Δεκαετία του 1750. Κατά τη διάρκεια του Επταετούς Πολέμου στην Ευρώπη, ένας νεαρός Ιρλανδός ζαλισμένος από τον έρωτα και το νεανικό αυθορμητισμό του βρίσκεται χωρίς καλά καλά να το καταλάβει παγιδευμένος στην τρέλα ενός πολέμου, όπου τακτικά σώματα στρατού παρατάσσονται με απόλυτη πειθαρχία το ένα απέναντι από το άλλο και πυροβολούν στο ψαχνό στέλνοντας μιλιούνια νέων στον θάνατο με φρικαλέα οργάνωση κι αποτρόπαιο σύστημα. Ο Ρέντμοντ τότε αποφασίζει να ξεφύγει από αυτό το μαζικό ντελίριο, παριστάνοντας τον στρατιωτικό αγγελιαφόρο, για να καταλήξει μετά από σκαμπανεβάσματα στην κοινωνική του ανέλιξη με τίτλο και πλούτη ευγενούς, ονόματι Μπάρι Λίντον.

Σκηνοθεσία:

Stanley Kubrick

Κύριοι Ρόλοι:

Ryan O’Neal … Redmond Barry (Redmond Barry Lyndon)

Marisa Berenson … λαίδη Honoria Lyndon

Patrick Magee … Chevalier du Balibari

Hardy Kruger … λοχαγός Potzdorf

Gay Hamilton … Nora Brady

Godfrey Quigley … λοχαγός Grogan

Steven Berkoff … λόρδος Ludd

Marie Kean … Belle

Murray Melvin … αιδεσιμότατος Samuel Runt

Frank Middlemass … Σερ Charles Reginald Lyndon

Leon Vitali … λόρδος Bullingdon

Leonard Rossiter … λοχαγός John Quin

Andre Morell … λόρδος Gustavus Adolphus Wendover

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Stanley Kubrick

Παραγωγή: Stanley Kubrick

Φωτογραφία: John Alcott

Μοντάζ: Tony Lawson

Σκηνικά: Ken Adam

Κοστούμια: Milena Canonero, Ulla-Britt Soderlund

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Barry Lyndon
  • Ελληνικός Τίτλος: Μπάρι Λίντον

Σεναριακή Πηγή

  • Μυθιστόρημα: The Luck of Barry Lyndon του William Makepeace Thackeray.

Κύριες Διακρίσεις

  • Όσκαρ μουσικής (διασκευή), φωτογραφίας, σκηνικών και κοστουμιών. Υποψήφιο για καλύτερη ταινία, σκηνοθεσία και διασκευασμένο σενάριο.
  • Υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα καλύτερης ταινίας (δράμα) και σκηνοθεσίας.
  • Βραβείο Bafta σκηνοθεσίας και φωτογραφίας. Υποψήφιο για καλύτερη ταινία, σκηνικά και κοστούμια.

Παραλειπόμενα

  • Η ταινία ήρθε σαν αποτέλεσμα της μανίας του δημιουργού να κάνει μια ταινία πάνω στον Ναπολέοντα, αλλά οι εταιρίες δεν ήταν έτοιμες να χρηματοδοτήσουν μία ακόμα ταινία πάνω στο ίδιο θέμα (μόλις το 1970 είχε βγει το Βατερλό). Έτσι, έστεψε την προσοχή του πάνω σε ένα άλλο θέμα εκείνης της εποχής (εκμεταλλευόμενος τις ιστορικές έρευνες που είχε ήδη κάνει), που τελικά δεν έφερε λεφτά από τις ΗΠΑ, αλλά έγινε μεγάλη επιτυχία στην Ευρώπη.
  • Ο νεοϋορκέζος σκηνοθέτης επέμεινε στη χρήση του αυθεντικού φωτισμού, και μάλιστα στις περισσότερες εσωτερικές σκηνές από απλά κεριά. Για να το καταφέρει ανακάλυψε ειδικούς φακούς, που η ΝΑΣΑ είχε χρησιμοποιήσει για την κινηματογράφηση της προσσελήνωσης του 1969. Έτσι κατάφερε να αποδώσει απόλυτα την αισθητική της τότε εποχής και να δημιουργήσει μια ταινία σκέτο πίνακα.
  • Χαρακτηριστικά ήταν και τα μακρινά διπλά πλάνα (double shots), όπου συνήθως εδώ καταλήγουν σε ένα αργό και αντίστροφο ζουμ.
  • Τα σκηνικά είχαν ως βάση τους πίνακες του William Hogarth.
  • Τα γυρίσματα κράτησαν 300 ημέρες (Άνοιξη 1973-αρχές 1974), και έλαβαν χώρα σε Ιρλανδία, Μεγάλη Βρετανία και Γερμανία. Τα εσωτερικά έγιναν κυρίως στο Λονδίνο.
  • Άφθονα τα προβλήματα κατά τη διάρκεια της παραγωγής. Από τα λογιστικά θέματα στις καιρικές συνθήκες, κι από εκεί στον φόβο ότι ο σκηνοθέτης θα μπορούσε να μπει στο στόχαστρο του ΙΡΑ. Επίσης, οι σχέσεις ανάμεσα στον Kubrick και τον O’Neal ήταν ηλεκτρισμένες.
  • Αρχικά, ο ρόλος του Μπάρι Λίντον προορίζονταν για τον Richard Harris.
  • Ο Brian Blessed γύρισε κάποιες σκηνές, που όμως κόπηκαν από το τελικό μοντάζ.
  • Ο Hardy Kruger αντικατέστησε τον Oskar Werner, κι ενώ τα γυρίσματα είχαν ήδη ξεκινήσει. Πάνω σε αυτό, κάποιοι είχαν αναφέρει ότι ο Kubrick αντικατέστησε τουλάχιστον 50 εγγλέζους ηθοποιούς, κατά τη διάρκεια της παραγωγής.
  • Η ερμηνεία του O’Neal μπήκε στο στόχαστρο αρκετών που μιλούσαν για έλλειψη βάθους επί του χαρακτήρα. Παρόλα αυτά, ο Kubrick αποθέωσε την εμφάνιση του.
  • Αρκετοί κριτικοί της εποχής είδαν ως αρνητικό τον αργό ρυθμό και τον περιορισμένο συναισθηματισμό. Με τα χρόνια, η φήμη της ταινίας ολοένα και ισχυροποιούνταν, με το φιλμ να θεωρείται ως μία από τις σπουδαιότερες στιγμές του Kubrick.
  • Ο Martin Scorsese την ονόμασε σαν την αγαπημένη ταινία από τον Kubrick. Επίσης, είναι και μία από τις πλέον αγαπημένες του Lars von Trier. Αμφότεροι επηρεάστηκαν από το έργο σε συγκεκριμένες δουλειές τους.

Μουσικά Παραλειπόμενα

  • Όπως συνήθιζε ο δημιουργός του, στο φιλμ ακούγονται κλασικά μόνο θέματα, από Bach, Vivaldi, Paisiello, Mozart και Schubert. Μαζί ακούγονται και παραδοσιακά κομμάτια, ερμηνευμένα από τα γκρουπ The Chieftains, Paddy Moloney & Sean Potts και Fifes & Drums. Το θέμα όμως που συνδέθηκε περισσότερο με την ταινία, είναι το Sarabande του George Frideric Handel. Την παραγωγή, ενορχήστρωση και διασκευή ανέλαβε ο Leonard Rosenman.

Κριτικός: Σπύρος Δούκας

Έκδοση Κειμένου: 25/11/2019

Το Μπάρι Λίντον είναι από τις ταινίες που δεν υπάρχουν πολλά για να πει κανείς ή να αναλύσει. Ας κάνουμε όμως μια προσπάθεια. Είναι ένα επικό κομψοτέχνημα εποχής, που δεν επιδέχεται συστάσεις, καθώς κατά κάποιον τρόπο, τις κάνει από μόνο του. Επί τρεις ώρες διατηρεί μια άψογη αφηγηματική ροή που καθηλώνει σε κάθε της δευτερόλεπτο, με το voiceover να εμπλουτίζει την παραμυθική αίσθηση, καθιστώντας την εμπειρία καλόβολη και απολαυστική. Είναι σαν ένας περιπετειώδης μύθος επικών προδιαγραφών.

Όσον αφορά την τεχνική, αρκεί απλά να πούμε πως όλη η ταινία θυμίζει κινούμενο πίνακα ζωγραφικής, με τα σκηνικά να έχουν ως βάση τους πίνακες του άγγλου ζωγράφου Γουίλιαμ Χόγκαρθ. Πρόκειται για μια εικόνα πραγματικά εκθαμβωτική, με καινοτόμα χρήση του φυσικού φωτισμού. Ειδικά σε πολλές εσωτερικές σκηνές, χρησιμοποιώντας απλά κεριά, δημιουργεί πλάνα που ξεχειλίζουν ρομαντισμό.

Είναι ένας ήρωας προεχόμενος από οικογένεια ευγενών της Ιρλανδίας που έχει παρέλθει σε οικονομική παρακμή. Προδομένος από την κοινωνική τάξη του, την εγκαταλείπει πεισματικά και ξεκινάει από το μηδέν προκειμένου να την κατακτήσει από την αρχή και να γίνει κυρίαρχος του εαυτού του.

Η αφήγηση είναι χωρισμένη, βάσει της Κιουμπρικικής συμμετρίας, σε δύο μέρη: την άνοδο και την αναπόφευκτη πτώση του ήρωα. Αυτή η χαρακτηριστική καμπύλη είναι αυτό που θα ονομάζαμε σκορσεζικό πάτερν, μιας που ο Σκορσέζε επηρεαζόμενος από εδώ, το καθιέρωσε ως κατεξοχήν κεντρικό δραματουργικό μηχανισμό στην μετέπειτα πορεία του.

Παρ’ όλα αυτά, αυτό που μου έκανε φανερά εντύπωση στη δεύτερη θέαση είναι ότι ο Μπάρι Λίντον δεν είναι ο τυπικός σκορσεζικός ήρωας, μιας που δεν διαφθείρεται ουσιαστικά ποτέ. Ξεκινάει με αγνά κίνητρα, ως ένα οργισμένο και τολμηρό παιδί που θέλει να κατακτήσει τον κόσμο και στην πορεία να βρει τον εαυτό του. Και τα κίνητρα αυτά ποτέ δεν αλλάζουν και ποτέ δεν χάνονται. Η ηθική του δεν διαστρεβλώνεται ποτέ. Ακόμα κι όταν στην κάθοδό του τον βλέπουμε να κάνει λάθη, τα λάθη που με μαθηματική ακρίβεια θα τον ρίξουν κάτω, ακόμα κι όταν επαναπαύεται στις κατακτήσεις του ή παρασύρεται κι αυτός από τη σαπίλα του περιβάλλοντός του, δεν γίνεται ποτέ ανήθικος, ούτε ξεχνάει από πού ξεκίνησε. Είναι οπορτουνιστής με την έννοια ότι χειραγωγεί το σύστημα προς όφελός του. Δεν χάνει όμως ποτέ την ανθρωπιά του, άρα ποτέ δε γίνεται αντιήρωας. Ξεκινάει αναζητώντας την ταυτότητά του, και το λάθος του είναι πως για να τη βρει, καπηλεύεται ταυτότητες άλλων. Ξεκινάει ως Ρέντμοντ Μπάρι, στην πορεία γίνεται Τζόναθαν Φέκεμαν, μέχρι να καταλήξει Λίντον. Αυτό είναι που προσδίδει και μια βαθιά τραγική διάσταση στον χαρακτήρα του. Ενώ κάνει μια αξιοζήλευτα περιπετειώδη ζωή, μάλλον δεν μαθαίνει ποτέ ποιος πραγματικά είναι και πού ανήκει.

Υπάρχει και μια έμμεση σατιρική διάσταση στο δράμα εποχής, καθώς και μια αντιστοιχία με το σήμερα, μιας που η εξουσία είναι μια έννοια διαχρονική. Η λεπτή σάτιρα της αριστοκρατικής τάξης που βλέπουμε εδώ ως περιβάλλουσα του κεντρικού μας ήρωα, πιθανότατα αποτέλεσε σημαντική πηγή έμπνευσης και για τη λανθιμική «Ευνοούμενη». «Οι προσωπικότητες αυτές έζησαν και τσακώθηκαν (και τσαλακώθηκαν, ας προσθέσουμε) κατά τη βασιλεία του Γεωργίου Γ’. Καλοί ή κακοί, όμορφοι ή άσχημοι, τώρα είναι όλοι ίσοι», μας λέει ο Κιούμπρικ στον επίλογό του. Όλοι αυτοί δεν είναι παρά μικρά, αδύναμα ανθρωπάκια με μια τυποποιημένη, ξύλινη γλώσσα σώματος. Και στο περιθώριο, ζουν άνθρωποι που όλη τους τη ζωή παλεύουν για το όνειρο να φτάσουν εκεί. Κι όσοι από αυτούς παραμένουν άνθρωποι όπως ο φίλος μας ο Μπάρι, και δεν το κάνουν πατώντας επί πτωμάτων, συνειδητοποιούν με λύπη πως ούτε κέρδισαν ούτε έχασαν, μιας που ακόμα δεν έμαθαν ποιοι είναι.

Όπως και να ‘χει, τα λόγια είναι περιττά, καθώς πρόκειται για αριστούργημα. Συνοπτικά, όπως εύστοχα έγραψε κι ένας κριτικός της εποχής, είναι μια ιστορία για την ταυτότητα και την απώλειά της.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

26 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *