Ο Χάρις Σόου, ένας γκρινιάρης, αλλόκοτος και συνταξιούχος συγγραφέας, συμμετέχει με μεγάλη απροθυμία σε μία τελευταία περιοδεία βιβλίου, προκειμένου να βοηθήσει έναν μικρό εκδοτικό οίκο.
Σκηνοθεσία:
Lina Roessler
Κύριοι Ρόλοι:
Michael Caine … Harris Shaw
Aubrey Plaza … Lucy Stanbridge
Scott Speedman … Jack Sinclair
Ellen Wong … Rachel Spence
Cary Elwes … Halpern Nolan
Veronica Ferres … Drew Davis
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Anthony Grieco
Παραγωγή: Arielle Elwes, Cassian Elwes, Pierre Even, Wayne Marc Godfrey, Petr Jakl, Jonathan Vanger
Μουσική: Paul Leonard-Morgan
Φωτογραφία: Claudine Sauve
Μοντάζ: Arthur Tarnowski
Σκηνικά: Mario Hervieux
Κοστούμια: Sophie Lefebvre
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Best Sellers
- Ελληνικός Τίτλος: Best Sellers
Παραλειπόμενα
- Πρωτόλεια κινηματογραφική σκηνοθεσία για τη Lina Roessler, μετά από τις 3 μικρού μήκους ταινίες. Ντεμπούτο όμως αποτελεί και για τον σεναριογράφο Anthony Grieco.
- Λόγω επιπλοκών με επίκεντρο την υγειονομική κρίση, η ταινία επιλέχθηκε μεν να κάνει πρεμιέρα στο φεστιβάλ Βερολίνου, αλλά δεν μπόρεσε να συμμετάσχει.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 4/9/2021
Υποσχόμενο πάντα το «πάντρεμα» δυο ηθοποιών εντελώς διαφορετικών γενεών και σχολών, το τελικό αποτέλεσμα όμως καταλήγει μονάχα να τους αδικεί κατάφωρα.
Το «Best Sellers» είναι μια δραμεντί εξαιρετικά άτσαλη σε πολλά πεδία, που μόνο σποραδικά έχει κάποιες εκλάμψεις έμπνευσης, οι οποίες πνίγονται μέσα σε ένα σύνολο αβέβαιο για τον εαυτό του. Η ποιότητα του χιούμορ ειδικά παραπέμπει σε χοντράδα της σχολής των κακών στιγμών του Todd Phillips, με την επίγευση που μένει να γίνεται χειρότερη από το γεγονός ότι τα περισσότερα από τα άκομψα αστεία συνδέονται άμεσα με τον χαρακτήρα του Michael Caine, που διαχρονικά έχει ταυτιστεί με ένα υψηλότερο επίπεδο από αυτό των καλαμπουριών που του ανατίθενται. Όταν το δραματικό κομμάτι, ειδικά από το δεύτερο μισό κι έπειτα, αρχίζει να εντείνει την παρουσία του, έρχεται η σειρά των κλισέ να «σηκώσουν κεφάλι», με μπανάλ ιδέες που έχει εξαντλήσει προ πολλού το αμερικανικό σινεμά (η πολυαγαπημένη νεκρή σύζυγος, ο ευαίσθητος εσωτερικός κόσμος του πρωταγωνιστή κάτω από έναν αντικοινωνικό φλοιό). Είναι όμως και τόσο κραυγαλέα η αντίθεση μεταξύ του κωμικού ξεκινήματος και της «σοβαρής» συνέχειας, που αποκομίζει κανείς την αίσθηση δύο σεναρίων που πακεταρίστηκαν στη συσκευασία του ενός. Κάποια προσχήματα πάντως σώζονται λόγω αυτής της μεταστροφής στον τόνο, που φαίνεται να ταιριάζει περισσότερο με τη θεματολογία σε σύγκριση με ό,τι προηγήθηκε, και, τουλάχιστον, η Lina Roessler κατορθώνει να στήσει με έναν αξιοπρεπή επαγγελματισμό το φιλμ της, παρά τους περιορισμούς του προϋπολογισμού που φαίνονται. Οι οπτικές της συνθέσεις, σε συνδυασμό με τα γλυκά, χειμερινά χρώματα της φωτογραφίας της Claudine Sauve εκπέμπουν μια αυτοπεποίθηση αν μη τι άλλο που λείπει από το κείμενο.
Τόσο η Plaza όσο κι ο Caine είναι λιγότερο ή περισσότερο παγιδευμένοι με το υλικό που τους έχει δοθεί. Ειδικά όμως ο δεύτερος καλείται να υποδυθεί κι έναν ήρωα εντελώς αμερικανικής ιδιοσυγκρασίας, παρότι έχει υποτίθεται καταγωγή από το Ηνωμένο Βασίλειο, η οποία έρχεται σε ευθεία σύγκρουση με το βρετανικό φλέγμα που αποτελεί σε άλλες περιπτώσεις σήμα κατατεθέν του θρυλικού ηθοποιού. Προς το φινάλε, όταν το ύφος της ταινίας φλερτάρει με τη συγκίνηση, ο ίδιος μοιάζει να βρίσκεται περισσότερο στο στοιχείο του, αλλά η ζημιά έχει ήδη γίνει. Η πρώτη, πάλι, λόγω σεναρίου απεκδύεται σχεδόν εντελώς το ιδιαίτερο χιούμορ που χαρακτηρίζει πολλούς από τους ρόλους της, παραδίδοντας μια άνευρη ερμηνεία εξαιτίας των καθοδηγήσεων που αναγκαστικά ακολουθεί.
Η σούμα είναι αυτή μιας δουλειάς που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ανεπαρκής, που προσπαθεί να αποσπάσει το γέλιο με φθηνό τρόπο, και αργότερα το δάκρυ με μελοδραματισμούς.
Βαθμολογία: