Ο Ρικ Ντέκαρντ εργάζεται στη «ζούγκλα» του Λος Άντζελες του 2019. Είναι ένας «Μπλέιντ Ράνερ». Η δουλειά του: να κυνηγάει και να σκοτώνει παράνομα ανθρώπινα αντίγραφα. Το έγκλημα τους; Θέλουν να γίνουν άνθρωποι. Όμως παρασύρεται από μια γυναίκα, της οποίας τα μυστικά μπορούν να κλονίσουν την ίδια την ύπαρξη του.

Σκηνοθεσία:

Ridley Scott

Κύριοι Ρόλοι:

Harrison Ford … Rick Deckard

Sean Young … Rachael

Rutger Hauer … Roy Batty

Edward James Olmos … Gaff

M. Emmet Walsh … Harry Bryant

Daryl Hannah … Pris Stratton

William Sanderson … J.F. Sebastian

Brion James … Leon Kowalski

Joe Turkel … Δρ Eldon Tyrell

Joanna Cassidy … Zhora Salome

James Hong … Hannibal Chew

Hy Pyke … Taffey Lewis

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Hampton Fancher, David Webb Peoples

Παραγωγή: Michael Deeley

Μουσική: Βαγγέλης Παπαθανασίου

Φωτογραφία: Jordan Cronenweth

Μοντάζ: Terry Rawlings

Σκηνικά: Lawrence G. Paull

Κοστούμια: Michael Kaplan, Charles Knode

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Blade Runner
  • Ελληνικός Τίτλος: Μπλέηντ Ράννερς: Ομάδες Εξόντωσης
  • Εναλλακτικός Ελλ. Τίτλος: Μπλέηντ Ράννερ: Ομάδες Εξόντωσης [επανέκδοσης]
  • Εναλλακτικός Ελλ. Τίτλος: Μπλέιντ Ράνερ

Άμεσοι Σύνδεσμοι

Σεναριακή Πηγή

  • Μυθιστόρημα: Do Androids Dream of Electric Sheep? του Philip K. Dick.

Κύριες Διακρίσεις

  • Υποψήφιο για Όσκαρ σκηνικών και ειδικών εφέ.
  • Υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα μουσικής.
  • Βραβείο Bafta φωτογραφίας, σκηνικών και κοστουμιών. Υποψήφιο για μουσική, μοντάζ, ήχο, ειδικά εφέ και μακιγιάζ.

Παραλειπόμενα

  • Η αρχική υποδοχή δεν ήταν απόλυτα θετική, με την ταινία να πολώνει τους κριτικούς σε δύο στρατόπεδα. Ούτε στα ταμεία γνώρισε μεγάλη επιτυχία, με κέρδη 32,9 εκατομμύρια έναντι προϋπολογισμού των 30. Δεν άργησε όμως τόσο να αναδειχτεί σε ένα από τα κορυφαία cult, όσο και να θεωρείται μία από τις καλύτερες sci-fi ταινίες της έβδομης τέχνης. Έχει επηρεάσει πολλές μεταγενέστερες δημιουργίες, το cyberpunk (και το cyberpunk derivative biopunk) σε όλες του τις μορφές, ενώ τα έργα του Philip K. Dick έγιναν έκτοτε από τα πλέον διαδραστικά στην εξέλιξη της επιστημονικής φαντασίας.
  • Το 1982, κυκλοφόρησε πρώτα η workprint version (preview των 113 λεπτών), όπου είχαν την ευκαιρία να τη δουν μονάχα λίγοι επιλεγμένοι στο Ντένβερ και το Ντάλας. Από αυτήν προήλθε η παγκόσμια πρεμιέρα της ταινίας τον ίδιο χρόνο, με happy-ending και voiceover από τον κεντρικό ήρωα. Στη διεθνή εκδοχή (117 λεπτά) είχαν προστεθεί τρεις σκηνές βίας. Το 1992 βγήκε το περίφημο Director’s Cut (116 λεπτά), που όμως δεν είχε τη συγκατάθεση του Ridley Scott, ενώ κι ο Harrison Ford δήλωσε απογοητευμένος. Το 2007 εμφανίστηκε και το Final Cut (117 λεπτά) στην 25η επέτειο του φιλμ, η οποία ήταν και η μόνη εκδοχή που ο Ridley Scott είχε απόλυτο δημιουργικό έλεγχο. Η εκδοχή αυτή είναι κι αποκαταστημένη τεχνικά, ενώ κυκλοφόρησε και σε Ultra HD Blu-Ray.
  • Ο σεναριογράφος Hampton Fancher οραματίζονταν τον Robert Mitchum ως Ντέκαρντ, και έγραφε τους διαλόγους του έχοντας τον κατά νου. Από την άλλη ο Ridley Scott και οι παραγωγοί συνομιλούσαν επί μήνες με τον Dustin Hoffman, που όμως εντέλει απέρριψε την οπτική που είχαν για το φιλμ. Με τη λίστα των υποψηφίων να συμπεριλαμβάνει ηθοποιούς όπως οι Gene Hackman, Sean Connery, Jack Nicholson, Paul Newman, Clint Eastwood, Tommy Lee Jones, Arnold Schwarzenegger, Al Pacino και Burt Reynolds, ο Harrison Ford έρχονταν με την επιτυχία του Πολέμου των Άστρων και του Ιντιάνα Τζόουνς (μόλις είχαν τελειώσει τα γυρίσματα), και αναζητούσε πλέον έναν ρόλο με πιο δραματουργικό βάθος.
  • Η επιλογή του Ρόι Μπάτι έγινε “με κλειστά μάτια” (δεν χρειάστηκε καν να συναντηθεί με τον σκηνοθέτη), μια και ο Rutger Hauer πήρε άμεσα τον ρόλο μετά τις εμφανίσεις του στις ταινίες του Paul Verhoeven.
  • Η σκηνή με τον Hy Pyke ως μπάρμαν γυρίστηκε μονάχα μία φορά, κάτι που αποτελεί μοναδικότητα για τον Scott, γνωστό για τις πολλές λήψεις λόγω τελειομανίας.
  • Ο θάνατος του Σεμπάστιαν δεν γυρίστηκε ποτέ, λόγω της ανησυχίας των παραγωγών για υπερβολική βία.
  • Ήδη από τα τέλη των 1960, ο Martin Scorsese είχε βάλει στο μάτι το βιβλίο του Philip K. Dick (έκδοση του 1968), αλλά ποτέ δεν έκανε κίνηση να πάρει τα δικαιώματα.
  • Ο Ridley Scott αρχικά είχε πει όχι στο να το αναλάβει, αλλά όταν αποχώρησε από την παραγωγή του Dune που καθυστερούσε, ήθελε κάτι στα γρήγορα για να φύγει το μυαλό του από τον πρόσφατο θάνατο του μεγάλου του αδελφού.
  • Ο τίτλος προέρχεται από τη νουβέλα του 1979 Blade Runner (A Movie) του William S. Burroughs, που με τη σειρά του ξεκίνησε να γράφεται ως σεναριακή διασκευή του μυθιστορήματος The Bladerunner (1974) του Alan E. Nourse. Παρόλα αυτά, η ταινία δεν δανείστηκε υλικό από κανένα από τα δύο βιβλία.
  • Παρότι ο Philip K. Dick έφυγε από τη ζωή λίγο πριν την πρεμιέρα, πρόλαβε να διαβάσει το σενάριο και να δει 20 λεπτά δοκιμαστικού υλικού των ειδικών εφέ, μένοντας ικανοποιημένος.
  • Τα περίφημα σκηνικά που άφησαν ιστορία προέρχονταν από διάφορες επιρροές. Οι περισσότερες εντοπίζονται στο Μητρόπολης (1927) του Fritz Lang, αλλά ο δημιουργός πρόσθεσε τον πίνακα Nighthawks του Edward Hopper και το γαλλικό περιοδικό κόμικ επιστημονικής φαντασίας Metal Hurlant (στο οποίο εργάζονταν και ο θρυλικός Jean Giraud, γνωστός κι ως Moebius, που αρνήθηκε να συμμετέχει και στον σχεδιασμό της ταινίας, κάτι που αργότερα μετάνιωσε).
  • Από το 1982 ως το 2007 έχουν γυριστεί 5 ντοκιμαντέρ βασισμένα στα παραλειπόμενα της ταινίας.

Μουσικά Παραλειπόμενα

  • Ο Βαγγέλης Παπαθανασίου συνέθεσε και ερμήνευσε όλο το μουσικό σκορ στα συνθεσάιζερ του. Βοήθεια πήρε από τον παλιό του συνεργάτη Ντέμη Ρούσσο και τον βρετανό σαξοφωνίστα Dick Morrissey.

Κριτικός: Γιώργος Ξανθάκης

Έκδοση Κειμένου: 17/12/2023

Αν θέλαμε να αναφερθούμε στα κορυφαία φιλμ επιστημονικής φαντασίας, αβίαστα θα επιλέγαμε το «Metropolis» (1927) του Fritz Lang, το «2001, Η Οδύσσεια του διαστήματος» (1968) του Kubrick, το «Solaris» (1972) του Tarkovsky και φυσικά το «Blade Runner» (1982) του Ridley Scott. Το βασικό κριτήριο είναι ότι όλα συνδυάζουν σε ιδανική αναλογία το στοιχείο του φανταστικού με μια φιλοσοφική-στοχαστική θεώρηση της ανθρώπινης φύσης. Βέβαια η υπόλοιπη καριέρα του Scott απέδειξε ότι δεν είναι ούτε Lang ούτε Kubrick, ωστόσο το «Blade Runner» του εξακολουθεί να συναρπάζει.

Ο Scott χρησιμοποιεί ως πρώτη ύλη το μυθιστόρημα “Do Androids Dream of Electric Sheep?” του Philip Κ. Dick, που πέθανε τον Μάρτιο του 1982, λίγο πριν την ολοκλήρωση των γυρισμάτων της ταινίας. Στο βιβλίο του, ο Dick θίγει το πρόβλημα της σχέσης δημιουργού-δημιουργήματος, θεού-ανθρώπου, με βαθιά φιλοσοφικό τρόπο. Η ταινία παραμένει αρκετά πιστή στο πνεύμα του συγγραφέα, στην ατμόσφαιρα και την αυθεντικότητα των χαρακτήρων.

Από το 1982 που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά, το «Blade Runner» έχει υποστεί αρκετές αναθεωρήσεις. Το 2007 ο Scott κατάφερε να ολοκληρώσει την οριστική σκηνοθεσία του, στο αποκαλούμενο ‘’Final Cut’’, με την προσθήκη μιας ονειρικής σκηνής με μονόκερο και ενός πιο απαισιόδοξου φινάλε. Ωστόσο αρκετοί θεωρούν ότι η αρχική εκδοχή παραμένει η καλύτερη, η πιο συνοπτική και αινιγματική, καθώς η μεταγενέστερη αφαίρεση της «voice over» αφήγησης ακρωτηριάζει την «coté noir» που είναι κρίσιμη για την αμφιβολία, το πεπρωμένο και την παράνοια που απαιτεί το θέμα.

Σε ένα μαγευτικό εναρκτήριο γενικό πλάνο, το Λος Άντζελες του 2019 απεικονίζεται ως μια τεράστια βιομηχανική ζώνη, με τεράστιες φλόγες και βολίδες από αέρια απόβλητα να εκτοξεύονται, αντανακλώντας σε ένα ακραία κοντινό πλάνο ενός ματιού. Αυτή η οπτική αντιπαράθεση δημιουργεί το πλαίσιο αναφοράς που διέπει τα πολλαπλά θέματα της ταινίας: πραγματικότητα και αβεβαιότητα, φυσικό και τεχνητό, άνθρωπος και ρομπότ, ζωή και θάνατος. Η δυστοπική μητρόπολη είναι ένα ετερογενές περιβάλλον από ανακυκλωμένα αντικείμενα, μπερδεμένα αρχιτεκτονικά στυλ και ασυνεχείς χώρους, γεμάτους φθορά και εγκατάλειψη, ενώ στους δρόμους στριμώχνεται μια πολύγλωσση κοινότητα κάτω από μια ασταμάτητη όξινη βροχή. Η ιστορία λέγεται σε κυριολεκτικό και συμβολικό επίπεδο, δημιουργώντας έναν κόσμο όπου η μυθοπλασία καθιερώνεται ως πραγματικότητα και όπου η πραγματικότητα παρουσιάζεται ως μια σειρά βίαιων και εφιαλτικών πράξεων. Η τεχνολογία Android έχει γίνει πλέον τόσο εξελιγμένη, που οι ρομποτικοί άνθρωποι δεν διακρίνονται από τους πραγματικούς. Πράγματι, ο μόνος τρόπος να τους ξεχωρίσουμε είναι ένα τεστ που μετράει τις συναισθηματικές τους αντιδράσεις σε μια σειρά ερωτήσεων. Αυτά τα ανθρωποειδή κατασκευάστηκαν από την ‘’Tyrell Corporation’’ ως σκλάβοι για να βοηθήσουν τους ανθρώπους να αποικίσουν στο διάστημα, αλλά τέσσερα από αυτά έχουν δραπετεύσει στη Γη για να πείσουν τους κατασκευαστές τους να παρατείνουν την τετραετή διάρκεια ζωής τους -που τελειώνει. Ένας αλλοτριωμένος πρώην αστυνομικός, ο Rick Deckard (Harrison Ford), καλείται  να επιστρέψει στην υπηρεσία για να εντοπίσει και να εξοντώσει τους αποστάτες. Αν και αρχικά αρνείται, οι απειλές του πρώην αφεντικού του, Gaff (Edward James Olmos) -ενός αυταρχικού αστυνομικού που αρέσκεται στη δημιουργία φιγούρων origami-, τον αναγκάζουν να αναλάβει την αποστολή. Ο Deckard ξεκινά με μια επίσκεψη στην ‘’Tyrell Corporation’’ και με έκπληξη ανακαλύπτει ότι η βοηθός του αφεντικού, η ερωτεύσιμη Rachael (Sean Young), αν και το αγνοεί, είναι ένα εξαιρετικά προηγμένο ‘’Nexus 6 Replicant’’, «περισσότερο ανθρώπινο και από άνθρωπο». Στο μεταξύ, ο επικεφαλής των αποστατών Roy Batty (Rutger Hauer) έρχεται σε αντιπαράθεση με τον «Δημιουργό» του, τον Δρ. Eldon Tyrell (Joe Turkel), αλλά το αίτημά του για «περισσότερη ζωή» επιπλήττεται έντονα ως γενετική αδυναμία. «Το φως που καίει δύο φορές περισσότερο, καίει στη μισή διάρκεια» εξηγεί κυνικά ο Tyrell. Η αναπόφευκτη τελική σύγκρουση του ανθρώπου (;) Decart με το επιβλητικό ανθρωποειδές Batty χορογραφείται με μνημειώδη τρόπο από τον Scott, με τη συνεπικουρία της υγρής και αποπνιχτικής φωτογραφίας του Jordan Cronenweth.

Ο προερχόμενος από τον χώρο της διαφήμισης Scott είχε ήδη δείξει στις δύο πρώτες ταινίες, το The Duelists (1977) και το Alien (1979), το ταλέντο του στην ανασύσταση ή τη δημιουργία κόσμων του παρελθόντος ή του μέλλοντος. Ο άγγλος σκηνοθέτης, αντλώντας πολλά στοιχεία σε επίπεδο αισθητικής, ατμόσφαιρας και αφήγησης από τα φιλμ νουάρ του παρελθόντος, κατόρθωσε να δημιουργήσει ένα κράμα έγχρωμου νουάρ και φουτουριστικής περιπέτειας, σε μια ζοφερή ατμόσφαιρα με σκοτεινό φωτισμό, έντονες σκιές, παράδοξες γωνίες λήψεων και διάχυτη μελαγχολία. Η αρχιτεκτονική της μητρόπολης συντίθεται από παρακμιακά κτίρια με κολοσσιαίες κατασκευές που θυμίζουν τα ζιγκουράτ της Μεσοποταμίας και τις πυραμίδες των Αζτέκων, με αχανείς εσωτερικές αίθουσες και τεράστιες κολώνες αιγυπτιακού τύπου. Το εξωτερικό τοπίο θλιβερό, βροχερό, πνιγμένο στις αναθυμιάσεις, με φωτεινές ιαπωνικές διαφημίσεις νέον που αναβοσβήνουν συνεχώς και με ιπτάμενα ταξί που διασχίζουν τον σκοτεινό ουρανό. Μια πολυπολιτισμική ανθρώπινη μάζα με εμφανή ανατολίτικη επικράτηση συνωστίζεται στους χαοτικούς δρόμους, τους γεμάτους ρύπους και ατμούς, με ένα καπνισμένο ημίφως να τυλίγει τα πάντα. Το μέλλον δεν παρουσιάζεται ως ένα τέλειο ουτοπικό όνειρο, αλλά μάλλον ως ένα εφιαλτικό όραμα της Κόλασης, στο οποίο η υψηλή τεχνολογική πρόοδος βρίσκεται δίπλα στην εξαθλίωση: όσο η ανθρωπότητα γίνεται εξυπνότερη, τόσο ο κόσμος γίνεται πιο αποκρουστικός. Η πόλη κάτω από τη μονολιθική κυριαρχία της ‘’Tyrell Corporation’’ είναι ένας χώρος εμπορευματικού φετιχισμού με επίμονες ηχητικές προτροπές για να «ζεις και να εργάζεσαι στο διάστημα». Όλα είναι cult στο «Blade Runner» και σε αυτό συμβάλλει σε μέγιστο βαθμό η διαγαλαξιακή ηλεκτρονική μουσική του Βαγγέλη Παπαθανασίου.

Το “Blade Runner” προσφέρει ένα ανατριχιαστικό όραμα για έναν μελλοντικό κόσμο που καταδυναστεύεται από εκτοπισμένη ηθική, απάνθρωπο καπιταλισμό και φασιστικές πολιτικές. Όμως, σε ένα δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης η ταινία είναι μια υπαρξιακή ελεγεία για τον θάνατο, με τους χαρακτήρες να ζουν με τον φόβο του ή στα πρόθυρά του. Κι εμείς νοιώθουμε ενσυναίσθηση για αυτούς τους εκπεσόντες αγγέλους που επαναστατούν ενάντια σε έναν σκληρό θεό-δημιουργό, αναζητώντας , όπως και εμείς, μια απάντηση για την παροδικότητα της ύπαρξης. Παράλληλα, ως έργο τέχνης, μας χαρίζει συνταρακτικές σεκάνς «τρομερής ομορφιάς». Σε μια από αυτές, ο αρχηγός των ρομπότ, ενώ τελειώνει ο χρόνος του, αναπολεί όσα εκπληκτικά είδε στη σύντομη ζωή του: «Όλες αυτές οι στιγμές θα χαθούν μες στον χρόνο σαν δάκρυα στη βροχή». Μιλά για εκείνον, μιλά και για μας!..

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

49 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *