Μετά από πολλές άκαρπες προσπάθειες να συλλάβει, τα όνειρα της Τόρι γίνονται πραγματικότητα με τον ερχομό ενός μυστηριώδους μωρού. O Μπράντον μοιάζει να ενσαρκώνει ό,τι επιθυμούσε η Τόρι και ο σύζυγος της, Κάιλ. Είναι έξυπνος, ταλαντούχος και γεμάτος περιέργεια για τον κόσμο. Αλλά όσο πλησιάζει την εφηβεία, ο Μπράντον εκδηλώνει σκοτεινές δυνάμεις και η Τόρι αμφιβάλλει για τον ίδιο της τον γιο. Όταν ο νεαρός αρχίσει να συμπεριφέρεται τρομαχτικά, οι πιο κοντινοί του βρίσκονται σε μεγάλο κίνδυνο, αφού από παιδί θαύμα μεταμορφώνεται σε μοχθηρό αρπακτικό.
Σκηνοθεσία:
David Yarovesky
Κύριοι Ρόλοι:
Jackson A. Dunn … Brandon Breyer/Brightburn
Elizabeth Banks … Tori Breyer
David Denman … Kyle Breyer
Matt Jones … Noah McNichol
Meredith Hagner … Merilee McNichol
Jennifer Holland … Δις Espenschied
Steve Agee … EJ
Becky Wahlstrom … Erika Connor
Gregory Alan Williams … σερίφης Deever
Michael Rooker … Big T
Stephen Blackehart … Travis
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Brian Gunn, Mark Gunn
Παραγωγή: James Gunn, Kenneth Huang
Μουσική: Tim Williams
Φωτογραφία: Michael Dallatorre
Μοντάζ: Andrew S. Eisen, Peter Gvozdas
Σκηνικά: Patrick M. Sullivan Jr.
Κοστούμια: Autumn Steed
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Brightburn
- Ελληνικός Τίτλος: Brightburn: Ζωντανή Κόλαση
Παραλειπόμενα
- Η ταινία ανακοινώθηκε τον Δεκέμβριο του 2017 με παραγωγό τον James Gunn, λίγο πριν τον αποσύρει η Disney από το Guardians of the Galaxy Vol. 3 (λόγω προσβλητικών tweets), παρότι έπειτα ξανατοποθετήθηκε στην εκεί θέση του μετά από απαίτηση των φαν. Προκάλεσε όμως την ακύρωση της προώθησης της ταινίας στο San Diego Comic-Con του 2018. Το σενάριο το ανάλαβαν ο αδελφός του, Brian, και ο ξάδελφος του, Mark, περιγράφοντας το ως μια σκοτεινή εκδοχή της ιστορίας του Σούπερμαν.
- Η κατάρρευση κτηρίου στη mid-credits σκηνή προέρχεται από αληθινό υλικό από τον Καναδά.
- Το 2019, ο David Yarovesky είχε δηλώσει πως εάν η ταινία πήγαινε καλά, θα επεκτείνονταν σε σύμπαν ταινιών. Ήδη μάλιστα από τους τίτλους υπάρχει αναφορά που συνδέει το φιλμ με το Super του 2010. Το φιλμ εντέλει δεν έκανε κάποια μεγάλη επιτυχία στα ταμεία, αλλά ο James Gunn είχε εμφανιστεί αισιόδοξος για τη συνέχεια του, λέγοντας όμως ότι δεν είχε ακόμα χρόνο για να ασχοληθεί.
Κριτικός: Σταύρος Γανωτής
Έκδοση Κειμένου: 31/8/2019
Δεν υπάρχει φυσικά εδώ ούτε κάτι το περίεργο, ούτε βέβαια και το αθέμιτο με τη γέννηση ενός υπερήρωα καθαρά θριλερικής χρήσης. Δεν είναι καν θέμα πληρώματος χρόνου, απλά έχουμε το πιο σύγχρονο κραταιό είδος κινηματογράφου, και δεν θα φανεί σε κανέναν περίεργο να δούμε σε λίγο κι έναν υπερήρωα σε ιψενικό δράμα. Έτσι, παρότι η ταινία επικαλείται την πρωτοπορία της για να γίνει cult, μάλλον αυτή ήρθε σε εποχή που λίγοι θα δώσουν σημασία. Όλοι ήθελαν απλά μια καλή ταινία.
Και καλή ταινία δεν είχαν… Ο μικρός από κινηματογραφικές εμπειρίες David Yarovesky ποντάρει στο ότι έχει στα χέρια του μια «καινή» ιδέα, αλλά επαναπαύεται υπερβολικά πάνω σε αυτό, αγνοώντας επιδεικτικά αυτά που είπαμε παραπάνω. Αυτό που τον «καρφώνει» για τις προθέσεις του, είναι το σενάριο. Χωρίς πολύ-πολύ κόπο, δανείζεται την κλασική όσο και πλέον πεπαλαιωμένη ιστορία γέννησης του Σούπερμαν, χωρίς καν να κάθεται να την κρύψει πίσω από ολότελα νέες παραμέτρους. Από εκεί και πέρα, ο καινούργιος αυτός Σούπερμαν αντί να γίνει το καλύτερο των παιδιών, γίνεται απλά το χειρότερο. Ο λόγος; Εδώ είναι το δεύτερο «κακό»: στην ουσία άγνωστος, μια και το παιδί που μεγάλωνε από τους ευγενέστερους των γονιών απλά μια ημέρα πήρε την επιφοίτηση από το «κάπου εκεί έξω» να γίνει «bad to the bone»! Αν έχουμε παρωδία, έστω και κρυφή; Μακάρι να είχαμε…
Και η συνέχεια… μα τι σας λέω τώρα, φοβάμαι πως την έχετε ήδη μαντέψει χωρίς να μπω στον κόπο για spoiler. Χωρίς λοιπόν κάποια εξτρά φαντασία, ο Yarovesky παρουσιάζει με το «νι και με το σίγμα» ένα κλασικού τύπου θρίλερ με παιδί, με την όλη διαφορά να έγκειται στο ότι το συγκεκριμένο έχει και υπερδυνάμεις. Μια διαφορά που δεν αλλοιώνει ποτέ τα γνωστά κλισέ του υποείδους τρόμος-παιδιά, αλλά δεν ανεβάζει και το φιλμ ποτέ σε στάνταρ μεγαλύτερα από μια σχετικά ακριβή b-movie, που θέλει όμως να κρύψει το «b» κάτω από το τραπέζι.
Ειλικρινά, παρότι το σενάριο υπογράφεται με μεγάλα γράμματα ως ορίτζιναλ, δεν άργησα να μπω μοιραία στην εντύπωση πως παρακολουθώ ριμέικ. Και μάλιστα πιστό! Κι αυτό επειδή τίποτα δεν προκαλεί έκπληξη, όλα νομίζεις ότι τα έχεις ξαναδεί ακριβώς πανόμοια. Και κάποια από αυτά, όντως τα έχεις δει και κάπου αλλού. Κι όμως, ο δημιουργός ξεπροβάλλει στο φινάλε κάτι που φαντάζει με δικαιολογία για όλο αυτό το ντεζα-βού. Ούτε λίγο ούτε πολύ, σου λέει ότι απλά παρακολούθησες το «όριτζιν» ενός νέου ήρωα, που οι παραγωγοί και ο δημιουργός προσδοκούν να σου επεκτείνουν για όσα σίκουελ τραβήξει. Καλό ως δικαιολογία, αλλά δεν αντιπαρέρχεται του εν λόγω χασίματος χρόνου…
Λίγο από εδώ, μία λεπτομέρεια από εκεί, και το φιλμ του Yarovesky διασώζεται από το μηδέν ακριβώς επειδή δεν μπαίνει σε δημιουργικά ρίσκα. Στρωτό στην αφήγηση, βήμα-βήμα πάνω στην πεπατημένη, και η ώρα περνάει τουλάχιστον χωρίς μεγάλη βαρυγκώμια. Αν αυτό αρκεί για να έρθουν τα πολυπόθητα για τους παραγωγούς -αλλά όχι για τον θεατή- σίκουελ; Ως προς αυτό, απλά θα μετρήσουν τα κουκιά από το αιωνίως αψυχολόγητο box-office, σαν να είναι πασιέντζα που λέει το μέλλον…
Βαθμολογία: