Bel Canto
- Bel Canto
- 2018
- ΗΠΑ
- Αγγλικά, Ισπανικά, Γαλλικά, Ιαπωνικά
- Δραματικό Θρίλερ, Μουσική, Πολιτική, Πολιτικό Θρίλερ
- 27 Σεπτεμβρίου 2018
Η Ροξάν Κρος, μια διάσημη αμερικανίδα σοπράνο, ταξιδεύει στη Νότια Αμερική για να δώσει ένα πριβέ κονσέρτο για τα γενέθλια ενός πλούσιου ιάπωνα βιομηχάνου. Στη συνάθροιση παρευρίσκονται πολιτικοί και διπλωμάτες, όταν ξαφνικά τη βίλα καταλαμβάνουν αντάρτες που απαιτούν την απελευθέρωση των φυλακισμένων συντρόφων τους. Έγκλειστοι στο ίδιο σπίτι επί έναν μήνα, όμηροι κι απαγωγείς θα αναγκαστούν να βρουν κοινούς κώδικες επικοινωνίας ακόμα κι αν μιλούν διαφορετική γλώσσα. Η μουσική θα τους οδηγήσει με μοναδικό τρόπο στο να ξεπεράσουν τις έχθρες και τις διαφορές τους, ανακαλύπτοντας ότι αυτά που τους ενώνουν είναι πιο σημαντικά από αυτά που τους χωρίζουν.
Σκηνοθεσία:
Paul Weitz
Κύριοι Ρόλοι:
Julianne Moore … Roxanne Coss
Ken Watanabe … Katsumi Hosokawa
Sebastian Koch … Joachim Messner
Christopher Lambert … Simon Thibault
Ryo Kase … Gen Watanabe
Tenoch Huerta … στρατηγός Benjamin
Olek Krupa … Fyodorov
Elsa Zylberstein … Edith Thibault
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Paul Weitz, Anthony Weintraub
Παραγωγή: Caroline Baron, Lizzie Friedman, Karen Lauder, Greg Little, Andrew Miano, Anthony Weintraub, Paul Weitz
Μουσική: David Majzlin
Φωτογραφία: Tobias Datum
Μοντάζ: Suzy Elmiger
Σκηνικά: Tommaso Ortino
Κοστούμια: Catherine Riley
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Bel Canto
- Ελληνικός Τίτλος: Bel Canto
Σεναριακή Πηγή
- Μυθιστόρημα: Bel Canto της Ann Patchett.
Παραλειπόμενα
- Βασίζεται στα αληθινά γεγονότα του 1996-97 στη Λίμα του Περού, όπως όμως αυτά διασκευάστηκαν στο μυθιστόρημα της Ann Patchett του 2001. Πριν γίνει η ταινία, το βιβλίο είχε πρώτα μεταφερθεί στην όπερα το 2015.
- Αρχικός στρατηγός Μπέντζαμιν ήταν ο Demian Bichir.
Κριτικός: Σπύρος Δούκας
Έκδοση Κειμένου: 27/9/2018
Κάπου στη Λατινική Αμερική, μια σοπράνο (Julianne Moore) καταφτάνει για μια συναυλία, για χάρη ενός πλούσιου βιομήχανου. Για κακή της τύχη, όμως, κάποιοι αντιστασιακοί αντάρτες κάνουν κατάληψη στο κτίριο με αίτημα την αποφυλάκιση συγγενικών τους προσώπων, με αποτέλεσμα να βρεθεί σε κατάσταση ομηρίας. Πρόκειται για ένα βασισμένο σε αληθινά γεγονότα μελόδραμα, προσαρμοσμένο από το μυθιστόρημα της Ann Pratchett. Ο Paul Weitz (American Pie) δοκιμάζει μια δραματική στροφή, με πολλά προβλήματα, όμως, να βαραίνουν το τελικό αποτέλεσμα.
Ξεκινώντας από το σενάριο, διαφαίνεται σαν στόχος μια προσπάθεια να αναπτυχθεί μια ζεστή σχέση μεταξύ των ανταρτών (που αγωνίζονται για το δίκιο τους) και των ομήρων (που εν προκειμένω, είναι άνθρωποι ποικίλων εθνικοτήτων, και δεν φταίνε σε κάτι επί της ουσίας). Επίκεντρο, καθώς και αφορμή αυτής της ένωσης στέκεται η σοπράνο, που μέσω της τέχνης (της μουσικής, εδώ) καθιερώνει μια ενιαία μορφή επικοινωνίας που ξεπερνά τη διαπολιτισμικότητα.
Πολύ ενδιαφέρουσα η παραπάνω ιδέα, αποτυγχάνει όμως, παταγωδώς να μεταφερθεί στον θεατή, καθώς υπάρχουν πρωτίστως σημαντικές σεναριακές και δραματουργικές ελλείψεις, και σε δεύτερο επίπεδο, ερμηνευτικές. Έχουμε ένα μωσαϊκό από χαρακτήρες που αλληλεπιδρούν καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου, περιφερόμενοι στον χώρο όπου έχουν εγκλωβιστεί, συζητώντας επ’ αόριστον, περί… ανέμων και υδάτων. Το ουσιαστικό πρόβλημα με τους διαλόγους, πέρα από την πρόχειρη έως κακή γραφή τους, που έχει ως συνέπεια να δημιουργούν συνεχώς την εντύπωση του γελοιωδώς ψεύτικου, είναι ότι στην πλειοψηφία τους δεν έχουν καμία σχέση με το πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι χαρακτήρες (αυτό του εγκλωβισμού), αλλά ούτε και αποσκοπούν στην εις βάθος ανάπτυξή τους, ή τουλάχιστον σε μια επιμέρους εστίαση που να καλλιεργεί κάποιο δραματουργικό πεδίο. Ερμηνευτικά, δε, το πρόβλημα κορυφώνεται. Παρακολουθούμε μια Julianne Moore να αναδύει αμηχανία από χιλιόμετρα. Άλλοτε να κραυγάζει με υπερβάλλοντα ζήλο για το τίποτα, και άλλοτε να στέκεται άπραγη και ανέκφραστη ενώ γύρω της γίνεται χαμός. Όλο αυτό έρχεται σε ακόμα οξύτερη αντίθεση, όταν αρχίζει να τραγουδάει με την ντουμπλαρισμένη φωνή της Ρενέ Φλέμινγκ, ακριβώς επειδή όλη η περιρρέουσα αμηχανία της (πέραν και της φωνητικής της ασυμβατότητας) δεν θα μπορούσε να καθιστά πιο ξεκάθαρο πως πρόκειται για ντουμπλάζ, ευτελίζοντας έτσι ακόμα περισσότερο τον κεντρικό θεματικό πυρήνα του όλου εγχειρήματος.
Το τέλος θα μπορούσε να φέρει ένα δραματουργικό και συναισθηματικό βάρος, αν όλο το προηγούμενο κατάφερνε με κάποιον τρόπο να λειτουργήσει.
Βαθμολογία: