Η ιστορία της κορυφαίας σε πωλήσεις βιογράφου διασημοτήτων (και γατόφιλης) Λι Ισραήλ, που έβγαζε τα προς το ζην κατά τη δεκαετία του 1970 και του 1980 καταγράφοντας τις ζωές διασήμων όπως Κάθριν Χέπμπορν, Ταλούλα Μπάνκχεντ, Εστέ Λόντερ και της δημοσιογράφου Ντόροθι Κιλγκάλεν. Στις αρχές των 1990, όταν πια η Λι δεν μπορούσε να εκδώσει πλέον τα έργα της καθώς θεωρούνταν ξεπερασμένα, μετέτρεψε την τέχνη της σε απάτη, με τη βοήθεια του πιστού της νέου φίλου Τζακ.

Σκηνοθεσία:

Marielle Heller

Κύριοι Ρόλοι:

Melissa McCarthy … Lee Israel

Richard E. Grant … Jack Hock

Dolly Wells … Anna

Jane Curtin … Marjorie

Anna Deavere Smith … Elaine

Stephen Spinella … Paul

Ben Falcone … Alan Schmidt

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Nicole Holofcener, Jeff Whitty

Παραγωγή: Anne Carey, Amy Nauiokas, David Yarnell

Μουσική: Nate Heller

Φωτογραφία: Brandon Trost

Μοντάζ: Anne McCabe

Σκηνικά: Stephen H. Carter

Κοστούμια: Arjun Bhasin

 

  • Κυριότερη Προβολή στην Ελλάδα: Διανομή στις αίθουσες.
  • Παγκόσμια Κριτική Αποδοχή (Μ.Ο.): Πολύ θετική.

Τίτλοι

Αυθεντικός Τίτλος: Can You Ever Forgive Me?

Ελληνικός Τίτλος: Θα Μπορούσες Ποτέ να με Συγχωρέσεις;

Σεναριακή Πηγή

  • Αυτοβιογραφία: Can You Ever Forgive Me? της Lee Israel.

Κύριες Διακρίσεις

  • Υποψήφιο για Όσκαρ πρώτου γυναικείου ρόλου (Melissa McCarthy), δεύτερου αντρικού ρόλου (Richard E. Grant) και διασκευασμένου σεναρίου.
  • Υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα πρώτου γυναικείου ρόλου (Melissa McCarthy) σε δράμα και δεύτερου αντρικού ρόλου (Richard E. Grant).
  • Υποψήφιο για Bafta πρώτου γυναικείου ρόλου (Melissa McCarthy), δεύτερου αντρικού ρόλου (Richard E. Grant) και σεναρίου.

Παραλειπόμενα

  • Το 2015 είχε ανακοινωθεί ότι τον πρώτο ρόλο θα τον έχει η Julianne Moore, και θα σκηνοθετεί η Nicole Holofcener. Άμεσα προστέθηκε στο καστ και ο Chris O’Dowd. Έπειτα, Moore και Holofcener επικαλέστηκαν δημιουργικές διαφορές και αποχώρησαν.

Εξωτερικοί Σύνδεσμοι

Κριτικός: Σταύρος Γανωτής

Έκδοση Κειμένου: 8/2/2019

Μια νέα δημιουργός, η Marielle Heller του «Ημερολογίου μιας Έφηβης», έρχεται να διδάξει στον αμερικανικό ανεξάρτητο κινηματογράφο κάτι που τείνει να ξεχάσει με τα χρόνια: την απλότητα. Αυτή είναι που χαρακτηρίζει από άκρο προς άκρο αυτή της τη δουλειά, προσφέροντας στον θεατή την άνεση να αντιληφθεί βαθιά τους χαρακτήρες, και να διεισδύσει με ενδιαφέρον σε μια ιστορία που θα μπορούσε υπό συνθήκες να απασχολεί μονάχα μία μικρή στήλη στις εφημερίδες. Γιατί το πιο φυσιολογικό, θα ήταν η ίδια η Λι Ίσραελ να αποκριθεί στον θεατή της εν λόγω ταινίας με κάποια φράση του στυλ «και εσάς τι σας νοιάζει;»…

Ο χαρακτήρας της Ίσραελ είναι το κλειδί του ύφους του έργου. Από τη μία είναι η αντισυμβατική γυναίκα που έχει χάσει το τρένο της ζωής, αλλά από την άλλη αυτό της βγαίνει τόσο φυσικά, με μια έλλειψη επιτήδευσης που τρομάζει. Κι αυτό επειδή είναι η καθημερινή γυναίκα κάποιων ιδιαιτεροτήτων, δεν είναι κάποια που τράβηξε τη ζωή της στα άκρα για να τη σαμποτάρει. Η Heller πετυχαίνει και παρουσιάζει τόσο αβίαστα αυτό τον χαρακτήρα, που θα απορούσε κάποιος συνάδελφος της περί του πώς θα μπορέσει να στηρίξει μια ταινία ολόκληρη πάνω της. Κι έρχεται για «ενίσχυση» ο Τζακ Χοκ, ένας «τελειωμένος» τύπος, σε χειρότερη κατά πολύ φάση από την Ίσραελ, για να τονώσει αυτό το πεδίο. Κι όμως, ούτε κι αυτός είναι ο παραδοσιακός αντι-ήρωας της ζωής, αλλά περισσότερο ένα απομεινάρι από άλλους χρόνους, κάτι σαν ξεπεσμένος αριστοκράτης που αναζητά τρόπους να κλείσει με μία-δύο σπίθες παραπάνω τον κύκλο της ασήμαντης ζωής του. Δύο ήρωες ενός περιθωρίου, χτισμένο αποκλειστικά για τους δυο τους, δίχως τους κανόνες ενός κατεστημένου περιθωρίου.

Η σκηνοθέτις επενδύει πάνω σε αυτή τη σεμνότητα, απλώνει όσο πιο απλά της βγαίνει τα σεναριακά της χαρτιά, και περνάει δίχως φανφάρες και στο προκείμενο: την απάτη. Όχι, η ταινία δεν αποκτά ξαφνικά αστυνομικό χαρακτήρα, μια και η περίφημη αυτή απάτη είναι μια φυσιολογική προέκταση για το δημιουργικό ποιον της Ίσραελ, κάτι που και η ίδια θα μαρτυρήσει στη σκηνή του δικαστηρίου. Η απάτη είναι αθώα, δεν κάνει επί της ουσίας κακό σε κανέναν, είναι για να πληρώσει λογαριασμούς και όχι για να στηρίξει κάποιον υπερβολικό βίο. Ένα ουίσκι έπινε πριν, ένα πίνει και τώρα…

Σε αυτό το σημείο, η Heller μοιάζει να ήθελε να δουλέψει περισσότερο πάνω στο δημιουργικό άχτι της ηρωίδας της, αλλά ως προς αυτό την προδίδει το ύφος της ταινίας. Θα έπρεπε να είναι πιο βαρύ σινεφιλικά, πιο εσωτερικό ψυχολογικά, μα έτσι θα χάναμε κι αυτό το δραμεντί ύφος που κατά τα άλλα εκφράζει την κατάσταση. Και μαζί, ίσως να πειράζονταν αυτές οι απέριττες και τόσο αθόρυβα σπουδαίες παρουσίες της Melissa McCarthy και του Richard E. Grant, που μοιάζουν γεννημένες για ένα τέτοιο είδους σινεμά. Μακάρι να απλώνονταν το στόρι και σε περισσότερες για αυτούς τριβές με δεύτερους χαρακτήρες, μα κι εδώ η Heller μοιάζει να μην έχει τον τρόπο να τους ενσωματώσει. Έρχονται στο προσκήνιο μικροί ρόλοι, όλοι έτοιμοι να προσφέρουν, αλλά όπως έρχονται, έτσι παρέρχονται, μην αφήνοντας κάποιο αληθινό στίγμα. Είναι σημεία που θα έλεγε κανείς ότι δεν θα έκανε κακό λιγάκι επιτήδευση στο σενάριο…

Επί του συνόλου, η ταινία είναι νικητής. Δεν κάνει αυτό τον μεγάλο κρότο για να τη μνημονεύεις για χρόνια, ούτε απλώνεται δραματουργικά για να αφήσει ιστορία. Είναι όμως μια ταινία με ροή, μια ταινία που κρατάει φιλική παρέα στον θεατή, ένα φιλμ που θα το αγαπήσεις για την ειλικρίνεια του και την έλλειψη μεγαλοστομίας. Ειδικά, όταν αντιληφθείς το πόσες Λι Ίσραελ, έτσι ακριβώς όπως το έργο την παρουσιάζει, κατοικούν σε αυτό τον κόσμο ολόγυρα μας…

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

11 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *