατηγορίες που αρθρώνει. Δεν υπάρχει κανένα φίλτρο, κανένα χρύσωμα του χαπιού στην πραγματική συνθήκη που αποτυπώνεται στο «Καπερναούμ»: η κατάδυση στην κόλαση είναι βαθιά και δεν υπάρχουν διαθέσιμα σωσίβια. Ακόμη και οι φαινομενικές ανάπαυλες είναι τόσο βυθισμένες μέσα στην απόγνωση του περιβάλλοντος του ανήλικου ήρωα που καταλήγουν να λειτουργούν περισσότερο ως μια μακάβρια υπενθύμιση του αναπόδραστου της κατάστασης στην οποία βρίσκεται. Όλη αυτή η ένταση μπορεί εύκολα να οδηγήσει κάποιον στο συμπέρασμα πως η Labaki εκβιάζει για το συναίσθημα και δεν θα είχε άδικο αν δεν ίσχυε το εξής: η ίδια δεν λέει εδώ ποτέ ψέματα.
Η κινηματογράφηση συμβαδίζει απόλυτα με το περιεχόμενο: η κάμερα κινείται με νεύρο, τα κοντινά επικρατούν και ποτέ δεν δίνεται η αίσθηση ενός καλλωπισμού, ενός αφύσικου στησίματος με στόχο την καλλιέπεια της εικόνας, μιας και μια τέτοια προσέγγιση θα ήταν κόντρα στο πνεύμα που επικρατεί και θα έδινε μια άσχημη εντύπωση πως μέλημα της σκηνοθέτιδος και σεναριογράφου είναι πρωτίστως να δρέψει καλλιτεχνικές δάφνες και δευτερευόντως να αναδείξει υπαρκτά κακώς κείμενα και να καλέσει σε ανοιχτό διάλογο γύρω από αυτά με αφορμή τη δημιουργία της. Στο πρόσωπο του κεντρικού ήρωα συνοψίζεται εύστοχα το μη προνομιούχο παιδί του 21ου αιώνα: γεμάτο κυνισμό αναγκαστικά για να επιβιώσει, πρόωρα ενήλικο σε νοοτροπία για τον ίδιο λόγο έχοντας αναπτύξει σε υπέρμετρο βαθμό μια νοημοσύνη «του δρόμου» και μια εφευρετικότητα που βρίσκεται διαρκώς σε εγρήγορση, ένας σκληρός χαρακτήρας στο περίβλημα για να προστατεύσει μια αθωότητα που βρίσκεται ακόμη μέσα του και η οποία σχεδόν ποτέ δεν εκδηλώνεται προς τα έξω. Δεν αποδέχεται παθητικά αυτό που του προετοιμάζει ο περίγυρός του, μάχεται, παίρνει πρωτοβουλίες και αναλαμβάνει ευθύνες δυσανάλογες της ηλικίας του, δεν περιμένει σωτήρες ως από μηχανής θεούς. Πρόκειται αναμφίβολα για ένα από τα πιο ειλικρινή και σπαρακτικά πορτραίτα ανήλικου χαρακτήρα των τελευταίων ετών στη συλλογική κινηματογραφική μνήμη.
Ακόμη και όταν πλησιάζει το φινάλε σαν να φανερώνεται μια κάποια διέξοδος και λύτρωση, αυτή δεν ακυρώνει τη φρίκη που έχει προηγηθεί. Μπορεί να επιτεύχθηκε μια νίκη μικρή, σε ατομικό επίπεδο, δεν διαφαίνεται όμως κάποια σωτηρία για το σύστημα που επιτρέπει να συνεχίζονται αδικίες σαν αυτές που ξετυλίχθηκαν πριν. Είναι μια κατάληξη που προκύπτει αρμονικά από τις εξελίξεις, μιας και η διαδρομή μέχρι αυτό το σημείο είναι τρομακτικά κακοτράχαλη και απρόβλεπτη, οπότε και μια «ανάσα» σαν αυτή που έρχεται κρίνεται αναγκαία και η οποία σοφά δεν επιλύει τα πάντα. Σε επίπεδο συναισθηματικής φόρτισης και πηγαίας συγκίνησης μετρημένα στα δάχτυλα του ενός χεριού φιλμ της τρέχουσας σεζόν αγγίζουν παρόμοια ύψη, με τη δύναμη των πολλών συγκλονιστικών στιγμών που εμπεριέχονται εδώ να συνοδεύει τη σκέψη για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά τη θέαση. Δεν πρόκειται για τουρισμό μιζέριας αλλά για κοινωνικό σίνεμα που στέκεται απέναντι στην προβληματική του με αξιοπρέπεια και δεν κάνει εκπτώσεις στο κοινό για να κερδίσει ευκολότερα φίλους. Τέτοιες αφυπνίσεις από τη νάρκη που ύπουλα επιβάλλει το αναπτυγμένο μπλοκ της υφηλίου είναι αναγκαίες γιατί θέτουν αφετηρίες για επόμενα βήματα που πρέπει να γίνουν, και όχι μονάχα σε καλλιτεχνικό επίπεδο.
Βαθμολογία: