Ο νεαρός κι όμορφος Φραντζ γνωρίζει τη φοιτήτρια Οντίλ, μια κοπέλα που ζει με πλούσιους ευεργέτες. Αυτή θα του πει πως ένας από αυτούς, ο Κος Στολτζ, έχει στο δωμάτιο του μια ντάνα με 10.000 φράνκα. Ο Φραντζ θα το αναφέρει στον φίλο του, Αρτούρ, ο οποίο δέχεται πίεση για χρήματα από τον θείο του. Οι δύο φίλοι, που λατρεύουν να αντιγράφουν αμερικανικές αστυνομικές ταινίες, πείθουν την Οντίλ να τους βοηθήσει να ληστέψουν τα χρήματα.

Σκηνοθεσία:

Jean-Luc Godard

Κύριοι Ρόλοι:

Anna Karina … Odile

Sami Frey … Franz

Claude Brasseur … Arthur

Ernest Menzer … Κος Stolz

Louisa Colpeyn … Κα Victoria

Georges Staquet … ο λεγεωνάριος

Daniele Girard … η δασκάλα αγγλικών

Jean-Luc Godard … αφηγητής (φωνή)

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Jean-Luc Godard

Παραγωγή: Jean-Luc Godard

Μουσική: Michel Legrand

Φωτογραφία: Raoul Coutard

Μοντάζ: Francoise Collin, Dahlia Ezove, Agnes Guillemot

Κοστούμια: Christiane Fageol

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Bande a Part
  • Ελληνικός Τίτλος: Μια Ξεχωριστή Συμμορία
  • Διεθνής Τίτλος: Band of Outsiders
  • Διεθνής Εναλλακτικός Τίτλος: The Outsiders
  • Εναλλακτικός Ελλ. Τίτλος: Δεν Γουστάρω την Παρέα σας [φεστιβάλ]

Σεναριακή Πηγή

  • Μυθιστόρημα (έμπνευση): Fools’ Gold του Dolores Hitchens.

Παραλειπόμενα

  • Ο ίδιος ο Godard το είχε περιγράψει ως “Η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων συναντάει τον Franz Kafka”.
  • Το φιλμ είχε ολοκληρωθεί μέσα σε 24 ημέρες.
  • Ο χαρακτήρας της Anna Karina έχει το όνομα της Odile Monod, της μητέρας του σκηνοθέτη.
  • Ως μεγάλος φαν της ταινίας, ο Quentin Tarantino ονόμασε την εταιρία του, A Band Apart, από τον εν λόγω τίτλο. Σύμφωνα πάλι με τον ίδιον, ισχυρή ήταν η επιρροή της ταινίας αυτής στο Reservoir Dogs.
  • Στην ταινία Οι Ονειροπόλοι (2003) του Bernardo Bertolucci υπάρχει μια σκηνή φόρος τιμής στην αντίστοιχη εδώ του Λούβρου.
  • Το μπάτζετ του είχε υπολογιστεί στα 120 χιλιάδες δολάρια, με τις εισπράξεις να μην καταφέρνουν να το υπερκαλύψουν. Ειδικά στη Γαλλία ήταν λίγοι αυτοί που το είδαν σε πρώτη προβολή. Αυτό δεν στέρησε από το φιλμ τη θρυλική του φήμη.

Μουσικά Παραλειπόμενα

  • Η μουσική, μια μίξη R&B και σόουλ, έμελλε να μείνει κλασική. Συνοδεύει και την περίφημη σκηνή του χορού στο καφέ, που οι ηθοποιοί ονόμασαν “χορός του Μάντισον”, μια και ήταν ήδη ένας δημοφιλής χορός στις ΗΠΑ από την προηγούμενη δεκαετία (παρόλα αυτά, οι δυο αυτοί χοροί μοιάζουν μόνο σε λίγα σημεία). Αυτή η σκηνή επηρέασε άμεσα την αντίστοιχη με τους Uma Thurman και John Travolta στο Pulp Fiction, και όχι μόνο. Πέρα από την έβδομη τέχνη, αναπαράχθηκε και από τους Nouvelle Vague το 2006 στο βίντεο-κλιπ του Dance with Me, από το άλμπουμ με τίτλο… Bande a Part.

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 7/5/2023

Είναι μια χαριτωμένη σύμπτωση το ότι ένα από τα πλέον επιδραστικά φιλμ του Godard παγκοσμίως, και ειδικά στην Αμερική, για κάποιον λόγο δεν βρήκε ποτέ την ίδια απήχηση σε σχέση με άλλες δημιουργίες του στην Ελλάδα. Εξίσου περίεργο είναι το ότι τυχαίνει να είναι και μια από τις πιο προσβάσιμες δημιουργίες του, με τις όποιες υπερβάσεις να λαμβάνουν χώρα σχεδόν αποκλειστικά σε επίπεδο ύφους και όχι τόσο στη νοηματική ή στην πολιτική τοποθέτηση.

Ναι, απουσιάζει εδώ μια πολυεπίπεδη ανάλυση γύρω από θεματικές όπως οι εξουσιαστικές δυναμικές που σχηματίζονται στις διαπροσωπικές σχέσεις εντός καπιταλιστικών δομών («Η Περιφρόνηση») ή η θέση της γυναίκας στη γκωλική Γαλλία («Ζούσε τη Ζωή της»). Σαν κινηματογραφική εμπειρία όμως, το «Μια Ξεχωριστή Συμμορία» έχει μια αγνότητα κι έναν ενθουσιασμό που μόνο ένας σκηνοθέτης σε δημιουργικό οίστρο θα μπορούσε να συλλάβει σε τέτοιο βαθμό ακόμη και μέσα στην περίοδο της ωριμότητάς του. Και η ροή της αφήγησης, άναρχη, ελευθεριακή, πλήρως συντονισμένη με τον νεανικό παρορμητισμό των ηρώων, αποτελεί εμμέσως ένα στρατευμένο μήνυμα. Η πολιτική εισχωρεί στο σύνολο πιο έμμεσα σε σχέση με αυτό που συνηθίζει ο Godard, όσο χρειάζεται για να την αντιληφθούν τα αφτιά που είναι επαρκώς τεντωμένα (το μάθημα των αγγλικών είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα).

Το γνωστό γκονταρικό θράσος έχει έντονη παρουσία κι εδώ, ειδικά στο πώς γίνονται αντιληπτές οι νουάρ καταβολές του υλικού, οι οποίες αποδομούνται συνεχώς σε όλη τη χρονική διάρκεια, με αποκορύφωμα το πιστολίδι στην κορύφωση που, εσκεμμένα, φλερτάρει με την αυτοπαρωδία, και το ίδιο το φινάλε που πάει εντελώς κόντρα στην εγγενή τραγικότητα του είδους, αποκτώντας ουσιαστικά ένα πρόσημο ριζοσπαστισμού ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο, ενώ υπό ένα άλλο πρίσμα θα γινόταν αντιληπτό ως «φούσκα» και συνθηκολόγηση με τα γούστα του ευρύτερου κοινού που επιθυμεί διακαώς μια χαρούμενη κατακλείδα στο σινεμά. Και άλλες επιλογές όπως το ότι η δράση εκτυλίσσεται ως επί το πλείστον κατά τη διάρκεια της μέρας, αλλά και ο ετεροδιηγητικός (αντί για ομοδιηγητικός) αφηγητής εντάσσονται σε αυτό το πλαίσιο του παιχνιδιού με τις συμβάσεις. Μέχρι και οι χαρακτήρες λειτουργούν ως μια διακωμώδηση των βασικών στερεοτύπων της εν λόγω παράδοσης, του απογοητευμένου από τη ζωή πρωταγωνιστή, του σκληροτράχηλου δευτεραγωνιστή και της femme fatale. Σε αντίθεση με τον πιο παραδοσιακό στην προσέγγισή του Melville απέναντι στο είδος, εδώ το νουάρ μπολιάζεται σχεδόν επιθετικά με την ιδιοσυγκρασία της Νουβέλ Βαγκ, ίσως όχι μόνο από άποψη, αλλά και με διάθεση εκδίκησης ενάντια στον, παρόντα ακόμη και στο πεδίο της έβδομης τέχνης, αμερικανικό ιμπεριαλισμό εκ μέρους του σπουδαίου δημιουργού.

Η σκηνοθετική «γλώσσα» βγαίνει και με διάφορα ευρήματα που διαθέτουν εκείνη την αυταρέσκεια που απολαμβάνει κανείς να εντοπίζει στον Godard, από τα επιτηδευμένα μικρά λάθη στο μοντάζ (αυτοσαρκασμός από τον κινηματογραφιστή που καθιέρωσε ως κανόνα από εξαίρεση το jump cut;) μέχρι τις ουκ ολίγες φορές που η Anna Karina «σπάει» τον τέταρτο τοίχο με ένα βλέμμα ή μια ομιλία προς την κάμερα.

Η επιτυχία του «Μια Ξεχωριστή Συμμορία» (που για τους πιο «σκληροπυρηνικούς» μπορεί να μην προσμετρηθεί ως τέτοια) έγκειται στο γεγονός πως ένας θεατής μπορεί να αδιαφορήσει εντελώς για την πληθώρα των σινεφίλ αναφορών, για τις φορμαλιστικές «τσαχπινιές» και για το συνειδητοποιημένο ιδεολογικό φορτίο πολλών επιλογών, αλλά τελικά να απολαύσει αυτό που ξεδιπλώνεται στην οθόνη λόγω της ασυναγώνιστης ατμόσφαιρας, της άψογης αίσθησης ρυθμού και μιας ασυγκράτητης ενέργειας που αντανακλάται και στις σχεδόν αυτοσχεδιαστικού τύπου ερμηνείες της πρωταγωνιστικής τριάδας. Είναι από εκείνες τις σπάνιες περιπτώσεις που ένας κινηματογραφιστής στον οποίο είχε «κολλήσει» αρκετά άδικα η ταμπέλα του ελιτισμού κάνει μια αποφασιστική στροφή στην απλότητα, χωρίς όμως να χάνει τη γνησιότητα και τη δύναμη της υπογραφής του. Για το αν το ρίσκο απέδωσε, ας ρωτήσει κανείς ονόματα του διαμετρήματος του Quentin Tarantino και του Wong Kar-Wai μεταξύ άλλων…

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

22 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *