Bitter Harvest
- Bitter Harvest
- Devil's Harvest
- 2017
- Καναδάς
- Αγγλικά, Ρωσικά
- Αισθηματική, Έπος, Εποχής, Πολεμικό Δράμα, Πολιτική
- 11 Ιανουαρίου 2018
Σοβιετική Ένωση, Ουκρανία, 1933. Η Νατάλκα και ο Γιούρι είναι ένα αγαπημένο ζευγάρι που παλεύει στο πλάι των κουλάκων αγροτών γονιών τους να επιβιώσουν κατά την εποχή όπου ο Στάλιν εξαπέλυε την κολεκτιβιστική του καμπάνια, με αποτέλεσμα να επέλθει θανατηφόρος λιμός στην ευρύτερη περιοχή. Ο Γιούρι είναι ένας καλλιτέχνης προερχόμενος από οικογένεια επαναστατών, αλλά σιγά-σιγά ενσωματώνεται με την αντι-μπολσεβίκικη αντίσταση της σχολής του Κιέβου, ενώ η οικογένεια και η αγαπημένη του, η Νατάλκα, υποφέρουν από τις τακτικές του σταλινικού καθεστώτος.
Σκηνοθεσία:
George Mendeluk
Κύριοι Ρόλοι:
Max Irons … Yuri
Samantha Barks … Natalka
Barry Pepper … Yaroslav
Tamer Hassan … Sergei
Terence Stamp … Ivan
Aneurin Barnard … Mykola
Richard Brake … Medved
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Richard Bachynsky Hoover, George Mendeluk
Στόρι: Richard Bachynsky Hoover
Παραγωγή: Stuart Baird, Chad Barager, Jaye Gazeley, Ian Ihnatowycz, George Mendeluk
Μουσική: Benjamin Wallfisch
Φωτογραφία: Douglas Milsome
Μοντάζ: Stuart Baird, Lenka Svab
Σκηνικά: Martin Hitchcock, Vladimir Radlinski
Κοστούμια: Tatyana Fedotova, Galina Otenko, Aleksandra Stepina
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Αρνητική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Bitter Harvest
- Ελληνικός Τίτλος: Bitter Harvest
- Εναλλακτικός Τίτλος: Devil’s Harvest [ανεπίσημος]
Παραλειπόμενα
- Ο ουρκρανο-καναδός σεναριογράφος Richard Bachynsky Hoover συνέλαβε την ιδέα για την ταινία το 1999 και σε επίσκεψη του στα πάτρια εδάφη. Ήθελε δε να γίνει αγγλόφωνη, ώστε να διαδοθεί το μήνυμα της ανά τον κόσμο. Η ουκρανική κυβέρνηση και οι επιχειρηματίες της χώρας που απευθύνθηκε δεν ενδιαφέρονταν να δώσουν χρήματα, κάτι που βγήκε από τον επίσης ουκρανο-καναδό επενδυτή Ian Ihnatowycz. Παρότι όμως αυτός έδωσε 21 εκατομμύρια δολάρια, οι εισπράξεις ήταν μόλις 5,57.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 9/1/2018
Το Γολοντομόρ, ο μεγάλος λιμός που έπληξε την Ουκρανία το 1932 και το 1933 και που προκλήθηκε σύμφωνα με την πλειοψηφία των ιστορικών μελετών που έχει διεξαχθεί γύρω από το γεγονός από την πολιτική κολεκτιβοποίησης που ασκήθηκε εντόνως τότε από τη Σοβιετική Ένωση, πέραν από ένα σοβαρό αντικείμενο μελέτης αποτελεί και τη χαρά του κάθε ντουλαπωμένου απολογητή του φασισμού, μιας και η έλλειψη καταγεγραμμένων αρχείων νεκρών έχει οδηγήσει σε αμέτρητους υπολογισμούς για τον αριθμό τους, με τη συγκεκριμένη κατηγορία ατόμων να φουσκώνουν τα νούμερα σε βαθμό που να ξεπερνούν τα θύματα του Ολοκαυτώματος ως βάση μιας ρητορείας τύπου «ο κομμουνισμός είναι φονικότερος του ναζισμού».
Ένα φιλμ γύρω από αυτό το θέμα έχει ευαίσθητες ισορροπίες, τις οποίες προφανώς δεν κατανοεί ο σκηνοθέτης George Mendeluk με μια προϋπηρεσία που επεκτείνεται σε δεκάδες τηλεταινίες και δεύτερης κλάσης τηλεοπτικά σήριαλ και τις κινηματογραφικές εξορμήσεις του να αγγίζουν τα καλλιτεχνικά ύψη ενός “Meatballs III: Summer Job”. Το σενάριο που έχει συνυπογράψει με τον κατά κύριο λόγο κομπάρσο Richard Bachynsky Hoover τείνει σε έναν ακραίο μανιχαϊσμό (η απόλυτη ευτυχία, ο παράδεισος επί της Γης στην Ουκρανία προ επέλασης των σοβιετικών και ο μυθικών διαστάσεων, αγνός έρωτας των δύο πρωταγωνιστών ενάντια στην απόλυτη διαφθορά και σαπίλα του Stalin και των παρατρεχάμενών του) χωρίς ενδιάμεσες αποχρώσεις, κάνοντας το τελικό αποτέλεσμα να θυμίζει σε πολλές στιγμές καρτούν. Ο νεαρός Max Irons έχει φυσικά πολλά χρόνια μπροστά του για να ωριμάσει ερμηνευτικά, εδώ όμως δεν φαίνεται να έχει κληρονομήσει την αντίστοιχη δεξιότητα του πατέρα του Jeremy σε αυτόν τον τομέα. Είναι ακόμη λίγος για να «σηκώσει» μια μεγάλη δραματική στιγμή, και ο ελλιπής σε προσωπικότητα ρόλος του δε βοηθάει την κατάσταση. Ακόμη και ικανοί ηθοποιοί όπως ο Terence Stamp και ο Barry Pepper (οι ημέρες που είχε ανακηρυχθεί ως πολλά υποσχόμενο ταλέντο με το “25th Hour” φαντάζουν τόσο μακρινές) πνίγονται από ένα σενάριο που στοχεύει σχεδόν μονίμως στη σχηματικότητα και τη χοντράδα.
Οι ήρωες βιώνουν κοσμογονικές, δραματικές αλλαγές για να προχωρήσουν σε ενέργειες κι εναλλαγές διάθεσης που δεν συνάδουν με όσα προηγήθηκαν, οι απόπειρες για ψυχογραφήματα ποτέ δεν ξεπερνούν το απλοϊκό δίπολο «ηρωικός-μοχθηρός», οι συμβολισμοί είναι κραυγαλέοι (η σκηνή με το ματωμένο ψωμί θα μπορούσε να ήταν σύλληψη παιδιού), ενώ ακόμη και οι προφανείς προθέσεις των δημιουργών για μια τοποθέτηση υπέρ της θεώρησης ότι το Γολοντομόρ ήταν μια ενέργεια σχεδιασμένης γενοκτονίας από τη Σοβιετική Ένωση σαμποτάρονται από ένα άνισο κείμενο που τη μια στιγμή το διατρέχει φανατικός αντικομμουνισμός (ένας από τους χαρακτήρες σε μια στιγμή λέει «έκανα λάθος που πίστευα ότι θα μπορούσα να είμαι ταυτόχρονα κομμουνιστής και πατριώτης») και την άλλη αφήνει εκτός αφήγησης στοιχεία που θα μπορούσαν να ενισχύσουν τη θέση της, όπως τα φαινόμενα κανιβαλισμού που έπληξαν την Ουκρανία εκείνη την περίοδο.
Ασχέτως ιδεολογικών τοποθετήσεων, πρόκειται για μια γελοία δημιουργία. Πάσχει από μια προφανή κρίση ταυτότητας ξεκινώντας ως κακογραμμένο ρομάντζο, παίρνοντας τελικά την κατεύθυνση του ιστορικού μελοδράματος και κορυφώνεται σαν πολεμική ταινία δράσης, με τον περιορισμένο προϋπολογισμό να οδηγεί σε εικόνες απείρου κάλλους με ειδική μνεία στις ψηφιακές εκρήξεις που χρησιμοποιούν CGI ποιότητας παραγωγής για κυκλοφορία κατευθείαν σε DVD. Κυρίως όμως ξεκινά από μια υποτιθέμενα σοβαρή βάση και καταλήγει να την εξευτελίζει με μια σειρά αισθητικών και δραματουργικών επιλογών που προκαλούν μέχρι και το μειδίαμα. Λίγα υπάρχουν για να αποτρέψουν το τελικό αποτέλεσμα να αγγίξει εντελώς τον πάτο, με ίσως το πιο σημαντικό την όμορφη κινηματογράφηση του Douglas Milsome που είναι καλοστεκούμενη στο μάτι.
Κατά τα άλλα ούτε εκπαιδευτική αξία υπάρχει μιας και η κεντρική ιστορία είναι μυθοπλασία, απλά τοποθετημένη σε ένα υπαρκτό ιστορικό πλαίσιο, ούτε όμως ψυχαγωγική. Ακόμη κι όσοι έχουν τη “Μαύρη Βίβλο του Κομμουνισμού” στο κομοδίνο τους δεν είναι εγγυημένο ότι θα καταπιούν εύκολα τις δεκάδες καλλιτεχνικές αστοχίες που υπάρχουν εδώ…
Βαθμολογία: