Ο Τζόνι και ο νεαρός ανιψιός του αναπτύσσουν μια εύθραυστη σχέση που επιφέρει αλλαγές, όταν, εντελώς απροσδόκητα, θα βρεθούν παρέα σε αυτή την ευαίσθητη και βαθιά συγκινητική ιστορία γύρω από τη σύνδεση ανάμεσα στους ενήλικες και τα παιδιά, το παρελθόν και το παρόν.

Σκηνοθεσία:

Mike Mills

Κύριοι Ρόλοι:

Joaquin Phoenix … Johnny

Woody Norman … Jesse

Gaby Hoffmann … Viv

Scoot McNairy … Paul

Molly Webster … Roxanne

Jaboukie Young-White … Fernando ‘Fern’

Deborah Strang … Carol

Keisuke Hoashi … Δρ Hora

Gita Reddy … Δρ Rao

Elaine Kagan … Sarah Klein

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Mike Mills

Παραγωγή: Chelsea Barnard, Andrea Longacre-White, Lila Yacoub

Μουσική: Aaron Dessner, Bryce Dessner

Φωτογραφία: Robbie Ryan

Μοντάζ: Jennifer Vecchiarello

Σκηνικά: Katie Byron

Κοστούμια: Katina Danabassis

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: C’mon C’mon
  • Ελληνικός Τίτλος: Η Ζωή Συνεχίζεται

Κύριες Διακρίσεις 

  • Υποψήφιο για Bafta δεύτερου αντρικού ρόλου (Woody Norman).

Παραλειπόμενα

  • Πρώτος ρόλος για τη Molly Webster, που εργάζεται ως ραδιοφωνική ρεπόρτερ.
  • Επανεμφάνιση του Joaquin Phoenix από το 2019 και την οσκαρική του επιτυχία με το Joker. Αυτή είναι και η πρώτη του ασπρόμαυρη ταινία.

Κριτικός: Δημήτρης Μπαμπούλης

Έκδοση Κειμένου: 8/12/2021

Ο Τζον είναι ραδιοφωνικός παραγωγός και ετοιμάζει ένα πρότζεκτ στο οποίο παίρνει την άποψη παιδιών για τον κόσμο και το μέλλον του. Παράλληλα, αποφασίζει να προτείνει στην αδερφή του, Βιβ, να προσέχει τον γιο της, Τζέσι, όταν εκείνη θα χρειαστεί να λείψει για λίγες μέρες από το σπίτι της στο Λος Άντζελες. Ο Τζον θα πρέπει να καταφέρει να ανταπεξέλθει σε όλα αυτά, ενώ προσπαθεί να καλύψει και μια σειρά από παλιές «πληγές».

Ο Mike Mills, μετά το οσκαρικό «Υπέροχες Γυναίκες» και εμπνευσμένος και πάλι από την οικογένεια, προσφέρει στο κοινό την ταινία «Η Ζωή Συνεχίζεται» σε παραγωγή της A24. Η επιλογή που κάνει για να αφηγηθεί τη νέα του ιστορία είναι σε χρώμα ασπρόμαυρο, με απότομα cuts και αρκετό voice-over, το οποίο ανά διαστήματα θυμίζει καθαρό mockumentary ιδιαίτερα στις στιγμές με τις πραγματικές συνεντεύξεις από τα παιδιά. O Mike Mills αναμειγνύει τον χρόνο σε αρκετά σημεία ανάμεσα σε παρελθόν και παρόν, και με αρκετά αργή αφήγηση -παρά τα γρήγορα cut- ξεδιπλώνει την ιστορία των πρωταγωνιστών, τα προβλήματα τους και τις σχέσεις τους. Ο σκοπός του είναι να δημιουργήσει μια ταινία για τις ανθρώπινες σχέσεις και για το πώς είναι να μεγαλώνεις ένα παιδί.

Αυτό που ξεχωρίζει μέσα στην ταινία είναι η ειλικρίνεια με την οποία την κάνει ο δημιουργός της. Χωρίς υπερβολές και ιδιαίτερες φαμφάρες, καταφέρνει να μας μεταφέρει τις σχέσεις μεταξύ των πρωταγωνιστών, τις σχέσεις που ήδη υπάρχουν αλλά κι εκείνες που δημιουργούνται. Ο Τζόνι έχει πάρει απόσταση από την αδερφή του για αρκετά χρόνια, ενώ δεν έχει ουσιαστική σχέση με τον ανιψιό του. Όταν θα αναλάβει να προσέχει τον ανιψιό, λοιπόν, βλέπουμε μια σχέση να δημιουργείται από την αρχή σε ένα άβολο, αρχικά, περιβάλλον και έπειτα να δυναμώνει και να εξελίσσεται. Η χημεία μεταξύ του Joaquin Phoenix και του Woody Norman είναι εκπληκτική και βγαίνει με φυσικότητα. Σε μεγάλο βαθμό βοηθάει και η ελευθερία που είχε ο Phoenix για αυτοσχεδιασμό, πράγμα που μπορεί εύκολα να διακρίνει κανείς, με ουσιαστικά τον ταλαντούχο ηθοποιό να φαίνεται ότι αντιδράει απλά στο κείμενο σε πολλές από τις σκηνές της ταινίας.

Γενικά, η ταινία δεν προσπαθεί να μεταφέρει κάποιο μήνυμα το οποίο δεν έχει ξαναειπωθεί, δηλαδή ότι οι ανθρώπινες σχέσεις λειτουργούν όταν εκφράζεις με ειλικρίνεια τα συναισθήματα σου στα κοντινά σου άτομα ή τις δυσκολίες που έχει το να είσαι γονιός ή κηδεμόνας, όμως ο τρόπος που το μεταφέρει την κατατάσσουν στις καλύτερες της συγκεκριμένης θεματολογίας. Όσο η σχέση χτίζεται από το μηδέν, βλέπουμε και τους δύο βασικούς μας χαρακτήρες να μαθαίνουν και να ωριμάζουν συναισθηματικά. Οι διάλογοι είναι γραμμένοι με απλότητα αλλά καταφέρνουν να «χρωματίσουν» μέσα από την αλληλεπίδραση των χαρακτήρων και των όσων βιώνουν τις ασπρόμαυρες σκηνές της ταινίας.

Σίγουρα, στα αρνητικά της ταινίας είναι οι ευκολίες που κάπως εμφανίζονται σαν δικαιολογίες για να παραμείνουν οι δύο χαρακτήρες μαζί για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Επιπλέον, ο γραμμένος χαρακτήρας του Τζέσι έχει εξόφθαλμη διαφορά στην ομιλία του και σε όσα λέει με τα υπόλοιπα παιδιά, τα οποία απαντούν στις πραγματικές συνεντεύξεις που πήρε ο Joaquin Phoenix. Οι συνεντεύξεις επίσης βοηθούν την υπόθεση, καθώς μέσα από κοινότυπες ερωτήσεις για το μέλλον του πλανήτη, για το μέλλον των ίδιων των παιδιών, βλέπουμε πόσο απλά σκέφτονται και πώς βλέπουν ένα άσχημο στην πλειονότητα μέλλον. Αυτό σε συνδυασμό με τη δύσκολη ενηλικίωση του Τζέσι λόγω κάποιων δυσκολιών της οικογένειας, μας οδηγούν στον τίτλο της ταινίας όπου όσο στη ζωή μας γίνονται πράγματα που δεν έχουμε υπολογίσει και εμφανίζονται εμπόδια, πρέπει να αποδεχτούμε ότι η «η ζωή συνεχίζεται».

Συνεπώς, η «Ζωή» είναι μια απλή και ταυτόχρονα ιδιαίτερη ταινία, καθώς ο Mike Mills βάζει την προσωπική του υπογραφή για ακόμη μία φορά, επιλέγοντας έναν καθόλου συνηθισμένο τρόπο για την κινηματογράφηση της. Το ασπρόμαυρο χρώμα, αλλά και η αισθητική του mockumentary δένουν εξαιρετικά με τις σύντομες και κοφτές σκηνές της ταινίας. Η εξέλιξη της υπόθεσης και η ανάπτυξη των χαρακτήρων γίνεται σε πιο αργό ρυθμό, πράγμα που βοηθά τις σχέσεις μεταξύ των χαρακτήρων να δημιουργηθούν όσο ο θεατής παρακολουθεί, και να τον πείσουν για τους δεσμούς που αναπτύσσονται μεταξύ των προσώπων. Σίγουρα υπάρχουν αδυναμίες στην ταινία, αλλά το αποτέλεσμα είναι ιδιαίτερα ρεαλιστικό και συγκινητικό. Επιπλέον, οι ερμηνείες είναι εξαιρετικές και φυσικές, πράγμα στο οποίο βοήθησε και ο αυτοσχεδιασμός των ηθοποιών και ιδιαίτερα του Joaquin Phoenix. Όλα αυτά «ντυμένα» με απλότητα και χωρίς σεναριακές υπερβολές που θα εκμαίευαν συναισθήματα, και κυρίως χωρίς μελοδραματισμούς.

Βαθμολογία:


Κριτικός: Φίλιππος Χατζίκος

Έκδοση Κειμένου: 14/1/2022

Ο Τζόνι είναι ένας ραδιοφωνικός παράγωγος που παίρνει συνεντεύξεις από παιδιά σε όλη την επικράτεια των ΗΠΑ, θέτοντας τους ερωτήσεις για τη ζωή, το μέλλον ή την καθημερινότητά τους. Ενώ βρίσκεται στο Ντιτρόιτ δέχεται ένα τηλεφώνημα από την αδερφή του, με την οποία έχει απομακρυνθεί μετά τον θάνατο της μητέρας τους. Του ζητά να προσέχει για λίγο καιρό τον εννιάχρονο γιο της, τον Τζέσι, προκειμένου να επισκεφθεί τον πάσχοντα από οξεία διπολική διαταραχή σύζυγό της. Έτσι, ο Τζόνι μεταφέρεται στο Λος Άντζελες και αποκτά έναν απρόσμενο συνοδοιπόρο στις περιπλανήσεις του.

Ως δημιουργός χαρακτηριστικής ευαισθησίας απέναντι στους χαρακτήρες του και αφάνταστης κατανόησης για τη σωρεία των ανθρώπινων λαθών που ορίζουν τις σχέσεις, ο Μάικ Μιλς προσθέτει με τη διακριτική παρουσία του ένα σημαντικό γαλόνι στη στολή του αμερικανικού ανεξάρτητου σινεμά. Εδώ και πάνω από μία δεκαετία, παραμένει προσηλωμένος σε μία λογοτεχνίζουσα αφήγηση μέσω της οποίας επιδιώκει να εξερευνήσει με τρυφερότητα τα βάθη των αντιφάσεων σε μια σειρά από χαρακτήρες που μοιάζουν πρόθυμοι και συγχρόνως ανήμποροι να διαβούν την τέφρα των συναισθηματικών τους αδιεξόδων. Μετά το «Beginners» και το «20th Century Women», λοιπόν, το «C’mon C’Mon» συνιστά μάλλον το πεδίο όπου οι αρετές του γνωρίζουν την ωριμότερη και εναργέστερη έκφρασή τους.

Μέσω του Τζόνι, ο οποίος εντάσσεται αμιγώς στο παραπάνω χαρακτηρολογικό πλαίσιο, ο Μιλς εκθέτει στοργικά τις απογοητεύσεις της ενήλικης ζωής, τα ασήκωτα φορτία της, τα σταυροδρόμια όπου μπορεί δύο αγαπημένοι άνθρωποι να πικράνουν ο ένας τον άλλον, την αδυναμία μας να επικοινωνήσουμε μεταξύ μας μέσα στις δαιδαλώδεις πόλεις μας, τις σιωπές που αντικαθιστούν τις εκρήξεις μας. Επιπλέον, τα αντιπαραβάλλει όλα με την παιδική ματιά (τόσο μέσω των απαντήσεων στις συνεντεύξεις όσο και ευθέως μέσω του μικρού Τζέσι), με την αφοπλιστική ευθύτητα και την απλότητα που τσακίζει κόκκαλα και δεν γνωρίζει υπεκφυγές, που ξέρει ενστικτωδώς να αναγνωρίζει πότε ο ενήλικας υπεκφεύγει φλυαρώντας και πότε όντως αφήνει μία χαραμάδα στην ψυχή του.

Μαζί με την εξοντωτική ενεργητικότητα, την παιχνιδιάρικη απειθαρχία και την υψηλή συναισθηματική οξύνοια που προξενεί άβολες καταστάσεις, ωστόσο, τα πλάσματα αυτά διαθέτουν ένα υπερπολύτιμο χάρισμα που τόσο λείπει από τους «μεγάλους»: η ίδια η παρουσία τους καλεί σε συμφιλίωση, σε συγχώρεση αλλήλων. Είναι μία έμβια πρόσκληση για τόπο στην οργή, φτάνει να είσαι εκεί για να τη λάβεις. Με άλλες λέξεις, είναι ένας πειστικός λόγος για να γίνει κανείς καλύτερος άνθρωπος, να μη το βάλει κάτω, να πιάσει αυτό το μικροκαμωμένο χέρι βοήθειας και να συνεχίσει να προσπαθεί.

«Πως να κρυφτείς απ’ τα παιδιά; Έτσι κι αλλιώς τα ξέρουν όλα». Ο Τζόνι, έκθετος καθώς αφήνεται απέναντι στην ορμητική και ανίκητη παιδική ευθυκρισία του ανιψιού του, επιλέγει να διαβεί το δρόμο που του ανοίγεται, να πλησιάσει ήσυχα το μέρος όπου έχει καταχωνιάσει τις πίκρες του και να ελευθερώσει τις δυναμικές τους. Η διαδρομή κάθε άλλο παρά βατή είναι ∙ είναι ενήλικη σύμβαση η καταπίεση των συναισθημάτων, επιτρέπει τη ψευδαίσθηση της ομαλότητας στην πορεία της ζωής. Ο Μιλς κινηματογραφεί τον χαρακτήρα συχνά μόνο και έτσι αποσπά κάθε λεπτομέρεια της μεγαλειώδους ερμηνείας του Χοακίν Φίνιξ, που εσωτερικεύει τη μοναξιά του με εκπληκτική φυσικότητα.

Όσο οι δυο τους αφουγκράζονται τις πόλεις που περνούν, με την ταινία να θυμίζει μία γλυκιά άσκηση πάνω στο ύφος της «Αλίκης στης Πόλεις» του Βιμ Βέντερς, οι χώροι αποκτούν την κινηματογραφική διάσταση που τους αρμόζει. Κάθε πόλη και κάθε χώρος είναι πατρίδα μίας μνήμης, μίας ψυχικής διεργασίας που φέρνει τους δύο σε μία κατάσταση που σημαδεύει τη σχέση τους. Ο Μιλς επιμένει πολύ την κινηματογράφηση των χώρων, και έτσι μετατρέπει αυτό το δράμα χαμηλών οικογενειακών εντάσεων σε μία αφήγηση του σύγχρονού πολύβουου αστικού βίου. Τα πάντα τελούν υπό τους ήχους των πόλεων που γοητευμένος καταγράφει ο μικρός, τα κτίρια, οι γέφυρες, η βοή των δρόμων στέκουν μάρτυρες της υπόσχεσης του Τζόνι προς τον ανιψιό του: «δε θα ξεχάσεις γιατί θα είμαι εδώ να σου θυμίζω», μία υπόσχεση παρουσίας που έχει περισσότερη αξία για αυτόν που την εκφωνεί.

Το μελαγχολικό ασπρόμαυρο κάδρο της ταινίας επιμελείται ο πανάξιος Ρόμπι Ράιαν και η επιλογή του Μιλς είναι πολύ ενδιαφέρουσα, δεδομένου ότι έχει δώσει πολύχρωμα δείγματα γραφής στη προηγούμενη φιλμογραφία του. Εν προκειμένω πάντως φαντάζει σχεδόν μονόδρομος, αφού η ποιητική αύρα των παύσεων στη ροή της ταινίας εκτινάσσεται ως προς τη συναισθηματική της ένταση από την ασπρόμαυρη εικόνα, που δεν έχει τίποτα το υπερφίαλο ή ψυχρά καλογυαλισμένο στην όψη της. Ακόμα και στις στιγμές που αφήνεται να ανασάνει και να αγκαλιάσει τον χαρακτήρα του mood piece που την ορίζει, η ταινία παραμένει μεγαλόκαρδη και ανεπιτήδευτα ευαίσθητη.

Είναι τόσο σύνθετη η ζωή των ενηλίκων της ταινίας και αυτό γιατί έχουν μάθει να μην απαντάνε στις δύσκολες ερωτήσεις που θέτει ο Τζέσι. Μηχανεύονται συνεχώς τρόπους να ξεγλιστρήσουν, μεθόδους να εξηγήσουν με λόγια «κατάλληλα για παιδιά» τις πολωμένες καταστάσεις τους. Φοβούμενοι να μην ανοίξουν έναν υποτιθέμενο ασκό του Αιόλου, βυθίζονται συνεχώς σε περισσότερη εσωστρέφεια, οικτίρουν εαυτούς για τα λάθη τους και διατυμπανίζουν τις καλές προθέσεις τους για να απαλύνουν τον πόνο τους. Και όμως, η ζωή συνεχίζεται και δε σκοντάφτει στα ανθρώπινα σφάλματα, ούτε αξιώνει μονάχα αλάθητους. Θέλει να μαζέψει κανείς τα κουράγια του και να μη σταματήσει να προσπαθεί για τους ανθρώπους του. Ή ίσως απλώς να είναι εκεί.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

21 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *