Σημείο Βρασμού
- Boiling Point
- 2021
- Μ. Βρετανία
- Αγγλικά
- Δραματικό Θρίλερ
- 10 Μαρτίου 2022
Μέσα στην ανελέητη πίεση μιας εστιατορικής κουζίνας, ένας σεφ διαπληκτίζεται με την ομάδα του την πιο πολυσύχναστη μέρα της χρονιάς. Τίποτα δεν είναι όμως όπως φαίνεται…
Σκηνοθεσία:
Philip Barantini
Κύριοι Ρόλοι:
Stephen Graham … Andy Jones
Vinette Robinson … Carly
Alice Feetham … Beth
Hannah Walters … Emily
Malachi Kirby … Tony
Izuka Hoyle … Camille
Lauryn Ajufo … Andrea
Hester Ruoff … Kelly
Jason Flemyng … Alastair Skye
Ray Panthaki … Freeman
Lourdes Faberes … Sara Southworth
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Philip Barantini, James Cummings
Παραγωγή: Hester Ruoff, Bart Ruspoli
Μουσική: Aaron May, David Ridley
Φωτογραφία: Matthew Lewis
Μοντάζ: Alex Fountain
Σκηνικά: Aimee Meek
Κοστούμια: Karen Smyth
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Boiling Point
- Ελληνικός Τίτλος: Σημείο Βρασμού
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για Bafta καλύτερης βρετανικής ταινίας, πρώτου αντρικού ρόλου (Stephen Graham), βρετανικού ντεμπούτου (σενάριο/παραγωγή) και κάστινγκ.
Παραλειπόμενα
- Προέκταση της μικρού μήκους ομότιτλης ταινίας του Philip Barantini από το 2019. Και εκεί κεντρικός στο καστ ήταν ο Stephen Graham.
- Γυρίστηκε όλο σε μία μόνο λήψη.
- Αρχικά υπολογίζονταν να γίνουν 8 λήψεις για να βρεθεί η μία κατάλληλη, κάτι που θα χρειάζονταν 4 ημέρες. Ήταν όμως ο Μάρτιος του 2020, οπότε και ξέσπασε η πανδημία, με τους δημιουργούς να έχουν στη διάθεση τους μόνο 2 ημέρες, άρα και έγιναν μόνο 4 προσπάθειες. Η τρίτη ήταν αυτή που χρησιμοποιήθηκε για το φιλμ.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 10/3/2022
Μεταφέροντας στη φόρμα της μεγάλου μήκους ταινίας μια δική του δουλειά, διάρκειας 22 λεπτών, ο Philip Barantini πετυχαίνει κάτι εξαιρετικά σπάνιο: να γυρίσει ένα φιλμ που έχει τη δυναμική ν’ αρέσει σχεδόν σε όλους όσους ανήκουν στο ενήλικο κοινό! Και αυτό γιατί, πέρα από τη «βουτιά» στον πάντα γοητευτικό κόσμο της υψηλής μαγειρικής, κάνει σινεμά της καθημερινότητας, προσιτό και άμεσο, το οποίο όμως βρίσκεται σε συνεχή κίνηση όσον αφορά τους ρυθμούς της πλοκής αλλά και το πώς η δράση φαίνεται σαν να μη σταματάει λόγω του ευρήματος του μονοπλάνου που δεν «κόβεται». Υπό αυτήν τη σκοπιά, η συγκεκριμένη σκηνοθετική επιλογή αποδεικνύεται πως είναι κάτι παραπάνω από ένα εφέ για λόγους εντυπωσιασμού. Το βάθος σχετικά με τα πρόσωπα, πλην ίσως του πρωταγωνιστή, και τις διάφορες θεματικές που βρίσκονται διάσπαρτες στο σενάριο, είναι ελάχιστο, κάτι που γίνεται εσκεμμένα στα πλαίσια της έμφασης στην εμπειρία της πιεστικής ημέρας που βιώνει ο Andy του Stephen Graham.
Ειδικά όσοι σιχαίνονται τους νεκρούς χρόνους στον κινηματογράφο θα ενθουσιαστούν, μιας και ο Barantini φροντίζει σχεδόν πάντοτε να γεμίζει τα δρώμενα με πληροφορίες, έστω και φαινομενικά ασήμαντες. Έτσι κρατάει σε εγρήγορση τον θεατή, θυσιάζει όμως και σε κάποιον βαθμό τον ρεαλισμό, καθιστώντας ενίοτε την επικοινωνία μεταξύ των ατόμων ως ασταμάτητο αγγελιοφόρο. Μέσα από τις καταστάσεις στις οποίες εμπλέκει το προσωπικό και τους πελάτες του εστιατορίου στο οποίο διαδραματίζεται η πλοκή θίγει και μια πληθώρα από ζητήματα, από τον ρατσισμό και την κουλτούρα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης μέχρι τις δύσκολες εργασιακές συνθήκες στο Ηνωμένο Βασίλειο στην αυγή της εποχής μετά το Brexit. Όλες αυτές οι αναφορές παράλληλα εξυπηρετούν και την εξέλιξη της ιστορίας, έχουν δηλαδή και μια δραματουργική λειτουργικότητα που υπερβαίνει την αυτούσια αξία των μηνυμάτων. Η πληθώρα των ηρώων προσφέρει, εκτός από μια μεγάλη γκάμα προσώπων προς ταύτιση από τη μεριά του κοινού, και μια ποικιλία διαφορετικών θεωρήσεων γύρω από την ίδια συνθήκη (ενδεικτικά του μετανάστη, του προνομιούχου, του «νεοσσού»), πάντα μέχρι το σημείο όπου η εμβάθυνση στον χαρακτήρα του εκάστοτε προσώπου δεν θα κοστίζει στη ροή του φιλμ.
Το αποτέλεσμα είναι ένα υπόδειγμα αφηγηματικής οικονομίας και γι’ αυτό άκρως απολαυστικό από την αρχή μέχρι το τέλος, παρά την αναληθοφάνεια της αλληλουχίας των γεγονότων. Το κείμενο των Barantini και Cummings έχει μια ειλικρίνεια κι έναν καθαρόαιμα βρετανικό αέρα στον οποίο δεν κάνει εκπτώσεις, με λεξιλόγιο αιχμηρό και με ταχύτητα που απαιτεί γρήγορα αντανακλαστικά από τον θεατή. Αποφεύγει να «χρωματίσει» θετικά ή αρνητικά τους χαρακτήρες, αποτυπώνοντάς τους με την αφανή πολυπλοκότητα ενός απλού, καθημερινού ανθρώπου. Είναι επίσης ένα κείμενο υπερβολικά έξυπνο για να χωρέσει σε στερεοτυπικά «κουτάκια»: εκεί που φαίνεται να παίρνει μια πορεία που θα κατηγοριοποιούσε την ταινία κάτω από την ταμπέλα του «δράματος προσωπικής εξιλέωσης», έρχεται ένα αιφνίδιο φινάλε, εξαιρετικά αμφίσημο, που ουσιαστικά ανακατώνει την τράπουλα και προσθέτει ένα διαφορετικό, πικρό επιμύθιο.
Όλο το οικοδόμημα στηρίζεται και από μια εξαιρετικά ικανή ομάδα ηθοποιών, με πρωτεργάτη τον Stephen Graham, ο οποίος αξιοποιεί στο έπακρο την ευκαιρία που του δίνεται σε έναν ρόλο που, επιτέλους, τον κάνει να ξεφεύγει από τη λούπα του καρατερίστα με την οποία ήταν ανέκαθεν ταυτισμένος. Ο ίδιος συνδυάζει επιδέξια πολλά μεμονωμένα χαρακτηριστικά, όντας τη μία στιγμή αυστηρά επαγγελματίας και την άλλη οξύθυμος και χειμαρρώδης, για να συνθέσει έναν ήρωα πολύπλοκο, που όσο πιο πολύ αποκαλύπτονται τα πάθη του τόσο περισσότερο μετατρέπεται σταδιακά σε μια τραγική φιγούρα. Θαυμάσια υποστήριξη παρέχεται από τη Vinette Robinson με μια εξίσου πολυδιάστατη ερμηνεία, που εκεί που κάποιος νομίζει ότι θα παρακολουθήσει μια ακόμη περίπτωση «ψυχολογικού στηρίγματος του πρωταγωνιστή», ξεδιπλώνει και άλλες πτυχές που φανερώνουν μια ηρωίδα σχεδόν εξίσου οριακή και απεγνωσμένη. Έχοντας μικρότερο χρόνο μπροστά από τον φακό, ο Jason Flemyng καταφέρνει επίσης να χτίσει αποτελεσματικά ένα αντίπαλο δέος για τον Graham, με ισορροπημένες δόσεις «κακίας» κι εσωτερικής θλίψης.
Και τελικά, παρότι δεν πρόκειται για σινεμά υψηλών νοημάτων, το «Σημείο Βρασμού» προσφέρει 92 καθηλωτικά λεπτά έντασης και προσεκτικής παρατήρησης ανθρώπινων αλληλεπιδράσεων υπό πίεση, με μια σκηνοθετική αυτοπεποίθηση που επισφραγίζει την ποιότητα της όλης προσπάθειας. Εντοπίζεται, μεταξύ άλλων, και μια κοινωνική ευαισθησία απέναντι στην εργατική τάξη που σίγουρα προσθέτει πόντους, έστω και αν δεν είναι εξίσου φιλοσοφημένη με αυτήν ενός Ken Loach. Το σίγουρο είναι πως η δημιουργία του Barantini αποτελεί μια πρόταση άκρως προσβάσιμη για τη μεγάλη μερίδα των κινηματογραφόφιλων και ταυτόχρονα αρκούντως «γευστική» για να συμπαρασύρει και τους πιο απαιτητικούς.
Βαθμολογία: