
Boy A
- Boy A
- 2007
- Μ. Βρετανία
- Αγγλικά
- Δραματική, Νεανική
- 06 Νοεμβρίου 2008
Ο Τζακ είναι ένας 24χρονος νεαρός που έχει ζήσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στη φυλακή, για ένα έγκλημα που διέπραξε ως παιδί. Τώρα πρέπει να επανενταχθεί σε μια κοινωνία για την οποία γνωρίζει ελάχιστα, πρέπει να αφήσει πίσω το παρελθόν και να διαμορφώσει μια νέα ταυτότητα, με νέους φίλους και μια νέα φίλη. Δεν ξεφεύγεις όμως τόσο εύκολα από το παρελθόν…
Σκηνοθεσία:
John Crowley
Κύριοι Ρόλοι:
Andrew Garfield … Jack Burridge
Peter Mullan … Terry
Siobhan Finneran … Kelly
Skye Bennett … Angela
Alfie Owen … Eric Wilson (νεαρός Jack Burridge)
Jeremy Swift … Dave
Shaun Evans … Chris
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Mark O’Rowe
Παραγωγή: Tally Garner, Lynn Horsford, Nick Marston
Μουσική: Paddy Cunneen
Φωτογραφία: Rob Hardy
Μοντάζ: Lucia Zucchetti
Σκηνικά: Jon Henson
Κοστούμια: Julian Day
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Boy A
- Ελληνικός Τίτλος: Boy A
Σεναριακή Πηγή
- Μυθιστόρημα: Boy A του Jonathan Trigell.
Κύριες Διακρίσεις
- Βραβείο Τηλεοπτικών Bafta για καλύτερη σκηνοθεσία, αντρική ερμηνεία (Andrew Garfield), φωτογραφίας και μοντάζ. Υποψήφιο για καλύτερη ταινία (δράμα), νέο ταλέντο (Mark O’Rowe) και μουσική.
- Βραβείο οικουμενικής επιτροπής για το τμήμα Πανοράματος του φεστιβάλ Βερολίνου.
Παραλειπόμενα
- Στη χώρα της, τη Μεγάλη Βρετανία, και αντίθετα με τον υπόλοιπο κόσμο, η ταινία έκανε πρεμιέρα ως τηλεταινία στο κανάλι Channel 4. Έτσι, παρότι καθαρά κινηματογραφική, βρέθηκε να διαγωνίζεται για τα τηλεοπτικά Bafta, όπου και διέπρεψε.
- Εδώ έκανε το κινηματογραφικό του ντεμπούτο ο Andrew Garfield.
- Ενώ βασίζεται σε μυθιστόρημα, πολλοί συνέδεσαν το σενάριο με την αληθινή περίπτωση του James Bulger, που είχε σοκάρει το 1993 τη Βρετανία.
Κριτικός: Βασίλης Καγιογλίδης
Έκδοση Κειμένου: 26/9/2008
Ο σκηνοθέτης του Intermission με περισσότερη σινεφιλική και ανεξάρτητη διάθεση, περιορίζοντας κατά πολύ τη σκηνοθετική ένταση που τον χαρακτηρίζει, ακολουθεί ένα νεαρό (Andrew Garfield) ο οποίος οδηγείται αργά και βασανιστικά προς την αυτοδικία. Κυνηγημένος από ενοχές εφηβικών πράξεων και φοβούμενος τις αντιδράσεις της κοινωνίας, προσπαθεί να ενσωματωθεί εκ νέου σε αυτή, αποκρύπτοντας την αληθινή του ταυτότητα. Κινούμενος μεταξύ δύο παράλληλων χρόνων, ανάμεσα σε παρόν και μέλλον, ο Crowley περιγράφει τη διαδικασία επανένταξης του Jack και ενδιάμεσα της παρεμβάλει με μορφή flashback τις εικόνες του παρελθόντος, ξεφυλλίζοντας έτσι το βιβλίο της ζωής του.
Έβαλα τα χεράκια μου και έβγαλα τα ματάκια μου, θα αναλογίζεται τώρα ο John Crowley Στηριζόμενος στο κοινωνικό υπόβαθρο του σεναρίου, προσεγγίζει με ευαίσθητο, μα κάπως επιφανειακό, φτωχό αν θέλετε τρόπο, το πρόβλημα του ήρωα του και ταυτόχρονα παρουσιάζει όλα εκείνα τα γεγονότα που συντέλεσαν στο να καταστεί τρόφιμος σε σωφρονιστικό κατάστημα. Όλα εκείνα δηλαδή τα περιστατικά που αργότερα τον μετέτρεψαν σε θύτη της ίδιας του της ύπαρξης. Έτσι καταφέρνει να καλύψει με ένα πέπλο μυστηρίου τη ζωή του 24χρονου νεαρού, ιντριγκάροντας το θεατή μέχρι το φινάλε.
Τελικό αποτέλεσμα; Άνισο κι απλά ικανοποιητικό. Αναλώνοντας υπερβολικό χρόνο στην ενεστώσα ζωή του Jack, εξαπολύει επίθεση στην κοινωνία, θεωρώντας ότι κινείται με γνώμονα την απληστία και το μίσος, στερώντας το δικαίωμα της δεύτερης ευκαιρίας στους ανθρώπους εκείνους που δείχνουν περισσή μεταμέλεια και προθυμία αλλαγής συμπεριφοράς. Παράλληλα δε, κρίνει τα ΜΜΕ και την προσπάθεια που καταβάλουν για πλουτισμό (που μεταφράζεται σε νούμερα τηλεθέασης κυρίως), καταπατώντας με τα αθέμιτα μέσα που μεταχειρίζονται, το δικαίωμα της προσωπικής ελευθερίας. Ο Crowley σαν ηδονοβλεψίας της ανθρώπινης ύπαρξης, περιγράφει με (πολύ) λεπτομερή τρόπο την κάθε κίνηση του ήρωα του παρουσιάζοντας ελάχιστες φορές τα ηθικά του αδιέξοδα και τη σύγκρουση που έχει με τον ίδιο του τον εαυτό. Και δε μένει εκεί. Παρορμητικός καθώς είναι, εισβάλει και στη ζωή των ανθρώπων που των περιτριγυρίζουν για να περιγράψει, με μορφή πασαλείμματος, την επιρροή που τους άσκησε ο ασταθής ψυχολογικά νέος. Έτσι καταφέρνει από τη μια να μη γίνει ηθικοπλαστικός ή διδακτικός και από την άλλη να σε προβληματίσει ως προς τα ηθικά ζητήματα που θέτει προς συζήτηση. Όμως όλα αυτά μοιάζουν τόσο ξεπερασμένα, σα να τα έχεις ακούσει χιλιάδες ακόμα φορές και καταντάνε τελικά να σε ενδιαφέρουν μόνο πρόσκαιρα και περιστασιακά.
Βαθμολογία:
Κριτικός: Σταύρος Γανωτής
Έκδοση Κειμένου: 4/11/2008
Τον John Crowley τον γνωρίζουμε από το Intermission. Είναι μια καλή περίπτωση νέου βρετανού δημιουργού, ακριβώς επειδή, ενώ αναπαράγει συνηθισμένη θεματολογία, προσπαθεί να μην ακολουθεί την τετριμμένη οδό που επαναλαμβάνει το σύγχρονο αγγλικό σινεμά. Προσπαθεί να πλησιάσει περισσότερο το ύφος του νέου βρετανικού κύματος των αρχών των 1960 και τις πρώτες ταινίες του Stephen Frears στα 1980, παρά τον Ken Loach κανόνα που δείχνει να έχει επιβληθεί στον ανεξάρτητο κινηματογράφο της Αλβιόνας.
Το θέμα είναι δυνατό, αλλά το κακό είναι ότι λειτουργεί σε υπόγεια διάσταση για το μεγαλύτερος μέρος της ταινίας και αναδεικνύεται μονάχα προς το τέλος. Ένα παιδί έχει μόλις αποφυλακιστεί και προσπαθεί να κάνει μια νέα ζωή, κρύβοντας την ταυτότητα του. Δεν είναι μια ταινία επανένταξης, είναι ένα δράμα ιδιότυπης ενηλικίωσης.
Θα μπορούσε να είναι πολύ πιο καλό, αλλά τα καλύτερα εντός του μένουν κρυφά για πολλή ώρα. Ο σκηνοθέτης προσπαθεί με φλας-μπακ και μέσα από τη σχέση του ήρωα με τον πατέρα του να αναδείξει τη διάσταση του δράματος, αλλά και να μην το κάνει αφόρητο ψυχολογικά. Με αυτά όμως δεν βγαίνουν στην επιφάνεια τα εσωτερικά προβλήματα του ήρωα, δεν εκφράζεται ο πόλεμος των συναισθημάτων του. Πρέπει να περιμένει κανείς ως την τελευταία σκηνή για να καταλάβει ότι υπάρχει, καν, πόλεμος εντός του ήρωα και δεν είναι απλά ένα παιδί που παίρνει τη ζωή όπως του έρχεται.
Η υπέρβαση γίνεται από τη σκηνοθετική μανιέρα του Crowley, που διαχειρίζεται όμορφα τα πλάνα του και πειραματίζεται με την οπτική του. Παίρνει και δυνατό χέρι βοήθειας από τον φωτογράφο του, Rob Hardy, που παίζει με τον κόκκο της εικόνας. Παρότι Αμερικανός, είναι εναρμονισμένος άψογα στο κλίμα ο νεαρός Andrew Garfield. Η ερμηνεία του κάνει φιλότιμη προσπάθεια να μεταδώσει τα εσώψυχα του ήρωα, που λογικά θα μαθαίναμε καλύτερα αν διαβάζαμε το βιβλίο του Jonathan Trigell. Καλοί και οι δεύτεροι ρόλοι, με τον Peter Mullan σταθmερά υψηλό, αλλά με τις σκηνές του να είναι λίγο ξεκομμένες από το σύνολο.
Γενικά έχουμε ένα καλό δείγμα ανεξάρτητου βρετανικού κινηματογράφου, το οποίο δεν ανήκει στη σχολή Ken Loach. Η προσοχή του John Crowley όμως επικεντρώνεται περισσότερο στην οπτικοποίηση του έργου του, παρά στην ανάπτυξη ενός σεναρίου, όπως είχε κάνει στο Intermission. Η αλήθεια είναι ότι πρέπει να περιμένεις μέχρι τις τελευταίες σκηνές για να συγκινηθείς με την όλη κατάσταση. Αυτό μειώνει σε μικρό βαθμό την ταινία, αφού έχει πράγματα να παρουσιάσει, απλά έτσι χάνει τον γενικό στόχο. Δεν είναι τηλεοπτική δουλειά, παρότι στην χώρα της βγήκε πρώτα στην τηλεόραση, αλλά μια ταινία που μπορεί να βρει κοινό και πέρα από τον αυστηρά σινεφιλικό χώρο. Απλά θα μπορούσε να είναι καλύτερο…
Βαθμολογία: