Ο Τζέφρι Μπομόντ επέστρεψε πρόσφατα στην πατρική του πόλη, όπου βρίσκει ένα κομμένο αφτί κι αποφασίζει να λύσει το μυστήριο που αυτό κρύβει. Η έρευνά του τον οδηγεί σε μια μαζοχίστρια τραγουδίστρια κι έναν παρανοϊκό γκάνγκστερ, καθώς και σε έναν σκοτεινό κόσμο διαστροφών και μυστηρίου.

Σκηνοθεσία:

David Lynch

Κύριοι Ρόλοι:

Kyle MacLachlan … Jeffrey Beaumont

Isabella Rossellini … Dorothy Vallens

Dennis Hopper … Frank Booth

Laura Dern … Sandy Williams

Hope Lange … Pam Williams

Dean Stockwell … Ben

George Dickerson … ντετέκτιβ John Williams

Priscilla Pointer … Frances Beaumont

Brad Dourif … Raymond

Jack Nance … Paul

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: David Lynch

Παραγωγή: Fred C. Caruso

Μουσική: Angelo Badalamenti

Φωτογραφία: Frederick Elmes

Μοντάζ: Duwayne Dunham

Σκηνικά: Patricia Norris

Κοστούμια: Ronald Leamon

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Blue Velvet
  • Ελληνικός Τίτλος: Μπλε Βελούδο

Κύριες Διακρίσεις

  • Υποψήφιο για Όσκαρ σκηνοθεσίας.
  • Υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα δεύτερου αντρικού ρόλου (Dennis Hopper) και σεναρίου.
  • Μέγα βραβείο στο φεστιβάλ του Αβοριάζ.

Παραλειπόμενα

  • Το σενάριο (που γεννήθηκε το 1973 μέσα από τρεις διαφορετικές ιδέες που είχε ο δημιουργός) είχε απορριφθεί από πολλά στούντιο ήδη από τη δεκαετία του 1970, ως πολύ βίαιο και έντονα σεξουαλικό. Αυτός που εντέλει αποδέχτηκε να το αναλάβει ήταν ο Dino De Laurentiis.
  • Μετά την αποτυχία του Ντιούν, ο Lynch αποφάσισε να κάνει επιστροφή σε ένα πιο προσωπικό ύφος (όπως είχε και στο πρώτο του φιλμ, το Eraserhead), μια στροφή σε ένα σουρεαλιστικό στιλ.
  • Η Isabella Rossellini είχε λίγες κινηματογραφικές εμφανίσεις, και είχε δημιουργήσει φήμη κυρίως λόγω των ονομάτων των γονιών της (Ingrid Bergman και Roberto Rossellini) και μέσω διαφημίσεων για τη Lancome. Όταν αποδέχτηκε τον ρόλο, το πρακτορείο της την έσβησε από τη λίστα του, ενώ οι καλόγριες από το σχολείο της που είχε μεγαλώσει την κάλεσαν για να της πουν ότι προσεύχονταν για εκείνην.
  • Ο Michael Ironside είχε δηλώσει πως ο ρόλος του Φρανκ είχε γραφτεί για αυτόν. Πριν τον αποδεχτεί ο Hopper, τον είχαν απορρίψει οι Harry Dean Stanton και Steven Berkoff, λόγω του βίαιου περιεχομένου.
  • Το πρώτο μοντάζ ήταν στις 4 ώρες, αλλά ο δημιουργός είχε την υποχρέωση να παραδώσει στον De Laurentiis μια ταινία των 2 ωρών. Έτσι κόπηκαν πολλές υποπλοκές και χαρακτήρες. Ανάμεσα σε αυτά χάθηκε και η συμμετοχή της Megan Mullally.
  • Ο De Laurentiis αναγκάστηκε να ιδρύσει εταιρία διανομής, μια και το φιλμ δεν ήταν mainstream, και δεν αναλάμβανε κανένας να το πάει στις αίθουσες.
  • Οι αρχικές αντιδράσεις ήταν ανάμεικτες (προστέθηκε και η αποτυχία στα ταμεία), αλλά άμεσα απέκτησε cult υπόσταση, και έδωσε νέα ώθηση στην καριέρα του Dennis Hopper. Θεωρείται πλέον και υπόδειγμα αμερικανικού σινεμά που πήγε ενάντια στα καθιερωμένα της εποχής του.

Μουσικά Παραλειπόμενα

  • Ο τίτλος προέρχεται από το ομώνυμο τραγούδι του 1951, που με τη φωνή του Bobby Vinton ακούγεται αρκετές φορές επί του φιλμ, και καθορίζει τη συνολική ατμόσφαιρα.

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 21/6/2021

Το πόσο σημαντικό και αναζωογονητικό για το αμερικάνικο σινεμά ήταν το συγκεκριμένο φιλμ του David Lynch (που τον καθιέρωσε οριστικά και αμετάκλητα ως auteur), μπορεί να το δει κανείς από την αισθητική και τη νοοτροπία που επικρατούσαν κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980 στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού γύρω από αυτήν τη μορφή τέχνης. Από τη μία πλευρά απογειώνεται η ασυγκράτητη «καπιταλιστικοποίηση» του εμπορικού κινηματογράφου, με το σίκουελ να γίνεται κανονικότητα και θεσμός, κι από την άλλη πλευρά οι ταινίες που αποσπούν τα εγκώμια των κριτικών και τα σημαντικά εγχώρια βραβεία στη συντριπτική τους πλειοψηφία να βρίσκονται στο στρατόπεδο του «σοβαρού και ρεαλιστικού κοινωνικού δράματος» (τις περισσότερες φορές σύμφωνα με ορισμένα στάνταρ με τα οποία ένας Loach ενδεικτικά θα ξεκαρδιζόταν).

Είναι λογικό λοιπόν σε ένα τέτοιο περιβάλλον, που ενθαρρύνονται πρότυπα με πολύ αυστηρές προδιαγραφές, μια πρόταση σαν αυτή του Lynch, βουτηγμένη σε μια σχεδόν παραισθησιογόνα ατμόσφαιρα, γεμάτη σουρεαλιστική βία και με μια αποδομητική ματιά απέναντι στην εξιδανίκευση του αμερικανικού τρόπου ζωής, να ταράξει τα νερά. Κι αυτό που τελικά προκύπτει είναι ένα εντελώς sui-generis φιλμ, υπερβολικά αντίθετο σε παραδοσιακές δομές για να χαρακτηριστεί καθαρόαιμο θρίλερ ή άμεσος συγγενής της νεο-νουάρ μόδας που τότε βρισκόταν στα πάνω της. Παρά την αισθητική και θεματολογική του πρωτοτυπία όμως, το «Μπλε Βελούδο» ταυτόχρονα πατάει γερά στο παρελθόν, με επιρροές τις οποίες περνάει μέσα από ένα μοντέρνο και αναθεωρητικό πρίσμα, από τα γνώριμα σχήματα του κλασικού νουάρ, με τη μοιραία γυναίκα και τον άντρα πρωταγωνιστή που μέσα από μια διαδικασία αστυνομικής έρευνας ανακαλύπτει εκ νέου την κοινωνία και τον εαυτό του, μέχρι, κυρίως, τα μοτίβα του Hitchcock, που βρίσκονται τόσο στην ψυχαναλυτική ματιά με την οποία αντιμετωπίζει το σενάριο τη σεξουαλικότητα και την ηδονοβλεψία, όσο και στους μηχανισμούς του σασπένς που επιστρατεύονται. Μέχρι και το βασικό μουσικό θέμα του Angelo Badalamenti (ο οποίος παραδίδει ένα ιδιαίτερα πολυσχιδές σάουντρακ εδώ, που περιλαμβάνει από τζαζ συνθέσεις μέχρι απόκοσμα και ατμοσφαιρικά συνθεσάιζερ) μοιάζει σαν να έχει ξεπηδήσει από κάποια ξεχασμένη, ακυκλοφόρητη δουλειά του Bernard Herrmann προορισμένη για κάποια ταινία του άρχοντα του σασπένς! Όλες αυτές οι πηγές έμπνευσης βέβαια φιλτράρονται από μια ξεχωριστή, αντισυμβατική σκηνοθετική ματιά, φανερή ήδη από το «Eraserhead» και τον «Άνθρωπο Ελέφαντα», η οποία εστιάζει απρόσμενα σε λεπτομέρειες που υπογραμμίζουν την προβληματική του φιλμ (χαρακτηριστικό παράδειγμα τα θορυβώδη έντομα κάτω από το γρασίδι) και οικοδομεί ένα κλίμα που τονίζει τη μανιχαϊστική πάλη μεταξύ φωτός και σκότους που υπάρχει εντός των πλαισίων της πλοκής, ακροβατώντας μεταξύ ονείρου κι εφιάλτη.

Παράλληλα, αν όχι με προτεραιότητα έναντι οποιασδήποτε άλλης ιδιότητας, η δημιουργία του Lynch λειτουργεί και ως μια άκρως αλλόκοτη ιστορία ενηλικίωσης, κατά τη διάρκεια της οποίας ο μάλλον αφελής πρωταγωνιστής του, Kyle MacLachlan, μαθαίνει τις κρυφές αλήθειες του κόσμου που βρίσκονται κάτω από την επιφάνεια για τη φύση του κακού, τα βίαια ένστικτα πίσω από τα κοινωνικά προσωπεία και τις σεξουαλικές δυναμικές του αρσενικού και του θηλυκού. Υπάρχει μια έντονη μυρωδιά οιδιπόδειου συμπλέγματος στο πώς σχετίζεται ο κεντρικός ήρωας με τους χαρακτήρες των Isabella Rossellini και Dennis Hopper, που ενισχύεται ακόμη περισσότερο αν λάβει κανείς υπόψιν τις σεναριακές διαδρομές του δεύτερου και του κινηματογραφικού συζύγου της πρώτης, των δύο αντρικών φιγούρων που σχετίζονται ερωτικά μαζί της δηλαδή πέραν του MacLachlan, του οποίου οι φιλμικοί γονείς, διόλου τυχαία, είναι σχεδόν ανυπόστατοι εντός της πλοκής, μιας κι αντικαθίστανται στη συνείδησή του από το προαναφερθέν ζεύγος. Ο τρόπος με τον οποίο αναπαρίσταται η ζωή στο Λάμπερτον της Βόρειας Καρολίνα, με τα κτίρια και τις ενδυμασίες που παραπέμπουν στη δεκαετία του 1950 και τους υπερβολικά καλόπιστους κατοίκους, είναι ένα έμμεσο σχόλιο για το πολιτικό κλίμα της εποχής ελέω του ριγκανικού υπερσυντηρητισμού, με την εξαιρετική φωτογραφία του Frederick Elmes, που εναλλάσσει δεξιοτεχνικά τα γλυκά με τα απειλητικά χρώματα, να αποτυπώνει εύστοχα την ασταθή ισορροπία μεταξύ γαλήνιας βιτρίνας και σκοτεινής πραγματικότητας. Οι αρκετές στον αριθμό ειρωνικές σπόντες του Lynch εναντίον του υποκριτικού καθωσπρεπισμού της κοινότητας, που θάβει τα όποια νοσηρά στοιχεία άτσαλα κάτω από ένα νοητό χαλί, κορυφώνονται στο παραπλανητικά λυτρωτικό φινάλε, αταίριαστα ευτυχές σε σύγκριση με το σύνολο όσων έχουν προηγηθεί, όπου πίσω από το εύθυμο κλίμα που επικρατεί και τους αιθέριους ήχους του «Mysteries of Love» της Julee Cruise κρύβονται οι συμφορές ενός κουτιού της Πανδώρας που έχει ανοίξει και πλέον έχει αλλάξει ανεπιστρεπτί τα δεδομένα.

Όσο κι αν το «Μπλε Βελούδο» αποτελεί χωρίς καμία αμφιβολία ταινία δημιουργού, πάνω στην οποία ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος ασκεί σχεδόν ολοκληρωτικό έλεγχο, θα ήταν άδικο να μην αναγνωριστεί και η συνεισφορά του βασικού καστ στην απόκοσμη γοητεία του τελικού αποτελέσματος. Η φρεσκάδα και η συναισθηματική καθαρότητα των MacLachlan και Dern διέπονται από μια γνησιότητα και ειλικρίνεια, λειτουργώντας άψογα ως σιγοντάρισμα στο δίδυμο των Rossellini και Hopper που εύλογα τραβάει τα βλέμματα, με την πρώτη να συνοψίζει ιδανικά την ατμόσφαιρα του φιλμ με το μείγμα ευαλωτότητας και αγριότητας που πετυχαίνει μέσω της ερμηνείας της, ισορροπώντας δεξιοτεχνικά μεταξύ πολλών και συχνά αντιφατικών ψυχολογικών καταστάσεων και συνθέτοντας τελικά έναν ιδιαίτερα πολύπλοκο χαρακτήρα, και τον δεύτερο να ενσαρκώνει έναν από τους πιο απειλητικούς και απρόβλεπτους κακούς στην ιστορία του μέσου, με μια πραγματικά δαιμονική παρουσία που επισκιάζει οποιονδήποτε άλλον εντός του κάδρου όποτε εμφανίζεται. Η δυναμική μεταξύ των δύο ζευγαριών, σαν δύο εκδοχές ενός αντρόγυνου, μία που να λειτουργεί ως θετικό πρότυπο και μία ως παράδειγμα προς αποφυγήν, θυμίζει την αντίστοιχη των δίπολων Anthony Perkins/Janet Leigh και John Gavin/Vera Miles στο χιτσκοκικό «Ψυχώ», σε ακόμη μία αναφορά στον βρετανό μάστορα. Και η τελική εικόνα είναι αυτή μιας δημιουργίας μπροστά από την εποχή της, από τα όχι τόσο πολλά παραδείγματα της δεκαετίας της για τη χώρα παραγωγής της που διαθέτουν όχι μονάχα έναν καθαρόαιμα σινεφίλ χαρακτήρα, αλλά και μια νοηματική πολυσημία.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

30 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *