Bohemian Rhapsody
- Bohemian Rhapsody
- 2018
- ΗΠΑ, Μ. Βρετανία
- Αγγλικά
- Βιογραφία, Δραματική, Εποχής, Ιστορική, Μουσική
- 01 Νοεμβρίου 2018
Οι Queen ακολουθούν ραγδαία άνοδο μέσα από τα εμβληματικά τραγούδια και τον επαναστατικό τους ήχο. Γνωρίζουν απαράμιλλη επιτυχία, αλλά σε μια απροσδόκητη τροπή, ο Φρέντι Μέρκιουρι, τραγουδιστής και frontman της μπάντας, περιτριγυρισμένος από κακές επιρροές, παρατάει τους Queen για να κάνει σόλο καριέρα. Έχοντας υποφέρει πολύ χωρίς τους Queen, καταφέρνει να επανενωθεί μαζί τους λίγο πριν τη συναυλία «Live Aid». Ενώ έχει μόλις διαγνωσθεί ως φορέας του AIDS, ο Φρέντι οδηγεί με γενναιότητα την μπάντα σε μία από τις σημαντικότερες συναυλίες στην ιστορία της ροκ μουσικής.
Σκηνοθεσία:
Bryan Singer
Κύριοι Ρόλοι:
Rami Malek … Freddie Mercury/Farrokh Bulsara
Lucy Boynton … Mary Austin
Gwilym Lee … Brian May
Ben Hardy … Roger Taylor
Joseph Mazzello … John Deacon
Aidan Gillen … John Reid
Allen Leech … Paul Prenter
Tom Hollander … Jim Beach
Mike Myers … Ray Foster
Aaron McCusker … Jim Hutton
Michelle Duncan … Shelley Stern
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Anthony McCarten
Στόρι: Anthony McCarten, Peter Morgan
Παραγωγή: Jim Beach, Graham King, Peter Oberth
Φωτογραφία: Newton Thomas Sigel
Μοντάζ: John Ottman
Σκηνικά: Aaron Haye
Κοστούμια: Julian Day
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Bohemian Rhapsody
- Ελληνικός Τίτλος: Bohemian Rhapsody
Κύριες Διακρίσεις
- Όσκαρ πρώτου αντρικού ρόλου (Rami Malek), μοντάζ, ήχου και ηχητικών εφέ. Υποψήφιο για καλύτερη ταινία.
- Χρυσή Σφαίρα καλύτερης ταινίας (δράμα) και πρώτου αντρικού ρόλου (Rami Malek) στην ίδια κατηγορία.
- Βραβείο Bafta πρώτου αντρικού ρόλου (Rami Malek) και ήχου. Υποψήφιο για καλύτερη βρετανική ταινία, φωτογραφία, μοντάζ, κοστούμια και μακιγιάζ/κομμώσεις.
Παραλειπόμενα
- Ήταν το 2010 όταν ανακοινώθηκε επίσημα ο σχεδιασμός της ταινίας, κι ενώ είχαν προηγηθεί φήμες επί καιρό. Ο κιθαρίστας του γκρουπ Brian May ανάλαβε τη συνέντευξη τύπου, και είχε πει ότι τον ρόλο του Μέρκιουρι θα τον έχει ο Sacha Baron Cohen. Το 2013, ο δημοφιλής κωμικός αποχώρησε λόγω δημιουργικών διαφορών. Επιθυμούσε να γίνει μια πιο ενήλικη βιογραφία, ενώ οι Queen επέμεναν σε κάτι το πιο συμβατικό. Τότε εμφανίστηκε το όνομα του Ben Whishaw, αλλά κι αυτός αποχώρησε επειδή όπως είπε δεν προχωρούσε σωστά η παραγωγή.
- Η πρώτη που ακούστηκε για τον ρόλο της Μαίρη Όστιν, ήταν η Gemma Arterton, ενώ αργότερα εμφανίστηκαν και τα ονόματα των: Lindsey Stirling, Bryce Dallas Howard, Maria Bello και Ashley Johnson.
- Τα γυρίσματα ξεκίνησαν τον Σεπτέμβριο του 2017 στο Λονδίνο. Τον Δεκέμβρη του ίδιου χρόνου, ο Bryan Singer απολύθηκε λόγω απουσιών και διαμαχών με το υπόλοιπο επιτελείο, με τον Dexter Fletcher να αναλαμβάνει να αποτελειώσει την ταινία τον επόμενο μήνα. Λόγω όμως των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων στο καταστατικό της Ένωσης Σκηνοθετών Αμερικής (αναγκαστικά έπρεπε να αναφερθεί μονάχα ένα όνομα σκηνοθέτη), το όνομα του Singer είναι το μόνο που αναγράφεται στους τίτλους.
- Πολλές οι ιστορικές ανακρίβειες, αλλά όπως εξήγησε και ο Anthony McCarten: “εδώ κάνουμε ταινία, όχι ντοκιμαντέρ”.
- Η παγκόσμια πρεμιέρα έγινε στη Wembley Arena του Λονδίνου.
- Έγινε η έκτη πιο εμπορική ταινία του 2018, με έσοδα 911,1 εκατομμύρια δολάρια. Το μπάτζετ ήταν στα 50 έως 55.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Το σάουντρακ, σε παραγωγή του John Ottman, είναι γεμάτο από επιτυχίες των Queen και 11 ηχογραφήσεις που είδαν πρώτη φορά το φως της δημοσιότητας. Μέσα σε αυτές, υπάρχουν 5 κομμάτια από την εμβληματική εμφάνιση στο Live Aid, που δεν είχαν εκδοθεί πριν σε βινύλιο.
- Το σάουντρακ, που βγήκε και υπό μορφή βινυλίου, έφτασε στο νούμερο 2 του αμερικανικού Billboard, και στο 3 του βρετανικού. Στη χώρα μας έπιασε την κορυφή.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 3/11/2018
Μπορεί κανείς να πει πολλά για τις εμφανείς αδυναμίες που υπάρχουν εδώ, αλλά ομολογουμένως το εγχείρημα -το οποίο πέρασε και από σαράντα κύματα μέχρι να υλοποιηθεί- από την αρχή δεν ήταν καθόλου εύκολο. Πρώτο και σημαντικότερο πρόβλημα: πώς θα μπορούσε να βρεθεί ο οποιοσδήποτε που θα ήταν δυνατό να λειτουργήσει ως αντικαταστάτης του Freddie Mercury; Δεν πρόκειται απλά για έναν καλό frontman, αλλά για έναν από τους μεγαλύτερους περφόρμερ του εικοστού αιώνα, με μια παρουσία τόσο χαρισματική και μοναδική που δεν μπόρεσε να έχει εφάμιλλό της μετά τον θάνατό του όχι μόνο στη ροκ, αλλά και στο ευρύτερο φάσμα της ποπ μουσικής γενικότερα. Από αυτή την άποψη, θα ήταν άδικο να επικριθεί με αυστηρότητα ο Rami Malek, που είναι φανερό πως το προσπαθεί. Όταν ερμηνεύει στη σκηνή, πράγματι εκπέμπει μια ζωτικότητα που θυμίζει κάτι από τον θρυλικό τραγουδιστή των Queen, όταν όμως η μουσική μπαίνει στην άκρη κι αναλαμβάνει σειρά το δράμα και η ανάπτυξη του χαρακτήρα, τότε γίνεται φανερή η αμηχανία του και η λογική της προσέγγισής του, που θυμίζει περισσότερο έναν πολύ καλό μίμο παρά έναν ηθοποιό. Το πρόβλημα δεν έγκειται μονάχα στον πρωταγωνιστή, αλλά και σε άλλα στοιχεία: υπάρχουν μεταξύ άλλων κάποιες χονδροειδείς χρονολογικές ανακρίβειες, ένα πραγματικά αχρείαστο κι αταίριαστο κάμεο από τον Mike Myers που προστίθεται μονάχα για να γίνει μια χαριτωμένη μεν άκαιρη δε αναφορά στον “Απίθανο Κόσμο του Γουέιν”, απουσία συγκεκριμένης σκηνοθετικής ταυτότητας ελέω και όσων συνέβησαν στην παραγωγή με τον Bryan Singer, καθώς κι ελλιπείς δευτερεύοντες χαρακτήρες. Επί του τελευταίου, ειδικά ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζεται ο χαρακτήρας της Mary είναι ιδιαίτερα περίεργος, από τη μία θεωρητικά στον πυρήνα της δραματουργίας, από την άλλη έχοντας ουσιαστικά διακοσμητική υπόσταση.
Αυτό δεν σημαίνει πως το σύνολο δεν λειτουργεί κάποιες φορές, κυρίως σε ψυχαγωγικό επίπεδο. Ειδικά όταν η μουσική έρχεται στο επίκεντρο, η ενέργεια ξεχειλίζει και η απόλαυση των κλασικών κι αγαπημένων ήχων της κολοσσιαίας βρετανικής μπάντας συνοδεύεται από μια ανάλογη αγάπη και στοργικό ενδιαφέρον από πλευράς των βασικών συντελεστών, του καθενός με τον δικό του τρόπο: οι ηθοποιοί με προεξέχοντα τον Malek δίνονται στον ρυθμό και τη δύναμη των ακουσμάτων, ενώ ειδικά στην τελική σκηνή του Live Aid το νευρώδες μοντάζ συγχρονίζεται πλήρως με τη μουσική λειτουργώντας συμπληρωματικά, και το σενάριο αφήνει επαρκή χώρο τόσο στις μελωδίες όσο και στη δημιουργική διαδικασία από την οποία προέρχονται. Όπως όμως συμβαίνει και με τον πρωταγωνιστή, όταν τα όργανα και οι φωνές σωπαίνουν και τη σκυτάλη παίρνει η προσωπική ιστορία του Mercury, το αποτέλεσμα είναι σαφέστατα λιγότερο ενδιαφέρον, δίνοντας μια εντύπωση πως φοβάται να σκαλίσει πέρα από την επιφάνεια μην τυχόν και ακούσια γειωθεί ο μύθος της συγκεκριμένης προσωπικότητας αν υπάρξει υπερβολική ενασχόληση με τη “θνητή” πλευρά της.
Η γεύση που δυστυχώς, για το αντικείμενο που καλύπτει, μένει στο τέλος είναι αυτή μιας καλής, άρτιας κατασκευής, δίχως όμως την ψυχή που θα απαιτούσε ένα τέτοιο εγχείρημα για να απογειωθεί και πραγματικά να πάρει λίγη από τη λάμψη της ακτινοβολίας μίας εκ των σημαντικότερων φιγούρων της μεταπολεμικής ποπ κουλτούρας. Τα 134 λεπτά κυλούν σίγουρα ευχάριστα, το σενάριο στέκεται όχι μόνο με σεβασμό αλλά και με έναν αυθεντικό σεβασμό γύρω από το πρόσωπο που σκιαγραφεί, αλλά αυτά δεν αρκούν για κάτι δυνατό κι αξέχαστο στον ίδιο βαθμό που υπήρξαν τόσο οι συνθέσεις της θρυλικής τετράδας των Mercury, May, Deacon και Taylor, όσο και η τρικυμιώδης ζωή του πρώτου. Έστω όμως και με τα θέματα που το ταλανίζουν, το “Bohemian Rhapsody” σίγουρα μπορεί να αποτελέσει μια καλή αφορμή για να συστήσει σε μια νέα γενιά, που σπανίως θα ασχοληθεί με κάτι που συνέβη πριν το 2000, το έργο ενός εκ των σημαντικότερων μουσικών σχημάτων που υπήρξαν ποτέ, και τουλάχιστον αυτή η τρόπον τινά εκπαιδευτική του αξία δείχνει ότι η όλη προσπάθεια δεν έγινε εν κενώ.
Βαθμολογία:
Κριτικός: Γιώργος Ξανθάκης
Έκδοση Κειμένου: 9/11/2018
Ο Freddie Mercury ήταν ένας άφοβος, ταραγμένος και μοναχικός άνθρωπος. Προσπαθούσε συνεχώς να ανήκει σε κάτι και τελικά βρήκε την κλίση του ως ο θρυλικός front-man της ροκ μπάντας των «Queen». Το φιλμ «Bohemian Rhapsody», που πήρε το όνομά του από το κλασικό single-hit του συγκροτήματος, είναι ένα αφιέρωμα στους «Queen», αλλά περισσότερο, ένα αφιέρωμα στον Freddie. Ο έμπειρος Bryan Singer παρέχει ένα τραχύ χρονολόγιο των μεγαλύτερων επιτευγμάτων του συγκροτήματος και τονίζει τον εκκεντρικό τρόπο ζωής του Freddie.
Αν και η ταινία είναι ένα οπτικά εκτυφλωτικό αφιέρωμα στην μπάντα, φαντάζει επιφανειακή και άτολμη. Κάποιες φορές φαίνεται ότι το «Bohemian Rhapsody» είναι ένα εκτεταμένο μοντάζ που παρουσιάζει το άλμπουμ των μεγαλύτερων επιτυχιών των «Queen». Αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό για τον θεατή, καθώς είναι διασκεδαστικό και πραγματικά απογειώνει κάποιες από τις μεγάλες στιγμές της μπάντας, αλλά εκεί όπου αποτυγχάνει είναι στην έλλειψη πηγαίας συγκίνησης. Αυτή η συναρπαστική ιστορία θα έπρεπε να καρφώσει τις αισθήσεις του θεατή στην οθόνη και να μην τον αφήσει ποτέ να αποσπάσει την προσοχή του, αλλά το φιλμ ποτέ δεν φτάνει στο συναισθηματικό επίπεδο που της αξίζει.
Το άνοιγμα της αφήγησης τοποθετείται στις αρχές της δεκαετίας του 1970 στην Αγγλία, εισάγοντας τον Freddie (Rami Malek) και την ακανθώδη σχέση του με την οικογένειά του. Το πραγματικό του όνομα ήταν Farrokh Bulsara και ήταν παιδί οικογένειας προσφύγων από τη Ζανζιβάρη, μια ημιαυτόνομη περιοχή της Τανζανίας στην Ανατολική Αφρική. Ο πατέρας του είχε πάντα μια υποκείμενη απογοήτευση απέναντι στον γιο του, συνεχώς τον ενθάρρυνε να «κάνει κάτι για τον εαυτό του», αντί να συχνάζει στις κολεγιακές παμπ. Ευτυχώς για τον Freddie, δεν τον άκουσε. Μια καθοριστική νύχτα, ο Freddie πηγαίνει στους μελλοντικούς συναδέλφους του, Brian May (Gwilym Lee) και Roger Taylor (Ben Hardy), και τους πείθει να τον δοκιμάσουν. Η μπάντα συνδέεται τελικά με τον μπασίστα, John Deacon (Joseph Mazzello), και αρχίζει το επικό ταξίδι προς την καταξίωση και τη θριαμβική επιτυχία. Ωστόσο, σε μια απροσδόκητη τροπή ο Freddie, που πάντοτε αψηφούσε τα στερεότυπα και τους συμβιβασμούς, παρατάει τους Queen για να κάνει σόλο καριέρα. Έχοντας υποφέρει πολύ χωρίς τους Queen, καταφέρνει να επανενωθεί μαζί τους λίγο πριν τη συναυλία ‘Live Aid’ του 1985. Ενώ έχει μόλις διαγνωσθεί ως φορέας του AIDS, ο Mercury οδηγεί με γενναιότητα την μπάντα σε μία από τις καλύτερες συναυλίες στην ιστορία της ροκ μουσικής. Αυτή τη μυθική εμφάνιση σοφά επιλέγει ο Singer για την κινηματογραφική κορύφωση της ταινίας του.
Οι «Queen» δεν ήταν η τυπική ροκ μπάντα, καθώς προσπαθούσε πάντα να πειραματιστεί και να παραδώσει κάτι μοναδικό. Το φιλμ κάνει καλή δουλειά όταν δείχνει την αξιοζήλευτη νοοτροπία του συγκροτήματος, αλλά ποτέ δεν καταδύεται πραγματικά στις λεπτομέρειες και στα ερεθίσματα που τους έκαναν τόσο ρηξικέλευθα δημιουργικούς. Ο μόνος χαρακτήρας που είναι σωστά δομημένος είναι ο Freddie, καθώς η ταινία προορίζεται να είναι η βιογραφία του, ενώ τα υπόλοιπα μέλη της μπάντας σκιαγραφούνται χωρίς εμβάθυνση. Ακόμη και η Mary Austin (Boynton), η γυναίκα την οποία επιπόλαια ο Freddie παντρεύτηκε στα νιάτα του, χώρισαν αλλά έμεινε πιστή φίλη του ως το τέλος, υποβιβάζεται σε δραματουργικά περιθωριακό ρόλο.
Θα ήταν απίθανο να επιλέξει ο Singer κάποιον άλλο ηθοποιό που θα τα κατάφερνε καλύτερα από τον Malek. Η απόδοση του είναι εντυπωσιακή και πειστική. Δεν είναι μυστικό ότι η σκηνική παρουσία και οι μανιερισμοί του Freddie είναι μοναδικοί, και ο Malek είναι ο τέλειος ηθοποιός για αυτό τον πολύ απαιτητικό ρόλο, πετυχαίνοντας αυτό που φαινόταν αδύνατο: στις σκηνές των συναυλιών, να μας κάνει να πιστέψουμε ότι αυτός είναι ο Freddie Mercury.
Έχει αποδειχθεί διαχρονικά ότι οι βιογραφικές ταινίες είναι «επικίνδυνες αποστολές». Η δύσκολη απόφαση είναι πάνω σε τι θα εστιάσει η ταινία. Στην επαγγελματική ή στην προσωπική ζωή; Το «Bohemian Rhapsody» είναι μια βιογραφική ταινία που δεν παίρνει κανένα ρίσκο. Οι θαυμαστές των «Queen» πιθανότατα δεν θα μάθουν τίποτα νέο για την μπάντα, αλλά θα διασκεδάσουν από το οπτικοακουστικό «greatest hits» soundtrack που παίζεται στην οθόνη. Το «Bohemian Rhapsody» υστερεί σε συγκίνηση και έμπνευση, τα καταφέρνει όμως μια χαρά στην ψυχαγωγία.
Ωστόσο, παρά τις όποιες αδυναμίες αυτό που θα αποτυπωθεί στη συλλογική μνήμη του κοινού είναι οι εκπληκτικές εικόνες από το «Live Aid» φινάλε της ταινίας. Η οργασμική έκσταση αλλά και η θλίψη συνυπάρχουν στο πρόσωπό του Malek και στη σπινθηροβόλα ηλεκτρική ενέργεια που διαπερνά την παράσταση του. Έχοντας επίγνωση της εύθραυστης υγείας του, δέχεται αυτή τη σκληρή μοίρα και τη θρηνεί τραγουδώντας τον εμβληματικό ύμνο της μπάντας: «…Too late, my time has come / Sends shivers down my spine / Body’s aching all the time / Goodbye, everybody, I’ve got to go / Gotta leave you all behind and face the truth»…
Βαθμολογία: