
Ένα διαζευγμένο ζευγάρι προσπαθεί να μεγαλώσει τον γιο τους, τον μικρό Μέισον. Παρακολουθούμε τον μικρό από την πρώτη τάξη του δημοτικού στα έξι του, μέχρι και την τελευταία του σχολίου στα 17-18 του. Μαζί, διερευνάται η σχέση του με τους δύο γονείς καθόλο το μεγάλωμα του.
Σκηνοθεσία:
Richard Linklater
Κύριοι Ρόλοι:
Ellar Coltrane … Mason Evans Jr.
Patricia Arquette … Olivia
Ethan Hawke … Mason Evans Sr.
Lorelei Linklater … Samantha Evans
Zoe Graham … Sheena
Charlie Sexton … Jimmy
Libby Villari … Catherine
Marco Perella … καθηγητής Bill Welbrock
Brad Hawkins … Jim
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Richard Linklater
Παραγωγή: Richard Linklater, Jonathan Sehring, John Sloss, Cathleen Sutherland
Φωτογραφία: Lee Daniel, Shane F. Kelly
Μοντάζ: Sandra Adair
Σκηνικά: Rodney Becker
Κοστούμια: Kari Perkins
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Boyhood
- Ελληνικός Τίτλος: Μεγαλώνοντας
Κύριες Διακρίσεις
- Όσκαρ δεύτερου γυναικείου ρόλου (Patricia Arquette). Υποψήφιο για καλύτερη ταινία, σκηνοθεσία, δεύτερο αντρικό ρόλο (Ethan Hawke), αυθεντικό σενάριο και μοντάζ.
- Χρυσή Σφαίρα καλύτερης ταινίας (δράμα), σκηνοθεσίας και δεύτερου γυναικείου ρόλου (Patricia Arquette). Υποψήφιο για δεύτερο αντρικό ρόλο (Ethan Hawke) και σενάριο.
- Βραβείο Bafta καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας και δεύτερου γυναικείου ρόλου (Patricia Arquette). Υποψήφιο για δεύτερο αντρικό ρόλο (Ethan Hawke) και σενάριο.
- Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Βερολίνου. Βραβείο σκηνοθεσίας.
- Βραβείο FIPRESCI στο φεστιβάλ του Σαν Σεμπάστιαν.
Παραλειπόμενα
- Τα πρώτα γυρίσματα έγιναν το 2002! Κάθε χρόνο, το ίδιο συνεργείο επέστρεφε για νέα γυρίσματα και για μια διάρκεια 12 ετών. Όλα ξεκίνησαν δίχως ολοκληρωμένο σενάριο, απλά με επιμέρους στοιχεία για τον κάθε χαρακτήρα, αλλά και το φινάλε γραμμένο εξαρχής. Όταν ο Linklater έβλεπε τα γυρίσματα του κάθε έτους, περνούσε στη συγγραφή για αυτά του επόμενου.
- Λόγω ενός ειδικού νόμου (De Havilland Law), κανένα μέλος του καστ δεν μπορούσε να υπογράψει συμβόλαιο, μια κι αυτό δεν επιτρέπονταν για διαδικασίες παραγωγής άνω των 7 ετών. Ο Linklater είχε ζητήσει επί αυτού στον Ethan Hawke ότι εάν πέθαινε στο ενδιάμεσο, να το ολοκλήρωνε σκηνοθετικά εκείνος.
- Γυρίστηκε σε 35 mm φορμά καθ’ όλη τη διάρκεια του.
- Η υπεύθυνη για τα κοστούμια, η Kari Perkins, έπρεπε να παρακολουθεί προσεκτικά κάθε χρόνο το τι γυρίζονταν, ώστε να μη χαλάσει η ροή της ενδυματολογίας ανά χαρακτήρα.
- Ο Linklater αναφέρονταν στο σχέδιο του ως Boyhood μόνο κατά τα πρώτα του χρόνια. Το 2013 είχε αποφασίσει να τιτλοφορηθεί 12 Years, μέχρι που προέκυψε το 12 Years a Slave και αναγκάστηκε να το αλλάξει.
- Ο διανομέας IFC επιβεβαίωσε πως τα γυρίσματα κόστιζαν 200 χιλιάδες δολάρια κάθε έτος, δηλαδή στο σύνολο χρειάστηκαν μόνο 2,4. Η εταιρία επίσης είχε δώσει απόλυτο δημιουργικό έλεγχο στον σκηνοθέτη, παρά το μεγάλο ρίσκο, μην απαιτώντας καν να βλέπει κάθε χρόνο το τι είχε ετοιμάσει.
- Το φιλμ συνολικά κόστισε 4 μόλις εκατομμύρια δολάρια. Οι εισπράξεις όμως έφτασαν στα 57,3.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Ειδικά για την ταινία, ο Jeff Tweedy ερμηνεύει το Summer Noon, ο Ethan Hawke με τον Charlie Sexton το Split the Difference και οι Ethan Hawke, Ellar Coltrane, Lorelei Linklater και Jennifer Tooley το Ryan’s Song.
Κριτικός: Πάνος Αχτσιόγλου
Έκδοση Κειμένου: 9/9/2014
Ένα βλέμμα που χάνεται στον ουρανό καθώς τα σύννεφα περνούν. Ένα ποτήρι που σπα σε χίλια κομμάτια. Η λάμψη στα ματιά μιας ανέλπιστης συνάντησης. Η αμήχανη σιωπή ενός έρωτα που μόλις γεννιέται και θέλεις να κρατήσει για πάντα. Η απόγνωση της ανικανότητας μπροστά στο ατέλειωτο, το αχανές. Η αντίληψη, η συνειδητοποίηση της μαγείας του σινεμά. Η παραδοχή ότι στο τέλος κάνεις αυτό που καλύτερα μπορείς. Στιγμές που έρχονται, αφήνουν ή δεν αφήνουν αποτυπώματα πάνω στα σώματα, στις ψυχές, και ύστερα χάνονται στη λάμψη του ασυνειδήτου. Μυστηριακά, φυσιολογικά και περίπλοκα όσο τίποτε, το αριστούργημα του Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ θέτει βασικά, θεμελιώδη και τόσο δύσλυτα ερωτήματα γύρω από το βάθος, τη μεγαλοπρέπεια και την αναπόφευκτη σημαντικότητα του χρόνου. Υλοποιώντας ένα πειραματικό κινηματογραφικό σχέδιο που ξεκίνησε το μακρινό 2002, γυρίζοντας την ταινία σε 39 συνολικά μέρες, άλλα σε βάθος 12 χρόνων, ο σκηνοθέτης της τριλογίας «Before Sunrise/Sunset/Midnight» θυμίζει στους εμβρόντητους θεατές πόσο η πορεία προς το τέλος, τον θάνατο, είναι «ο δρόμος προς το δέος».
Η ταινία περιγραφεί, όσο πιο άπλα και καθημερινά γίνεται, το ταξίδι ενός παιδιού, του Μέισον (Έλαρ Κολτρέιν), από τα έξι μέχρι την πρώιμη ενηλικίωση του, με το αγόρι να μεγαλώνει κυριολεκτικά μπροστά στα μάτια μας. Μαζί με αυτό μεγαλώνουν οι χωρισμένοι του γονείς (Ίθαν Χοκ/Πατρίσια Αρκέτ), η αδερφή του (Λόρελεϊ Λινκλέιτερ, κόρη του σκηνοθέτη), ο κόσμος γύρω του, εμείς οι ίδιοι. Χωρίς να εκβιάζει σεναριακά τίποτε, με διακριτικά αλλά ευδιάκριτα δραματικά ξεσπάσματα, κατορθώνει να ενσταλάξει μια αυθεντικότητα που όμοια της δύσκολα έχουμε ξαναδεί. Για πρώτη ίσως φορά, η αίσθηση ότι τα πράγματα δεν διαρκούν για πάντα όχι άπλα υπαινίσσεται ή υπονοείται, αλλά ζωγραφίζεται πάνω και ενσωματώνεται μέσα στο θεατή. Γίνεται ο ίδιος μέτοχος της ζωής και του θανάτου, βάζοντας την ψυχή του στο ίδιο το παιδί, στην οικογένεια. Ένα ιδιότυπο δέντρο της ζωής μεγαλώνει, ανθίζει και βγάζει καρπούς μπροστά μας. Οι ίδιοι οι ηθοποιοί αλλάζουν (ο σκηνοθέτης μάζευε κάθε χρόνο τους βασικούς πρωταγωνιστές για λίγες μέρες γυρισμάτων, αφού πρώτα συζητούσαν τι τους συνέβη τη χρονιά που πέρασε), ωριμάζουν ερμηνευτικά, αποκτούν εμπειρίες, διαμορφώνουν χαρακτήρες πέρα από τα στενά πλαίσια της κινηματογράφησης και τα σημάδια τους φαίνονται ξεκάθαρα στο φιλμ. Μέσα από φαινομενικά άσκοπες συζητήσεις (είναι όμως πράγματι άσκοπες;), γεγονότα ή μη γεγονότα, ο Λινκλέιτερ αναρωτιέται μεγαλόφωνα ποσόν καιρό χρειάζεται κάθε ένας από εμάς για να γίνει πρωταγωνιστής της ύπαρξης του και ποσό τελικά αδέξια αναλαμβάνει αυτόν τον ρόλο.
Η αφήγηση και η εικονογράφηση είναι τόσο ευφυείς που ξεχνάς την απερίγραπτη δουλειά και τον προγραμματισμό που χρειάστηκε το επικό αυτό εγχείρημα, αλλά αφήνεσαι να σε οδηγήσουν οι στιγμές. Εδώ η αίσθηση δεν κατακάθεται πάνω στις συνέπειες του χρόνου στην πλοκή ή στους ήρωες (πλέον αδόκιμος όρος). Πρωταγωνιστής είναι ο ίδιος ο χρόνος. Ο σκηνοθέτης δεν επιχειρεί να τον δαμάσει, άπλα κάθεται και συνδιαλέγεται μαζί του χωρίς υπερβολές, τραγικότητες ή ευφυολογήματα. Η σοφία, η αμφισβήτηση, η ματαιότητα έρχονται από μονές τους, δίχως να εκβιάζονται. Εκεί είναι, λοιπόν, που η ταινία γίνεται χαμηλόφωνα συγκινητική. Η εννοιολογική της τόλμη κάνει τη συναισθηματική λογική να κυριαρχεί, το ασυνείδητο να θριαμβεύει σχεδόν φροϋδικά και τελικά όλο αυτό να οδηγεί στο μεγάλωμα. Μέθοδοι δεν υπάρχουν, οι ατέλειες (ακόμη και στα τεχνικά ζητήματα) γιατρεύονται σχεδόν φυσικά, κάνοντας τα πάντα σε αυτό το φιλμ να λειτουργούν με συνεπαγωγές. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα η αφήγηση να ρέει με έναν νατουραλισμό ενδογενή, με μια παράξενη εσωτερική διαύγεια, χωρίς ποτέ το εγχείρημα να ξεπέρνα το νόημα.
Ένα από τα (πολλά) μεγάλα κερδισμένα στοιχήματα της ταινίας είναι η ερμηνεία του Έλαρ Κολτρέιν, ο οποίος υποδύεται λίγο τον μικρό Μέισον και λίγο τον εαυτό του. Κανείς -ούτε προφανώς ο ίδιος- δεν ήξερε πώς αυτό το εξάχρονο παιδί με τα μεγάλα μάτια, το γλυκό βλέμμα και τη σιωπηλή παρουσία θα εξελισσόταν με την πάροδο του χρόνου. Κι όμως, το αποτέλεσμα, όπως και τόσα άλλα πράγματα σε αυτήν την ταινία, έρχεται αβίαστα, σχεδόν φυσικά. Καταφέρνει να μεταδώσει την εσωτερική του θλίψη, τη δημιουργική αποστασιοποίηση ενός παιδιού που ακούει, που συλλέγει και εσωτερικεύει, όλα όσα τελικά χρειάζεται για να ωριμάσει. Μοιάζει, καθώς πέρνα ο καιρός, να απορροφά σχεδόν ωσμωτικά τα καλύτερα στοιχειά και των δύο γονέων, σηκώνοντας τα δικά του τείχη απέναντι σε οτιδήποτε δεν του ταιριάζει. Αντιλαμβάνεται βαθμιαία ότι οι συμβουλές, οι νουθεσίες και τα ηθικοπλαστικά μηνύματα δεν είναι τίποτε άλλο από αντανακλάσεις του ίδιου του εαυτού της εκάστοτε φιγούρας εξουσίας. Ψάχνει το νόημα στις σχέσεις, το εσωτερικό του συναίσθημα και αναρωτιέται εάν όντως ο κόσμος είναι τόσο ανταγωνιστικός, ή αν ο μονός ανταγωνισμός είναι αυτός που οι μεγαλύτεροι θα ήθελαν να του προσδίδουν. Υπάρχει, πράγματι, ανάγκη αναζήτησης του φυσιολογικού; Χρειάζεται τελικά να ακούς όλους αυτούς που δεν σε βοηθούν να βρεις απαντήσεις; Μήπως οι άνθρωποι είναι «χημικά ρυθμισμένοι για τακτικές πλύσεις εγκεφάλου»; Ανάμεσα σε μια συμβιβασμένη αλλά διαχρονικά παρούσα μητέρα και σε έναν μποέμ, ελεύθερο πνεύμα, άλλα ελαφρώς ναρκισσιστικό κι ασταθή πάτερα, ο μικρός Μέισον μεγαλώνει και σκέφτεται. Δεν έχει απαντήσεις, άπλα προβληματίζεται, αμφιβάλλει, ανησυχεί. Ίσως τελικά αυτή να είναι και η μεγαλύτερη σοφία. Καθώς τον βλέπεις να περπατά στο χείλος του δρόμου, κοιτώντας τη μακριά γεμάτη στροφές διαδρομή που διήνυσε και έχει να διανύσει, ανακαλύπτοντας τόσα κοινά στοιχειά, παγκόσμια, ουμανιστικά, δεν μπορείς πάρα να αναρωτηθείς, όπως και η μητέρα του: μα πότε πέρασε τόσος καιρός;
Το «Boyhood» είναι ίσως μια ταινία που δεν χρειάζεται να δεις και να ξαναδείς. Ερμηνευμένο ψυχαναλυτικά μοιάζει με μια εμπειρία που βιώνεις ασυνείδητα, σχετίζεσαι μαζί της πέρα από τους κανόνες, τις μανιέρες και τα βαθύτερα νοήματα. Η φευγαλέα φύση της ανθρωπινής ύπαρξης απλώνεται μυστηριώδης μπροστά σου, συμπληρώνοντας τη φιλοσοφική αναζήτηση του Τέρενς Μάλικ και τον πεσιμιστικό λυρισμό του Ντάρεν Αρονόφσκι. Περνώντας οι ώρες, οι μέρες, αρχίζεις να καταλαβαίνεις, μάλλον καλύτερα να νιώθεις στενά, σχεδόν σαρκικά, ποσό μνημειώδες είναι. Χάνονται εύκολα σκηνές/σημεία που θεωρούσες ορόσημα, ενώ άλλα αποκτούν άξια, τονίζοντας τις αμέτρητες μεταβλητές της ίδιας πάντοτε άλυτης εξίσωσης. Γιγαντώνεται μέσα σου καθώς σιγά σιγά ενώνεις τα κομμάτια και ώρες περνούν, κατορθώνοντας να παίξει με τον χρόνο ακόμη και μετά το τέλος του. Δεν γνωρίζουμε αν αυτό το σπαρακτικό δημιούργημα για την απόλυτη άξια των στιγμών (που ίσως τελικά να μετρούν πολύ περισσότερο από όσο νομίζουμε, να είναι αυτές που μας καθορίζουν, που «αδράχνουν εμάς») μπορεί να σταθεί επάξια απέναντι σε ιερές ταινίες του σινεμά, αυτό μόνο ο χρόνος θα το δείξει. Ο χρόνος που κορυφώνεται και ξεγλιστρά ανάμεσα από τα δάχτυλα, που επιβάλλεται μέσα στην ολιστικότητά του, μέσα στην αναπόφευκτη, μοιραία σχέση του με το φθαρτό. Όταν όμως όλες οι αυτοματοποιημένες απαντήσεις τελειώσουν, ο έλεγχος χαθεί και τα πράγματα φυσικά πάρουν τον δρόμο τους, αυτή η εκπληκτική χρονοκάψουλα, η φιλμική μοναδικότητα θα είναι εκεί για να αποδεικνύει ότι τελικά ο κινηματογράφος έχει τρόπους να αντισταθεί στο ποτάμι της ζωής, μπορεί να παίξει τον ρόλο της «πρώτης φωτογραφίας» που δεν μπορείς ποτέ να αποχωριστείς. Το τελετουργικό, ξεκάθαρο πλάνο του τελικού τοπίου, θυμίζοντας το κολάζ των φιλιών του «Σινεμά ο Παράδεισος» ή τα «δάκρυα στη βροχή» του «Μπλέηντ Ράνερ», έρχεται να ολοκληρώσει κάτι που ούτε το ίδιο το σινεμά δεν ήξερε ότι μπορούσε να αναπαραστήσει: τις χορδές της ζωής, που πάλλονται και παράγουν ήχο σε ένα αέναο παρόν που χάνεται.
Βαθμολογία:
Κριτικός: Δημήτρης Κωνσταντίνου-Hautecoeur
Έκδοση Κειμένου: 11/9/2014
2002. Ξεκινούν τα γυρίσματα ενός άτιτλου, «12χρονου» πρότζεκτ, με πρωταγωνιστές τον 8χρονο Ellar Coltrane και τη συνομήλική του Lorelei Linklater (κόρη του σκηνοθέτη, Richard Linklater), χωρίς υπογεγραμμένα συμβόλαια, καθώς ο αμερικανικός νόμος απαγορεύει την ισχύ τους για πάνω από επτά χρόνια. Ο Linklater γυρίζει κάθε χρόνο από μερικές σκηνές, διάρκειας 10-15 λεπτών, της ταινίας, η οποία στο μεταξύ αποκτά τον τίτλο «12 χρόνια». Το 2013, τα γυρίσματα ολοκληρώνονται, οι δύο νεαροί πρωταγωνιστές είναι ενήλικες, το φιλμ τιτλοφορείται πλέον «Boyhood» και ο Linklater είναι έτοιμος να μας επιβεβαιώσει πως αποτελεί έναν από τους σπουδαιότερους Αμερικανούς σκηνοθέτες αυτή τη στιγμή και πως το στίγμα του πρόκειται να μείνει ανεξίτηλο στην κινηματογραφική ιστορία.
Αν μη τι άλλο, το «Boyhood» αποτελεί ένα τολμηρό και εξαιρετικά ενδιαφέρον πείραμα, το οποίο εντέλει έχει στεφθεί από θριαμβευτική επιτυχία. Απλώς και μόνο για το λόγο αυτό, από την ίδια του τη φύση κατ` ουσίαν, δεδομένης και της προσωπικής σφραγίδας ενός τόσο ευαίσθητου δημιουργού, πρόκειται για μια αληθινά σημαντική κινηματογραφικά δημιουργία. Κι όμως η ταινία του Linklater δεν μένει μόνο σε αυτό.
Παρακολουθούμε δώδεκα χρόνια από τη ζωή ενός ανθρώπου. Ξεπερνάμε όμως το γεγονός ότι βλέπουμε τους ανήλικους –αλλά και τους ενήλικους– ηθοποιούς να μεγαλώνουν μπροστά στα μάτια μας στο πέρασμα των χρόνων και στεκόμαστε στους χαρακτήρες μυθοπλασίας, που μας αφορούν πρωτίστως. Μέσα σε δύο ώρες και τρία τέταρτα λοιπόν, γνωρίζουμε τον μικρό Mason περίπου έξι χρονών και τελικά τον εγκαταλείπουμε ενήλικα. Από την αφελή διαπίστωση ενός παιδιού ότι «οι σφήκες δημιουργούνται όταν πετάμε μια πέτρα στον αέρα» καταλήγουμε στους υπαρξιακούς προβληματισμούς ενός σκεπτόμενου νέου που περνά από το σχολείο στο πανεπιστήμιο κι από την εφηβεία στην ενηλικίωση. Από το ξεφύλλισμα στα μουλωχτά φωτογραφιών μοντέλων με εσώρουχα, στην πρώτη σοβαρή του σχέση. Από τα σπαστικά πειράγματα της μεγαλύτερής του αδερφής, στο αμήχανο και συναισθηματικά φορτισμένο «Καλή τύχη» για τα χρόνια που θα ακολουθήσουν, μετά τη σχολική αποφοίτησή του.
Ο μικρός Mason μάς πιάνει από το χέρι και μαζί του διασχίζουμε όλη αυτήν τη μακρά διαδρομή, που φαντάζει τόσο κοινή και γνώριμη, όσο και απολύτως συναρπαστική. Θαρρείς σαν να ξεφυλλίζουμε ένα παλιό φωτογραφικό άλμπουμ και κάθε αποτυπωμένη πάνω στις σελίδες του στιγμή να μας γεννά μια ολοζώντανη ανάμνηση. Κι ο Linklater παραδίδει, με όλη την αγάπη και τη φροντίδα που μοιάζουν να γεννούν τις δημιουργίες του, ένα σχεδόν τρίωρο ψηφιδωτό αναμνήσεων. Μια βαθιά βουτιά στη νοσταλγία και την αθωότητα της ξεχασμένης αίσθησης του να μεγαλώνεις, αλλά και μια απολαυστική επίσκεψη στην… απτή πραγματικότητα. Έναν θρίαμβο των μικρών καθημερινών «τίποτα» και του déjà-vu από στιγμές που κάπου έχεις… ξαναζήσει.
Κάθε μικρή, συνηθισμένη κι ασήμαντη στιγμή του περίτεχνου αυτού κινηματογραφικού οικοδομήματος λειτουργεί σαν ένα λιθαράκι στο χτίσιμο μιας μεγάλης, σπάνιας και σπουδαίας ταινίας. Κάθε χαρακτήρας της διαθέτει τη δική του υπόσταση κι ακόμα κι αν για κάποιο λόγο αδυνατείς να βρεις ισχυρά σημεία ταύτισης με τον πρωταγωνιστή, τα βρίσκεις στη μητέρα και τον πατέρα του. Ο Linklater ανακαλύπτει κι αναδεικνύει όλο το χιούμορ που μπορεί να κρύβεται μέσα στην καθημερινότητά μας χωρίς να το διακρίνουμε και μας χαρίζει ένα συνεχές χαμόγελο, για να καταλήξει τελικά ταυτοχρόνως στην απόλυτη αισιοδοξία της νεανικής ευτυχίας και στην πικρή διαπίστωση της ματαιότητας όλου αυτού του υπέροχου, κινηματογραφικού και μη ταξιδιού. Μια βαθιά υπαρξιακή ανησυχία, η οποία κάνει συχνά την εμφάνισή της στη φιλμογραφία του, συνοδεύει τις εσωτερικευμένες σκέψεις του Mason και την τρυφερή καρδιά του φιλμ, ενώ το χρονικό «άπλωμα» των γυρισμάτων υπογραμμίζει ακόμα εντονότερα τον δεξιοτεχνικό ρεαλισμό του. Κι έτσι, θυμίζοντας κάτι σαν ένα αμάλγαμα μιας συμπτυγμένης εκδοχής της τριλογίας «Before» και της κινηματογραφικά επικών διαστάσεων ενηλικίωσης της γαλλικής «Ζωής της Αντέλ», το «Boyhood» μπορεί να θεωρηθεί ίσως η επιτομή της κινηματογραφικής δουλειάς του -αυτοδίδακτου- δημιουργού.
Το εντυπωσιακό πείραμα αυτής της 12χρονης δημιουργίας προσφέρει τη μοναδική εμπειρία ενός κινηματογραφικού ταξιδιού μέσα στο χρόνο, μιας υπαρξιακής και απόλυτα ανθρώπινης καταγραφής στιγμών, αναμνήσεων και συναισθημάτων, μιας ταινίας ζωής… για τη ζωή. Του Mason, των γονιών του, του Ellar Coltrane, του Richard Linklater, της δικής μου, της δικής σου.
Βαθμολογία: