Για πολλά χρόνια, η περιοχή Καμπρίνι-Γκριν ζούσε υπό τον τρόμο ενός αστικού μύθου, σχετικά με έναν υπερφυσικό ψυχοπαθή δολοφόνο που είχε γάντζο αντί για χέρι, και ο οποίος εμφανιζόταν σε όσους είχαν το κουράγιο να πουν το όνομά του πέντε φορές μπροστά στον καθρέφτη. Στο σήμερα, τίποτα δεν θυμίζει εκείνο το Καμπρίνι-Γκριν. Στην περιοχή θα μετακομίσει ένα νέο ζευγάρι: ένας εικαστικός καλλιτέχνης και η διευθύντρια μιας γκαλερί. Ενώ η καριέρα του άντρα δεν πηγαίνει καλά, θα συναντήσει τυχαία μια παλιά κάτοικο της περιοχής, η οποία τον εκθέτει στον μύθο του Κάντιμαν και σε όλα αυτά που το φάντασμα μπορεί προσφέρει στους τολμηρούς. Η αγωνία του ήρωα να εδραιωθεί στην καλλιτεχνική σκηνή του Σικάγο τον ωθούν σε μια μακάβρια συναλλαγή, με ανταλλάγματα που θα φέρουν ένα νέο κύμα βίας και τρόμου, και θα τον φέρουν αντιμέτωπο με ένα φρικτό πεπρωμένο.

Σκηνοθεσία:

Nia DaCosta

Κύριοι Ρόλοι:

Yahya Abdul-Mateen II … Anthony McCoy

Teyonah Parris … Brianna Cartwright

Nathan Stewart-Jarrett … Troy Cartwright

Colman Domingo … William Burke

Tony Todd … Daniel Robitaille/Candyman

Vanessa Williams … Anne-Marie McCoy

Rebecca Spence … Finley Stephens

Kyle Kaminsky … Grady Cartwright

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Jordan Peele, Win Rosenfeld, Nia DaCosta

Παραγωγή: Ian Cooper, Jordan Peele, Win Rosenfeld

Μουσική: Robert Aiki Aubrey Lowe

Φωτογραφία: John Guleserian

Μοντάζ: Catrin Hedstrom

Σκηνικά: Cara Brower

Κοστούμια: Lizzie Cook

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Candyman
  • Ελληνικός Τίτλος: Candyman

Άμεσοι Σύνδεσμοι

  • Candyman (1992)
  • Candyman: Αποχαιρετισμός στη Σάρκα (1995)
  • Candyman 3: Η Μέρα των Νεκρών (1999)

Σεναριακή Πηγή

  • Διήγημα (χαρακτήρας): The Forbidden του Clive Barker.
  • Σενάριο (χαρακτήρες): Candyman (1992) του Bernard Rose.

Παραλειπόμενα

  • Ο χαρακτήρας του Κάντιμαν προέρχεται από ένα διήγημα του Clive Barker από το 1985, που συμπεριλαμβάνονταν στο Volume Five της σειράς Books of Blood. Εκεί αναφέρεται ως αστικός μύθος, και πολλοί είναι αυτοί που τον εκλαμβάνουν ως έναν, αλλά στην πραγματικότητα βασίζεται με τη σειρά του στον παλιό αστικό μύθο της Bloody Mary.
  • Το φιλμ προσπερνάει τα δύο προηγούμενα σίκουελ, και είναι απευθείας συνέχεια του πρώτου μέρους του 1992.
  • Tony Todd και Vanessa Williams επιστρέφουν στους ρόλους τους από την ορίτζιναλ ταινία.
  • Αρχικά είχε ακουστεί το όνομα του Lakeith Stanfield για τον πρώτο ρόλο.
  • Όταν ο Yahya Abdul-Mateen II διαπραγματεύονταν να πάρει τον κεντρικό ρόλο, είχε παρερμηνευθεί ότι θα έπαιρνε αυτόν του Κάντιμαν. Ο Tony Todd τότε έστειλε μήνυμα “ευλογίας” στον νέο ηθοποιό, χωρίς να γνωρίζει ότι ο ρόλος ήταν δικός του.
  • Άλλαξε ημερομηνία πρεμιέρας τρεις φορές, λόγω της πανδημίας, με την αρχική να αφορούσε τον Ιούνιο του 2020.

Κριτικός: Λήδα-Ειρήνη Αδάμου

Έκδοση Κειμένου: 26/8/2021

O αστικός θρύλος του Candyman, ενός Αφροαμερικανού που βασανίζεται, εκτελείται από λευκούς (λόγω του απαγορευμένου του έρωτα με μια «όμοια» τους) και επιστρέφει ως εκδικητής, αναβιώνει στο κινηματογραφικό πανί υπό τη σφραγίδα Jordan Peele (τόσο στο σενάριο όσο και στην παραγωγή της ομώνυμης ταινίας).

Με δύο αποτυχημένες απόπειρες στο παρελθόν να δοθεί μια άξια λόγου συνέχεια στη φολκλόρ αναζήτηση που πρωτοξεκίνησε ο σκηνοθέτης Bernard Rose το 1992, το ρίσκο που παίρνει ο Peele να καταπιαστεί με τον μύθο, που αντλεί την θεματολογία του από την αφροαμερικάνικη λαϊκή παράδοση, μοιάζει τόσο παρακινδυνευμένο όσο και αναμενόμενο.

Με την ευρηματική συνεπώς Nia DaCosta (βλ. Little Woods) στο τιμόνι της σκηνοθεσίας, η dream-team του Νέου Μαύρου Σινεμά (και των «ανάστροφων» ειδώλων του εν προκειμένω) με το να ανασύρει τη φολκλόρ αυτή πια «ανάμνηση» και να την τοποθετήσει στο σήμερα εμπλουτίζοντας την ταυτόχρονα και μ’ ένα ισχυρό κοινωνικοπολιτικό μήνυμα, όχι μόνο κρατάει τον μύθο (εμβαθύνοντας περαιτέρω σ’ αυτόν) του Candyman ζωντανό, αλλά δομεί ίσως και το καλύτερο σίκουελ που θα μπορούσε να έπεται μιας αρχής που έκανε κάποτε ο Bernard Rose. Και φέρνει επίσης και την ίδια την DaCosta στην επιφάνεια, ως μια πολλά υποσχόμενη δημιουργό.

Σ’ ό,τι αφορά πάλι τους χαρακτήρες του φιλμ και πώς αυτοί ανταποκρίνονται στο όλο εγχείρημα, είναι κι αυτοί τόσο προσαρμοσμένοι στο τώρα όσο και αρμονικά συνδεδεμένοι με το τότε. Και παρόλο που το όλο στήσιμο τους μοιάζει όχι τόσο μελετημένο, και τα όρια της διαδρομής τους φαντάζουν δυσδιάκριτα, η τρίτη πράξη του δράματος έρχεται να μας δικαιώσει, μετουσιώνοντας την πάλαι ποτέ μεμονωμένη πράξη εκδίκησης σε κοινωνικοπολιτικό σχόλιο για μια συλλογική αντίσταση σε πρακτικές (από την εποχή των μαύρων δούλων ως σήμερα) εις βάρος της μαύρης φυλής, οι οποίες όπως δείχνουν και στο φιλμ δεν σταματούν να διαιωνίζονται. Η φράση συγκεκριμένα ενός εκ των πρωταγωνιστών (που υποδύεται ο William Burke) πως «ο Candyman δεν είναι ένας αλλά ολόκληρη η κυψέλη» συνοψίζει επακριβώς το κοινωνικοπολιτικό αυτό σχόλιο, το οποίο με ορόσημο την -εργάτρια- μέλισσα μπορεί όντως να προϋπήρξε ως ιδέα στην ταινία του Rose, αλλά είναι στο φιλμ της DaCosta που παίρνει σάρκα και οστά. Και αναδεικνύει από την άλλη τόσο τη βαθύτερη σχέση της σκηνοθετικής αυτής απόπειρας της νεαρής δημιουργού με το αυθεντικό Candyman, όσο και το πώς μια horror-movie από το παρελθόν δύναται κυριολεκτικά να μεταμορφωθεί, όταν μάλιστα πέσει στα χέρια μιας σκηνοθέτιδας η οποία (πέρα από τα εξαιρετικά δείγματα γραφής της) δείχνει να κλείνει και το μάτι σ’ αυτό που θα μπορούσε κανείς να αποκαλέσει «στρατευμένη τέχνη»…

Βαθμολογία:


Κριτικός: Σταύρος Γανωτής

Έκδοση Κειμένου: 21/9/2021

Να που υπάρχουν και γυναίκες δημιουργοί που πέρα από το ανεξάρτητο σινεμά, μπορούν να κινηθούν και στο mainstream χωρίς να χαρίσουν κάστανο. Ο λόγος φυσικά για τη Nia DaCosta, που θα μπορούσε κάλλιστα να αγχωθεί με τον όγκο της παραγωγής που καλέστηκε να αναλάβει, και να εξανάγκαζε τον εαυτό της να παραδώσει κάτι αποκλειστικά τρομακτικό και συμβατό με τους όρους που θέτει η χολιγουντιανή βιομηχανία.

Όπως καταλάβατε ήδη, δεν έχουμε ακόμα ένα σίκουελ-reboot-ριμέικ κτλ., αλλά μια ολοκληρωμένη δημιουργική ματιά που δεν διώχνει όμως και τον θεατή που αποζητά αποκλειστικά ψυχαγωγία. Ίσως μάλιστα με τη συσσώρευση τα τελευταία χρόνια αρκετών τέτοιων παραδειγμάτων, δημιουργείται και μια νέα «κάστα» θεατών, αυτή του «απαιτητικού θεατή των multiplex». Ωραία κουβέντα αυτή όμως, αλλά δεν είναι σωστό να ξεφύγουμε κι επί του κύριου θέματος…

Βασικά, έχουμε μια ταινία που σε προκαλεί να της βρεις ψεγάδια. Ψάχνοντας καλά, όντως μπορείς να της επιρρίψεις κάποιες στιγμές μερικής αδράνειας από τεχνικής άποψης, όλες βέβαια μέχρι να μπούμε στην τελική ευθεία. Αλλά ένα είναι αυτό που αξίζει κανείς να κάνει στάση και να διαβάσει προσεκτικότερα. Το τι είναι ο Κάντιμαν μπορεί φυσικά να το αντιληφθεί ο οποιοσδήποτε παρακολουθήσει ως το φινάλε το έργο. Ναι, είναι η έκρηξη μιας δικαιολογημένης απόλυτα οργής, που βρίσκει ακόμα και στις ημέρες μας πατήματα για να κόψει κεφάλια. Είναι ένας Μαύρος Πάνθηρας που παίρνει το όπλο και πυροβολεί ανεξέλεγκτα. Είναι ο οργισμένος διαδηλωτής που δεν στέκεται με σταυρωμένα χέρια όταν η αστυνομία δολοφονεί έναν μαύρο συνάνθρωπο του. Είναι όλοι αυτοί, όπως επιμένει και η παρομοίωση με τη μέλισσα και την κυψέλη. Και πάλι όμως επιστρέφω στο ερώτημα… τι είναι ο Κάντιμαν; Είναι άγγελος εκδίκησης, ή… έκπτωτος δαίμονας; Φοβάμαι πως είναι πολύ πιο κοντά στη δεύτερη αυτή ιδιότητα, και όλοι γνωρίζουμε τις συνέπειες της «τυφλής εκδίκησης». Μια εκδίκηση που όχι μόνο δεν προχωράει την ευημερία της μαύρης κοινότητας, αλλά μπορεί να ανοίξει έναν νέο γύρο πολέμου σε μια εποχή που ο μαύρος πληθυσμός στις ΗΠΑ έπρεπε να μάχεται για ισότητα και ισονομία στο πλάι των λευκών που συμφωνούν με τα δίκαια αιτήματα τους, κι όχι απέναντι τους. Ποιος τους είπε ότι οι μαύροι ήταν οι μόνοι που έχουν πονέσει τα τελευταία 300 χρόνια, και ποιος είπε ότι υπάρχει μονάδα μετρήσεως «πόνου», που δίνει το δικαίωμα σε κάποιους να εκδικούνται και μάλιστα επί ενόχων και αδίκων. Το να παλέψουν να πετύχουν να αναγάγουν την έννοια «μαύρος» ή «άσπρος» σε ασήμαντη όσον αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις προκαταλήψεις, τους πέρασε ποτέ από τον νου; Γιατί όσο αυτοί τονίζουν ότι είναι μαύροι, θα γεννιούνται άλλοι τόσοι που θα υιοθετούν την ταυτότητα του λευκού…

Κι εκεί είναι το ένα ατόπημα της ταινίας που έχει την ειδική σημασία του, και δεν διόλου τυχαίο πως στο σενάριο και την παραγωγή ξεχωρίζει το όνομα του Jordan Peele. Να κάνω εδώ και μια υπόνοια πως κάποιοι ποντάρουν εμπορικά πάνω στη διαιώνιση αυτού του φυλετικού μίσους, ακόμα κι από τη μαύρη πλευρά του;

Το φιλμ είναι τρομακτικό, είναι σκηνοθετικά άρτιο, είναι χαράς ευαγγέλιο για τους λάτρεις του καλού εμπορικού κινηματογράφου, είναι ανώτερο κι από τον προκάτοχο του, κι όλα αυτά δεν αλλάζουν. Αλλά άλλο να ανανεώνω με τόση πειστικότητα έναν αστικό μύθο σε σημείο που κρίνεται ικανός να γίνει πιστευτός και στην πραγματικότητα, και άλλο να εκθειάζω και με πολιτική πειθώ την αλόγιστη βία και τα μίση…

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

20 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *