Πέντε αγόρια και πέντε κορίτσια, γύρω στα 20, κάποιοι γνωστοί μεταξύ τους, άλλοι καινούργιοι στην παρέα, μακριά από τους κανόνες μιας ασφυκτικής κοινωνίας, φτιάχνουν μια δική τους, κομμένη αλλά κυρίως ραμμένη στα δικά τους μέτρα. Κάνουν κατάληψη σε ένα μεγάλο απομονωμένο σπίτι στην εξοχή, μακριά από την πόλη, και αποφασίζουν να ζήσουν εκεί, με ό,τι έχουν ως εφόδια, παρακολουθώντας σε βάρδιες αν κάποιος ξένος πλησιάσει και διαταράξει την ηρεμία της νέας τους ζωής. Οι ισορροπίες σύντομα θα διαταραχτούν, οι σχέσεις θα δοκιμαστούν, οι προμήθειες θα εξαντληθούν, μα εκείνοι θα βρουν τον τρόπο να παραμείνουν ελεύθεροι. Για όσο αντέξει το μαζί.
Σκηνοθεσία:
Νίκος Πάστρας
Κύριοι Ρόλοι:
Ναταλία Swift … Ναταλία
Ζαχαρίας Γουέλα … Ζαχαρίας
Αφροδίτη Καποκάκη … Αφροδίτη
Εριφύλη Κιτζόγλου … Εριφύλη
Χριστίνα Κυπραίου … Χριστίνα
Μάριο Μπανούσι … Μάριο
Γιώργος Μπουφίδης … Γιώργος
Κατερίνα Νταλιάνη … Κατερίνα
Χρήστος Πούλος-Ρένεσης … Χρήστος
Γιάννης Τομάζος … Γιάννης
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Νίκος Πάστρας, Ναταλία Swift, Ζαχαρία Γουέλα, Αφροδίτη Καποκάκη, Εριφύλη Κιτζόγλου, Χριστίνα Κυπραίου, Μάριο Μπανούσι, Γιώργο Μπουφίδη, Κατερίνα Νταλιάνη, Χρήστο Πούλο-Ρένεση, Γιάννη Τομάζο
Παραγωγή: Νικόλας Αλαβάνος, Νίκος Πάστρας
Μουσική: Mazoha (Τζίμης Πολιούδης)
Φωτογραφία: Πέτρος Νούσιας
Μοντάζ: Νίκος Πάστρας
Σκηνικά: Μυρτώ Δασκαρόλη, Μιχάλης Σαμιώτης
Κοστούμια: Ναταλία Swift
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Μπάσταρδα
- Διεθνής Τίτλος: Bastards
Κύριες Διακρίσεις
- Αργυρός Αλέξανδρος για το τμήμα Film Forward του φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
- Υποψήφιο για πρωτοεμφανιζόμενο σκηνοθέτη και μουσική στα βραβεία Ίρις.
Παραλειπόμενα
- Σκηνοθετικό ντεμπούτο μεγάλου μήκους για τον πολυπράγμων αλλά και βραβευμένο μοντέρ Νίκο Πάστρα.
- Πρόκειται για low-budget παραγωγή, που αναζήτησε αρχικά το μπάτζετ της μέσω καμπάνιας στο Kickstarter, αλλά έτυχε και της μέριμνας της Filmiki και του ΕΚΚ.
- Οι ηθοποιοί της ταινίας είναι όλοι τους τελειόφοιτοι της Δραματικής Σχολής του Ωδείου Αθηνών.
- Κόβοντας 3.652 εισιτήρια, κατατάχτηκε 9ο ανάμεσα στις ελληνικές ταινίες του έτους.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Η μουσική πηγάζει μέσα από το άλμπουμ Μπάσταρδο (2018) από τον Τζίμη Πολιούδη (Vagina Lips), που ακολούθησε τη γέννηση του project MAZOHA.
Κριτικός: Ορέστης Μαλτέζος
Έκδοση Κειμένου: 23/5/2023
Όσο περνά ο καιρός και αποδομώ την ταινία στο μυαλό μου, τόσο εντείνεται η αίσθηση ότι το εγχείρημα θα μπορούσε να πάει τελείως λάθος. Όμως ο πολυπράγμων στον κινηματογραφικό χώρο Νίκος Πάστρας μού άφησε την αίσθηση μιας αυστηρής εσωτερικής πειθαρχίας, την οποία επιστρατεύει για να απεικονίσει το χάος με κανόνες, όχι από τους τυποποιημένους αλλά από τους άλλους που επαφίενται στην ξεχωριστή καλλιτεχνική ταυτότητα.
Με ένα σενάριο ανεπτυγμένο με τη σύμπραξη των δέκα ηθοποιών της ταινίας, κάθε χαρακτήρας αποκτά τη δική του μικρή στιγμή όπου κατακλύζει την οθόνη και γίνεται το κέντρο προσοχής του θεατή, μέσα από πράξεις προσωπικής φύσης στερημένες ταυτόχρονα από ιδιωτικότητα αφού πάντα υπάρχει κάποιος κρυφός μάρτυρας που παρατηρεί αδιάκοπα. Αυτά τα δέκα νεαρά άτομα που ζουν σε αυτή την εξοχική κατοικία μπορεί είναι αποκομμένοι από τον κόσμο αλλά βρίσκονται εκεί μοιραία αλληλένδετοι, όλοι ταυτόχρονα αδέρφια, φίλοι, εραστές: ένας μικρόκοσμος όχι της κοινωνίας όπου ζούμε αλλά μιας κοινωνίας επαναφευρεμένης με τους δικούς της όρους που έχει απορρίψει όλα όσα την εχθρεύονται.
Με μια μονταζιακή σεκάνς που αποτελεί την εισαγωγή της ταινίας, οι χαρακτήρες μάς συστήνονται όχι με πληροφορίες για το ιστορικό τους πλαίσιο αλλά προτάσσοντας το προσωπικό τους σύστημα αξιών, το οποίο ορίζει την από κοινού διαβίωσή τους, ένα φαινομενικό μανιφέστο, ταυτόχρονα ξεκάθαρο με τη δυναμική του αλλά και ανεπιτήδευτο με την γνήσια αλήθεια του, χωρίς σκοπό να προκαλέσει τους πολέμιούς του αλλά να δηλώσει παρουσία στους ομοίους του.
Πάνω απ’ όλα, ο Πάστρας δείχνει ότι όχι απλώς κατανοεί την κινηματογραφική γλώσσα, αλλά και πρακτικά την παίζει στα δάχτυλα δημιουργώντας έναν εξαιρετικό ρυθμό σε μια ταινία που αποτελείται από φαινομενικά αυτόνομες σκηνές ανθρωποκεντρικού χαρακτήρα. Παρότι είναι εύκολο να περάσει απαρατήρητη η μεγάλη εικόνα της ιστορίας, η ένταση είναι συνεχώς παρούσα παίζοντας το δικό της παρασκηνιακό παιχνίδι. Όπως ο σκηνοθέτης προετοιμάζει εκούσια το φινάλε της ταινίας, έτσι και οι χαρακτήρες μοιάζουν ακούσια να προετοιμάζονται για την κατάληξη τους, αλλά και ο ίδιος ο θεατής καθώς αντηχούν στα αυτιά του οι στίχοι των εξαιρετικών τραγουδιών του “Mazoha” Τζίμη Πολιούδη.
Σπουδαία δουλειά γίνεται και στο εικαστικό κομμάτι. Οι επιλογές του επιτελείου κατορθώνουν να μας παρασύρουν σε έναν ονειρικό κόσμο γεμάτο από πολύχρωμα φώτα και αστραφτερό γκλίτερ, χωρίς να κρύβουν το απόλυτα ρεαλιστικό πλαίσιο από το οποίο προέρχονται και στο οποίο λειτουργούν. Ο κόσμος που δημιουργούν με τα τεχνικά τους μέσα δεν είναι άλλος από αυτόν που δημιουργούν οι δέκα χαρακτήρες στους τοίχους του σπιτιού τους, ένα όνειρο μέσα στην πραγματικότητα στο οποίο παρασύρουν τον θεατή με τον τρόπο που κι εκείνος βυθίζεται στο όνειρο που παρουσιάζεται στο πανί κι ας ξέρει ενδόμυχα ότι γύρω του βρίσκονται οι απολύτως υπαρκτοί τοίχοι ενός σινεμά.
Με αυτά τα χαρακτηριστικά είναι δυνατόν η ταινία να γνωρίσει την απόλυτη μαζική αποδοχή; Αν κάνω τον συσχετισμό με το συνταρακτικό φινάλε της, κάτι τέτοιο απορρίπτεται ευθύς εξαρχής. Αλλά αυτό ακριβώς θα είναι το μεγάλο της επίτευγμα. Είναι μια ταινία που μιλά για τον προσωπικό μικρόκοσμο των δέκα χαρακτήρων, δέκα πανέμορφων και αξιαγάπητων “μπάσταρδων”, και το μόνο το οποίο χρειάζεται είναι η αποδοχή όσων από εμάς νιώθουμε στο βάθος της ψυχής μας την ασίγαστη επιθυμία να υπάρξουμε ή να είχαμε υπάρξει έστω και για λίγο “μπάσταρδα”…
Βαθμολογία:
Megalyterh malakia den exw xanadei an hthele na valei xrwmata o skhnotheteis prepei na svhsei thn outopia apo mesa tou kati paei lathos !
Ο κύριος Μαλτέζος τα λέει όλα όπως είναι. Αλλού διαβάζω άλλα. Με τις υγείες τους.