
Η Σεβερίν Σεριζί είναι μια νεαρή κοπέλα της αστικής τάξης, η οποία αν και αγαπά τον άντρα της αδυνατεί να ικανοποιηθεί σεξουαλικά μαζί του. Πολύ συχνά καταφεύγει στις σαδομαζοχιστικές φαντασιώσεις της, και τελικά θα οδηγηθεί σε ένα πορνείο πολυτελείας όπου εργάζεται καθημερινά για τρεις ώρες. Εκεί θα ανακαλύψει τα όριά της στο σεξ, αλλά και θα αρχίσει να αισθάνεται τύψεις για το σύζυγό της που τόσο αγαπά αλλά που αδυνατεί να του το δείξει με θέρμη.
Σκηνοθεσία:
Luis Bunuel
Κύριοι Ρόλοι:
Catherine Deneuve … Severine Serizy
Jean Sorel … Pierre Serizy
Michel Piccoli … Henri Husson
Genevieve Page … μαντάμ Anais
Pierre Clementi … Marcel
Francoise Fabian … Charlotte
Macha Meril … Renee
Francisco Rabal … Hyppolite
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Luis Bunuel, Jean-Claude Carriere
Παραγωγή: Raymond Hakim, Robert Hakim
Φωτογραφία: Sacha Vierny
Μοντάζ: Louisette Hautecoeur
Σκηνικά: Robert Clavel
Κοστούμια: Helene Nourry
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Belle de Jour
- Ελληνικός Τίτλος: Η Ωραία της Ημέρας
- Διεθνής Εναλλακτικός Τίτλος: Beauty of the Day
Άμεσοι Σύνδεσμοι
- Για Πάντα Ωραία (2006)
Σεναριακή Πηγή
- Μυθιστόρημα: Belle de Jour του Joseph Kessel.
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για Bafta πρώτου γυναικείου ρόλου (Catherine Deneuve).
- Χρυσός Λέοντας στο φεστιβάλ Βενετίας.
Παραλειπόμενα
- Ο τίτλος είναι μια παράφραση του γαλλικού όρου belle de nuit (ωραία της νύχτας), που αναφέρεται στις πόρνες. Επειδή όμως η ηρωίδα εργάζεται μονάχα ημέρα, έγινε η “ωραία της ημέρας”. Είναι όμως και το γαλλικό όνομα του άνθους ημεροκαλλίδα, που ανθίζει μονάχα κατά τη διάρκεια της ημέρας.
- Γράφτηκε ότι κάποια στιγμή ο Bunuel ομολόγησε ότι ούτε ο ίδιος δεν ήξερε αληθινά τι σήμαινε το φινάλε.
- Τα περισσότερα από όσα φοράει η Deneuve επί του φιλμ ανήκουν στον Yves St. Laurent.
- Αυτή ήταν η πιο πετυχημένη εμπορικά ταινία του Bunuel.
- Ο Martin Scorsese προώθησε μια μικρή επανέκδοση στις ΗΠΑ το 1995, ακολουθούμενη από DVD το 2002.
- Το 2006, ο Manoel de Oliveira έβγαλε το Για Πάντα Ωραία (Belle Toujours), όπου οι δύο κεντρικοί χαρακτήρες ξανασυναντιούνται μετά από πολλά χρόνια.
Κριτικός: Φίλιππος Χατζίκος
Έκδοση Κειμένου: 31/1/2020
Η Σεβερίν είναι η πρότυπη σύζυγος μεγαλοαστού: απαστράπτουσα, υπομονετική, αξιοπρεπής, ικανή να περιμένει εντός των τειχών του πολυτελούς οίκου τον σύζυγο να γυρίσει από τη δουλειά. Είναι όμως και μια βαθύτατα καταπιεσμένη γυναίκα, που αποστρέφεται την ιδέα οποιασδήποτε σεξουαλικής επαφής με τον συμβίο της. Όταν ένας ελευθεριάζων μεσήλικας από το περιβάλλον του συζύγου της της προτείνει να προσφέρει τις υπηρεσίες της ως πόρνη πολυτελείας σε έναν οίκο ανοχής, η Σεβερίν αποφασίζει να ακολουθήσει την πρόκληση, παρά τις αρχικές επιφυλάξεις της. Έτσι, από σύζυγος μεγαλογιατρού, γίνεται η «Ωραία της Ημέρας», και από αντικείμενο που ομορφαίνει τον χώρο, υποκείμενο ανθρώπινης συμπεριφοράς.
Είναι τόσο μεγάλη η αρνητική έλξη που ασκεί η μπουρζουαζία στον Μπουνιουέλ που μοιάζει να μη χορταίνει να αναλύει τη φαιδρότητά της: στο «Belle de Jour», εν αντιθέσει με τα επόμενα έργα της γαλλικής περιόδου, εμπαίζει της συνήθειές της με τρόπο περισσότερο φλεγματικό και λιγότερο ευθέως σαρκαστικό. Η προσήλωσή του εδώ εντοπίζεται όχι στην έκθεση της γελοιότητας των μεγαλοαστικών ηθών, αλλά στην παρατήρηση των καταβολών τους και στη σωτήρια επέμβαση του υποσυνειδήτου που αποτελεί τελευταίο οχύρωμα απέναντι στη μίζερη επέλαση του συντηρητισμού.
Ο ισπανός δημιουργός κινηματογραφεί μια τρομακτικά καθάρια όψη της μεγαλοαστικής ανίας: θα μπορούσε ο παράτιτλος ολόκληρου του φιλμικού κειμένου να είναι «l’ennui». Οι νύχτες της μικροπαντρεμένης Σεβερίν ανήκουν στην εύπορη πλήξη του σύγχρονου παλατιού, των εκ προοιμίου λυμένων προβλημάτων, της ικανοποίησης όλων των επιθυμιών προτού αυτές γεννηθούν. Τα μεσημέρια της λοιπόν οφείλουν να επαναστατήσουν. Κάπως έτσι, η Σεβερίν γίνεται πόρνη ημέρας, αποκλειστικά μεσημβρινής βάρδιας, ώστε να μπορεί το βράδυ να επιστρέφει στην αδιατάρακτη νωθρότητα της συζυγικής της κλίνης.
Κέντρο της μπουνιουελικής χλεύης είναι ο χριστιανικός πουριτανισμός, τον οποίο βλέπει ως μάστιγα του δυτικού πολιτισμού που παλεύει να αποκόψει τον άνθρωπο από κάθε τι απολαυστικό. Στο βασίλειο του πουριτανισμού, κάθε επιθυμία συνιστά πειρασμό που πρέπει να αποφευχθεί για την εξασφάλιση του ενάρετου βίου, και η σεξουαλική ορμή αποτελεί πεδίον δόξης λαμπρό για χριστιανικά κηρύγματα που καλούν τον άνθρωπο στον δρόμο της αρετής. Για τον Μπουνιουέλ, η χριστιανική πίστη σφαγιάζει κάθε ερωτισμό και δημιουργεί ένα ολότελα ανιαρό σύστημα αξιών, ριζικά αντίθετο με όσα αποζητά η ανθρώπινη ψυχή.
Ωστόσο, η ασίγαστη καταπίεση, ειδικά σε έναν τομέα τόσο συνυφασμένο με το μύχιο του ανθρώπου όσο η σεξουαλικότητα, οδηγεί σε οριστική απώλεια ταυτότητας. Ο άνθρωπος που δεν δικαιούται να επιθυμήσει δεν μπορεί να γνωρίζει ποιος είναι, και έτσι αναπόφευκτα μισεί τον εαυτό του. Η φυσική έλξη που ασκεί στον νου το απόκρυφο, ο απαγορευμένος καρπός, εάν συνδυαστεί με απωθημένες ορέξεις που ποτέ δεν βγήκαν στην επιφάνεια, φαντάζει διαβατήριο για τη διαστροφή. Η μεγαλοαστή σύζυγος Σεβερίν επιζητά τη μαζοχιστική ταπείνωση μήπως και θυμηθεί ότι βρίσκεται ακόμα εν ζωή, αφού κάθε τι που θα μπορούσε να της το θυμίσει εντός του συζυγικού οίκου απορρίπτεται εντόνως από τα χρηστά ήθη.
Η πεπιεσμένη επιθυμία ωθείται, μοιραία, στο υποσυνείδητο, τη θεματολογική «πατρίδα» του σουρεαλιστή δημιουργού. Όσο πιο «ηθική» γίνεται η ζωή της Σεβερίν, τόσο πιο οργιαστική και παιγνιώδης γίνεται η φαντασία της: αυτό είναι το δικό της προνομιακό πεδίο αντίστασης στην πλήξη, το μόνο που ελέγχει η ίδια καθ’ ολοκληρία. Η ταινία είναι πλημμυρισμένη από εφιάλτες ταπείνωσης που είναι κινηματογραφημένοι σαν όνειρα αυτοεκπλήρωσης της Σεβερίν. Γι’ αυτό και η συζήτηση περί του τι συμβαίνει στα αλήθεια και τι όχι μάλλον περιττεύει: όσα συμβαίνουν στην πραγματικότητα είναι εξίσου αληθινά με όσα συμβαίνουν στη φαντασία της, αφού μόνο εκεί όντως ζει. Ο Μπουνιουέλ καταργεί μαεστρικά και ανεπαίσθητα τα όρια ανάμεσα σε φαντασίωση και πραγματικότητα, και απαγορεύει σκόπιμα στον θεατή οποιαδήποτε βέβαιη κρίση περί του πού εμπίπτουν όσα βλέπει.
Η μετάβαση της Σεβερίν από την πολική ψυχρότητα στην έκσταση του σαδομαζοχισμού πραγματοποιείται πρωτίστως μέσω εναλλαγών στο ντεκόρ, ρούχων (σχέδια του Ιβ Σαιν Λοράν) και χρωμάτων. Ο αρτίστας Μπουνιουέλ εκμεταλλεύεται στο έπακρο τη φυσική πορσελάνινη όψη της Ντενέβ, και τη συνοδεύει με φορτωμένα σκηνικά και εκρήξεις του κόκκινου όσο αυτή ενδίδει στις φαντασιώσεις της. Η «Ωραία της Ημέρας» είναι ένα φιλμ εξαιρετικά οικονομικής αφήγησης: ελάχιστα πράγματα δίδονται ευθέως, τα περισσότερα αφήνονται να εννοηθούν, να αποκτήσουν σχήμα στο μυαλό του θεατή, ο οποίος καλείται να επιστρατεύσει τη φαντασία του, ακολουθώντας το ταξίδι της πρωταγωνίστριας.
Ομοίως, δεν υπάρχει σχεδόν τίποτα προκλητικό στην όψη του έργου: η αληθινή πρόκληση γεννάται αναπόδραστα μέσα στη φαντασία του κοινού. Ο Μπουνιουέλ προβοκάρει θεματικά, όχι οπτικά, γιατί στοχεύει στην έξαψη του θυμικού του κοινού με τρόπο μυστηριακό. Όσα περισσότερα πράγματα αφήνονται να συμπληρωθούν από τη φαντασία του θεατή, τόσο περισσότερο αυτός αισθάνεται συμμέτοχος στην ανόσια επανάσταση της σεξουαλικής απελευθέρωσης της Σεβερίν από την ανία.
Ο βαθιά ειρωνικός Μπουνιουέλ παιχνιδίζει μέχρι και με τα είδη: η ταινία στα όψιμα στάδιά της αποκτά μια όψη αντίστροφης ταξικής νουάρ δημιουργίας, με την ηρωίδα σαν femme-fatale, ενώ στην πραγματικότητα είναι ακριβώς το αντίθετο. Τίποτα το θελκτικό, το ακαταμάχητο, το μοιραίο, λέει ο Μπουνιουέλ, δεν μπορεί να βρει κανείς σε μια νοικοκυρά ενός εύρωστου σπιτιού των προαστίων, παρά μόνο τη φαντασία της. Και η φαντασία της Σεβερίν κυριολεκτικά οργιάζει, παλεύοντας να εξασφαλίσει για εκείνην μία ανάσα ελευθερίας μέσα στην ασφυκτική καταπίεση της απόλυτης απουσίας λίμπιντο.
Βαθμολογία: