H ταραγμένη ζωή του ποιητή του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, Ζίγκφριντ Σασούν. Πορτρέτο μιας σύνθετης προσωπικότητας που επέζησε από τη φρίκη του πολέμου και βραβεύτηκε για την ανδρεία του, αλλά άσκησε δριμεία κριτική στην κυβέρνηση όταν έληξε η θητεία του. H αριστοκρατία και η αφρόκρεμα του λογοτεχνικού και θεατρικού κόσμου του Λονδίνου τον λάτρεψαν, ώσπου ξεκίνησε να συνάπτει σχέσεις με διάφορους άνδρες καθώς προσπαθούσε να συμβιβαστεί με την ομοφυλοφιλία του.

Σκηνοθεσία:

Terence Davies

Κύριοι Ρόλοι:

Jack Lowden … Siegfried Sassoon

Peter Capaldi … Siegfried Sassoon (μεγαλύτερος)

Simon Russell Beale … Robbie Ross

Jeremy Irvine … Ivor Novello

Kate Phillips … Hester Gatty

Gemma Jones … Hester Sassoon (μεγαλύτερη)

Ben Daniels … Δρ Rivers

Calam Lynch … Stephen Tennant

Anton Lesser … Stephen Tennant (μεγαλύτερος)

Matthew Tennyson … Wilfred Owen

Geraldine James … Theresa Thornycroft

Harry Lawtey … Bobby Andrews

Julian Sands … αρχίατρος

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Terence Davies

Παραγωγή: Michael Elliott

Φωτογραφία: Nicola Daley

Μοντάζ: Alex Mackie

Σκηνικά: Andy Harris

Κοστούμια: Annie Symons

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Benediction
  • Ελληνικός Τίτλος: Ευλογία

Άμεσοι Σύνδεσμοι

  • Αναγέννηση (1997)

Κύριες Διακρίσεις

  • Βραβείο σεναρίου στο φεστιβάλ του Δουβλίνου.
  • Βραβείο σεναρίου στο φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν.

Παραλειπόμενα

  • Επιστροφή του Terence Davies μετά από 5χρονη απουσία από τα πλατό.
  • Ως κεντρικό χαρακτήρα ταινίας, τον Siegfried Sassoon τον συναντάμε και το 1997 στο Αναγέννηση (Regeneration) του Gillies MacKinnon (εκεί τον ερμήνευε ο James Wilby). Το φιλμ όμως βασίζονταν σε μια καθαρά μυθοπλαστική εκδοχή της ζωής του, όπως παρουσιάζονταν σε μυθιστόρημα της Pat Barker. Σε μια ακόμα πιο μυθοπλαστική εκδοχή του, ήταν ήρωας στο επεισόδιο Somme, Early August 1916 της σειράς The Young Indiana Jones Chronicles.

Κριτικός: Ρωμανός Αναστασίου

Έκδοση Κειμένου: 26/4/2023

Οι σύγχρονες ταινίες εποχής, ιδιαιτέρως όσες απεικονίζουν ιστορικά πρόσωπα και διαδραματίζονται κατά τη διάρκεια κάποιου από τους δύο παγκοσμίους πολέμους, έχουν εκ των προτέρων ίσως δυσχερή θέση στα μάτια του θεατή που ψάχνει κάτι πιο ενδιαφέρον πέραν του να μην πέσει στο απογευματινό χάσμα του καρνέ μεταξύ μιας πολυάσχολης Πέμπτης και ενός κλεισμένου Σαββάτου. Ο ατέρμονος φαύλος κύκλος διαφήμισης και διαλόγου μεταξύ θεατών αυτού του είδους ταινίας ως “σοβαρή” και “πιστή στην πραγματικότητα” δρουν ως συνώνυμα για μια ψυχρή, αποστασιοποιημένη ματιά, της οποίας το βλέμμα μετατρέπει τα πρόσωπα και γεγονότα που πραγματεύεται σε κέρινα ομοιώματα, και τη συνθετότητα προσωπικοτήτων και συμβάντων σε γνώριμες απλουστευτικές γραμμικότητες. Οι απολύτως θεμιτές προκαταλήψεις που μπορεί κανείς να έχει αποκτήσει για το είδος της “ιστορικής” ταινίας -του οποίου η επανειλημμένη προσοχή από την Ακαδημία ισούται πρακτικά με εγγύηση αδιαφορίας- δεν βρίσκουν σχεδόν κανένα αντίκρισμα στην “Ευλογία”, την τελευταία κυκλοφορία του πολλάκις αναγνωρισμένου Terence Davies.

Παρότι στο ξεκίνημά της ταινίας η χρήση πραγματικών πλάνων από τον Πρώτο Παγκόσμιο και η voiceover απαγγελία ποιημάτων του βρετανού ποιητή του Μεγάλου Πολέμου Siegfried Sassoon υπονοεί επίφοβη ρηχότητα και προσκόλληση στο φαινομενικά “ιστορικό” στον καχύποπτο, η συνέχεια σύντομα αποκαλύπτει πως ο Davies είναι αρκετά οξυδερκής ώστε να προτιμήσει μια πιο αφαιρετική απεικόνιση της εποχής και του προαναφερθέντος πρωταγωνιστή. Το πορτραίτο των στιγμιοτύπων της δύσκολης ζωής του ποιητή καθοδηγείται περισσότερο από συναισθηματικούς ρυθμούς και διαισθητική ψηλάφηση των νοηματικών κλωστών που διέπουν τα χρόνια που απεικονίζονται, όλα από τη σύνθετη ματιά ενός πολυσχιδούς ανθρώπου. Με άλλα λόγια, ο Davies δεν αναλώνεται στις χειριστικές ευκολίες μιας γραμμικής αφηγηματικότητας με σκοπό να κάνει το συναισθηματικό καλειδοσκόπιο της οπτικής ενός ανθρώπου ένα προσβλητικό “νιανιά” προφανών συμπερασμάτων και κενής ηθικολογίας. Τουναντίον, αφήνει την εγγενή απροσδιοριστία μιας ζωής να παρουσιαστεί με ώριμο και αβίαστο τρόπο, αναδεικνύοντας ένα ιδιαίτερα ραφιναρισμένο σεναριακό ήθος.

Παρομοίως αλλά με σαφώς λιγότερο πάθος ακολουθούν κάποια από τα υπόλοιπα συστατικά της ταινίας, όπως το μοντάζ. Η φωτογραφία, συγκεκριμένα, διέπεται από τη συμβατική ομορφιά και τα ήπια, ξεβαμμένα χρώματα που θα περίμενε κανείς από μια ταινία εποχής, με τον ίδιο τρόπο που θα περίμενε κανείς να ξεπλυθεί με πορτοκαλί και κίτρινο περνώντας τα σύνορα του Μεξικό αν έχει δει πάνω από μισή αστυνομική σειρά. Φυσικά, όπως και στην περίπτωση της σκηνοθεσίας, καμία ανικανότητα δεν υπονοείται. Μπορεί κανείς και στα δύο να βρει, αντιθέτως, όπως και στην πρωταγωνιστική ερμηνεία, στιγμές βαθιάς έμπνευσης που ηλεκτρίζουν απροσδόκητα, ειδικά προς το τέλος της ταινίας.

Η πιο ασυνήθιστη αφηγηματική και, κατά προέκταση, φιλοσοφική οδός που ακολουθεί η ταινία δεν την καθιστά απόρθητη στον μέσο θεατή, καθιστώντας την απολύτως κατάλληλη για πρόταση πέραν αυτών που θα περιγράφονταν (ή χειρότερα, αυτοπεριγράφονταν) ως “σινεφίλ”, ίσως με την εξαίρεση των πολύ επίφοβων της συνομοταξίας συστηματικής ελαφριάς αγκωνιάς και ψιθυριστού “ποιος είναι τώρα αυτός;” καλυμμένοι από το σκοτεινό πέπλο της κινηματογραφικής αίθουσας. Εν ολίγοις, η “Ευλογία” είναι -ευτυχώς- πολύ μακριά από μια οπτικοακουστική καταχώρηση μιας σελίδας στη Βικιπαίδεια για τον Siegfried Sassoon, χωρίς όμως να είναι άμεμπτο από κάποια αισθητικά κλισέ και έναν ατυχή περιστασιακό δισταγμό να ακολουθήσει ακόμη πιο βαθιά τα πιο ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά της πειραματικής της απεικόνισης.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

12 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *