
Γολγοθάς
- Calvary
- 2014
- Ιρλανδία, Μ. Βρετανία
- Αγγλικά
- Δραματική, Δραματικό Θρίλερ, Δραμεντί, Μαύρη Κωμωδία
Σε ένα μικρό ιρλανδικό χωριό, ο πάτερ Τζέιμς Λαβέλ, ένας ιερέας με τη καλή θέληση να αλλάξει τον κόσμο, ακούει την εξομολόγηση ενός άντρας που λέει πως ένα παιδάκι κακοποιήθηκε πριν χρόνια από ιερωμένο. Τώρα, ο άντρας αυτός έχει αποφασίσει να σκοτώσει έναν οποιοδήποτε ιερέα και η επιλογή του είναι… ο Λαβέλ. Ο τελευταίος έχει πάρει διορία μία βδομάδα για να ξεκαθαρίσει τις υποθέσεις του κι ενώ δεν μπορεί να απευθυνθεί στην αστυνομία, μια και τον κρατάει το απόρρητο της εξομολόγησης.
Σκηνοθεσία:
John Michael McDonagh
Κύριοι Ρόλοι:
Brendan Gleeson … πάτερ James
Chris O’Dowd … Jack Brennan
Kelly Reilly … Fiona Lavelle
Aidan Gillen … Δρ Frank Harte
Dylan Moran … Michael Fitzgerald
Isaach De Bankole … Simon
M. Emmet Walsh … Gerald Ryan
Marie-Josee Croze … Teresa
Domhnall Gleeson … Freddie Joyce
David Wilmot … πάτερ Leary
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: John Michael McDonagh
Παραγωγή: Chris Clark, Flora Fernandez-Marengo, James Flynn
Μουσική: Patrick Cassidy
Φωτογραφία: Larry Smith
Μοντάζ: Chris Gill
Σκηνικά: Mark Geraghty
Κοστούμια: Eimer Ni Mhaoldomhnaigh
Κυριότερη Προβολή στην Ελλάδα: Home Cinema.
- Παγκόσμια Κριτική Αποδοχή (Μ.Ο.): Θετική.
Τίτλοι
Αυθεντικός Τίτλος: Calvary
Ελληνικός Τίτλος: Γολγοθάς
Κύριες Διακρίσεις
- Βραβείο οικουμενικής επιτροπής για το τμήμα Πανοράματος του φεστιβάλ Βερολίνου.
- Υποψήφιο για αντρική ερμηνεία (Brendan Gleeson) στα Ευρωπαϊκά Βραβεία.
- Καλύτερη ταινία, πρώτος αντρικός ρόλος (Brendan Gleeson) και σενάριο στα εθνικά βραβεία της Ιρλανδίας. Υποψήφιο σε ακόμα 3 κατηγορίες.
Παραλειπόμενα
- Brendan Gleeson και John Michael McDonagh συνέλαβαν τον χαρακτήρα του πάτερ Τζέιμς καθόσω γυρίζονταν το Εκτός Νόμου & Χρόνου (2011). Ο δεύτερος ξεκίνησε άμεσα το σενάριο, ενώ ο ηθοποιός έβαλε κι αυτός στοιχεία επί του χαρακτήρα, μια και ο ρόλος γράφονταν ειδικά για αυτόν.
- Η ταινία έχει μονάχα 12 δευτερεύοντες ρόλους, τον αριθμό των μαθητών του Ιησού.
Εξωτερικοί Σύνδεσμοι
Κριτικός: Πάνος Αχτσιόγλου
Έκδοση Κειμένου: 22/7/2014
Σε ένα μικρό, ξεχασμένο ιρλανδικό χωριό, εκεί που τα κύματα ασπρίζουν τους μαύρους βράχους και οι άνθρωποι στέκονται σε γκρεμούς κοιτάζοντας τη θάλασσα, ο πατέρας Τζέιμς ενημερώνεται κατά τη διάρκεια μιας εξομολόγησης ότι θα πεθάνει σε μια εβδομάδα. Θα τον σκοτώσει ένας άνθρωπος που επί χρόνια κακοποιούνταν σεξουαλικά από κάποιον καθολικό κληρικό. Ο συγκεκριμένος, όπως μας ενημερώνει και ο δράστης, δεν φταίει σε τίποτα, εξάλλου «το να σκοτώσεις έναν κακό παπά δεν σημαίνει και κάτι. Να σκοτώσεις όμως έναν καλό παπά, αυτό κι αν σημαίνει πολλά». Μετά το αρχικό σοκ, μη βρίσκοντας κάτι να πει, ο ιερέας προσπαθεί να βάλει σε τάξη τη ζωή του, τις σκέψεις του, τις σχέσεις με το ποίμνιο, αλλά και με την καταθλιπτική του κόρη, η οποία τον επισκέπτεται έχοντας πρόσφατα αποπειραθεί να αυτοκτονήσει. Παράλληλα, αναλαμβάνει να αναζητήσει, μαζί και ο θεατής, τον υποψήφιο δολοφόνο του. Γρήγορα, όμως, η αναζήτηση αυτή θα χαθεί μέσα στην ίδια την τραγικότητα των χαρακτήρων που μας συστήνονται και η εσωτερική καλοσύνη του ιδεολόγου κληρικού θα δοκιμαστεί από πάθη και πληγές του παρελθόντος, που σέρνονται πίσω από τις ζωές όλων, ακόμη και του ίδιου.
Ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος John Michael McDonagh επανέρχεται, μετά το 2011 και το «Εκτός Νόμου & Χρόνου», με έναν πιο ξεκάθαρο δραματικό τόνο, χωρίς ωστόσο να παραλείπει στοιχεία μαύρης κωμωδίας. Με βαθιά αγάπη για το ιδίωμα, τον τόπο και τον χρόνο, παραδίδει μια ταινία (προβλήθηκε για πρώτη φορά τον Ιανουάριο, στο φεστιβάλ Σάντανς) που στέκεται εκεί ακριβώς, στην άκρη της ανταριασμένης θάλασσας της Ιρλανδίας, μιας χώρας βασανισμένης από τα σεξουαλικά σκάνδαλα της εκκλησίας, κατεστραμμένης από την πολιτική και οικονομική κρίση, με ανθρώπους κυνικούς, απελπισμένους, χαμένους μέσα στον ίδιο τους τον αμοραλισμό. Ο σκηνοθέτης, αποκαλύπτοντας από την αρχή την ιδέα της βασικής πλοκής (καταπληκτικό το εισαγωγικό πρώτο πλάνο που απεικονίζει την αλλαγή των συναισθημάτων του πρωταγωνιστή), αναλαμβάνει να δώσει πραγματική διάσταση στην κεντρική ηθική φιγούρα, μέσω κυρίως των διαλόγων του Τζέιμς με τους ανθρώπους της πόλης. Φανερώνει βαθμιαία τα βάρη, προσωπικά αλλά και συλλογικά, που καλείται να σηκώσει ο βασανισμένος ιερέας, καταφέρνοντας παράλληλα να γκρεμίσει τα ήδη ετοιμόρροπα στερεότυπα ενός κοινωνικού ιστού που αδυνατεί να διακρίνει τη διαφορά ανάμεσα στην ουσία και την ιδιότητα. Το χιούμορ είναι καυστικό, μακάβριο, θυμίζοντας κάτι από το αναρχικό σύμπαν του Μπουνιουέλ, υποσκάπτοντας τόσο την ιδεολογική επιρροή της καθολικής εκκλησίας, όσο και την ίδια την αναζήτηση της πίστης. Στον σκοτεινό κόσμο του σκηνοθέτη, πιο ικανοποιημένος μοιάζει να είναι ο άθεος γιατρός του τοπικού νοσοκομείου (ανατριχιαστικός ο Aidan Gillen), ο οποίος αποδέχεται τον κλισέ ρόλο του, «αυτόν που δεν έχει και πολλές καλές ατάκες». Όλοι οι υπόλοιποι, από τον λυπημένο γέρο συγγραφέα και τον αναστατωμένο χασάπη, μέχρι τον επιθετικό μετανάστη μηχανικό και ιδιαίτερα τον αλαζονικό γαιοκτήμονα, μοιάζουν κομμάτια της ηθογραφίας της ιρλανδικής κλειστής κοινωνίας, που παλεύει με τους δαίμονές του παρελθόντος, αλλά και με την αγωνία, την αμφισβήτηση και την τυχαιότητα της ζωής. Αποκορύφωμα αποτελεί η σκηνή του βανδαλισμού του πίνακα του Χολμπάιν «Οι Πρέσβεις», διάσημου για το αναμορφικό του κρανίο, μια ξεκάθαρη υπενθύμιση της ανθρώπινης φθαρτότητας, της αναπόφευκτης πορείας προς τον θάνατο, του οποίου ο φόβος, όπως ο ίδιος ο Τζέιμς μάς παραδέχεται, αποτελεί για τους περισσότερους και πηγή πίστης. Ίσως μια από τις ελάχιστες αδυναμίες της ταινίας να είναι η σεναριακή αυταρέσκεια που μεταδίδει μερικές στιγμές, παρουσιάζοντας την οποιαδήποτε έλλειψη ευγένειας, ή ηθικής ακεραιότητας, ως έλλειψη πνευματικής καθοδήγησης. Παρόλα αυτά, καταφέρνει, κυρίως με την ψυχογράφηση του κεντρικού ήρωα, να αντιμετωπίσει με θάρρος τους δυσβάσταχτους προβληματισμούς τους οποίους θέτει.
Ο Brendan Gleeson, στον ρόλο του απογοητευμένου κληρικού, είναι στην καλύτερη στιγμή της καριέρας του. Επιτέλους αναλαμβάνει να σηκώσει όλη την ταινία στις πλάτες του και το καταφέρνει, προσπερνώντας ερμηνευτικά τον ίδιο του τον εαυτό. Πιο ώριμος από ποτέ, αυτός ο εξαιρετικός ρολίστας μετατρέπεται σε απόλυτο πρωταγωνιστή του φιλμ, ενσαρκώνοντας με μεγαλοπρέπεια κι οδύνη αυτόν τον κατατρεγμένο ευγενικό άνθρωπο που έχει αναλάβει μια σχεδόν αδύνατη αποστολή. Εναλλάσσει με εκπληκτικό τρόπο την οργή του με τη λογική και τη θλίψη, κατορθώνοντας να δώσει τη δική του διάσταση στους πλούσιους, σχεδόν θεατρικούς διαλόγους. Το βλέμμα του στέκεται με δέος μπροστά στο κρεμασμένο ράσο που μοιάζει αλληγορικά σαν την απαγχονισμένη ιδεολογική του επιρροή, ενώ διακρίνεται το εσωτερικό του μαρτύριο, απλά και μόνο στην ειλικρινή, ανθρώπινη παραδοχή ότι αισθάνεται περισσότερη συμπόνια για τον σκύλο του, παρά για τους κακοποιημένους από την εκκλησία ανθρώπους. Προσπαθώντας να απορροφήσει το δηλητήριο γύρω του, στέκεται με στωικότητα μπροστά στην καταιγίδα που είναι έτοιμη να ξεσπάσει, αντιπροσωπεύοντας το «καλό», που όμως παράδοξα παρουσιάζεται τόσο τραχύ, προβληματικό και πικραμένο.
Με μια υπέροχη φωτογραφία και ένα ατελείωτο ρέκβιεμ ως μουσική επένδυση, το «Calvary» είναι, ίσως εδώ και καιρό, το σημαντικότερο ιρλανδέζικο φιλμ. Μια καταπληκτική δημιουργία που αλλάζει απότομα πορεία, από το ιερό στο βλάσφημο, από το θεϊκό στο καταραμένο. Μοιάζει να κυλάει αργά, αλλά κάθε σχεδόν σκηνή αποτελεί πλήγμα στην ακεραιότητα του θεατή. Ψάχνοντας απελπισμένα την εξιλέωση και την κάθαρση από τις ενοχές, αναζητώντας τον ληστή που σταυρώθηκε και όχι αυτόν που σώθηκε, μοιάζει να κινείται μέσα στη λάσπη και τον ηθικό βασανισμό, βγαίνοντας στο τέλος αλώβητη, σχεδόν απαστράπτουσα.
Βαθμολογία: