Φουλαρισμένος με φτηνό ουίσκι, απληστία και μίσος, ο Γουίλι συνεργάζεται εκ νέου με τον οργισμένο νάνο βοηθό του, Μάρκους, για να ξετινάξουν μια φιλανθρωπική εκδήλωση στο Σικάγο, την παραμονή των Χριστουγέννων. Μαζί τους είναι ο τσουπωτός πιτσιρικάς Τρούμαν Μέρμαν, που βγάζει από τον Γουίλι μια αίσθηση ανθρωπισμού. Αλλά εμφανίζονται και προβλήματα με τη μαμά, όταν το τρομερό ντουέτο συναντά τη φοβερή Σίνι Στροκ, έτοιμη για κάθε νέο έγκλημα. Όμως, υπάρχει και η Νταϊάν, η όμορφη και καλόκαρδη διευθύντρια της εκδήλωσης, που κάνει το κλικ στον Γουίλι.

Σκηνοθεσία:

Mark Waters

Κύριοι Ρόλοι:

Billy Bob Thornton … Willie Soke

Kathy Bates … Sunny Soke

Tony Cox … Marcus Skidmore

Brett Kelly … Thurman Merman

Christina Hendricks … Diane Hastings

Ryan Hansen … Regent Hastings

Jenny Zigrino … Gina De Luca

Octavia Spencer … Opal

Mike Starr … Jolly Santa

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Johnny Rosenthal, Shauna Cross

Παραγωγή: Andrew Gunn, Geyer Kosinski

Μουσική: Lyle Workman

Φωτογραφία: Theo van de Sande

Μοντάζ: Travis Sittard

Σκηνικά: Isabelle Guay

Κοστούμια: Mario Davignon

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Αρνητική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Bad Santa 2
  • Ελληνικός Τίτλος: Ο Άι Βασίλης Είναι Πολλή Λέρα

Άμεσοι Σύνδεσμοι

Σεναριακή Πηγή

Παραλειπόμενα

  • Ο ίδιος ο Billy Bob Thornton έκανε πρώτος αναφορά για αυτό το σίκουελ, τα Χριστούγεννα του 2009. Τον Δεκέμβριο του 2010, η Miramax με τη The Weinstein Company υπέγραψαν για μια σειρά από διάφορα σίκουελ, μαζί και της επιτυχίας του 2003.
  • Πρώτα ακούστηκαν τα ονόματα του Steve Pink και του Doug Ellin για σκηνοθεσία-σενάριο.
  • Το 2014, ο Thornton παραδέχτηκε ότι το δεύτερο αυτό μέρος ίσως δεν είναι τόσο καλό όσο το πρώτο.
  • Ο Brett Kelly είχε αδυνατήσει μπαίνοντας στην ενήλικη πλέον ζωή του. Για αυτό έκανε έντονη κατανάλωση σάντουιτς καπνιστών κρεάτων, ώστε να πάρει κιλά για τον ρόλο.
  • Αυτή τη φορά δεν είχαμε επιτυχία στα ταμεία. Το φιλμ κόστισε 26 εκατομμύρια δολάρια, αλλά έβγαλε 24,1.

Κριτικός: Πάνος Αχτσιόγλου

Έκδοση Κειμένου: 2/12/2016

Ο Γουίλι, ο αλκοολικός και σεξομανής απατεώνας- Άγιος Βασίλης, που βρομίζει μονίμως το κουστούμι του με ό,τι είδους σωματικά υγρά μπορείς να φανταστείς, που μη μπορώντας καλά καλά να στηριχτεί στα πόδια του εκμυστηρεύεται στους μικρούς του “φίλους” πράγματα που ποτέ κανένα παιδί δεν θα έπρεπε να ακούσει, αυτός ο ντροπιαστικός χριστουγεννιάτικος αντιήρωας που ωστόσο μισείς να αγαπάς, βρίσκει ξανά το δρόμο προς τις αίθουσες, σχεδόν δεκατρία χρόνια μετά την ανέλπιστη εμπορική επιτυχία της πρώτης ασεβούς, και όπως αποδείχθηκε καθόλου εορταστικής ταινίας του σκηνοθέτη Τέρι Ζουίγκοφ με τίτλο “Bad Santa” (ευφάνταστα μεταφρασμένο στα ελληνικά ως “Ο Αϊ Βασίλης είναι… Λέρα”). Το νέο σίκουελ του Μαρκ Γουότερς (“Mean Girls”) όμως, μοιάζει να γεννήθηκε από την επιτακτική ανάγκη να επανέλθει στο προσκήνιο ένα κινηματογραφικό μοτίβο δίχως κυριολεκτικά κανένα σχέδιο, χρησιμοποιώντας κακόγουστες παραλλαγές μιας έξυπνης και αυθάδους δημιουργίας που είχε μείνει ξεχασμένη σε κάποιο συρτάρι, και μάλλον εκεί θα έπρεπε να παραμείνει.

Η ταινία εξαρχής δείχνει ότι παίζει το ίδιο βιολί, με τη δράση να μεταφέρεται από τα λαμπερά χριστουγεννιάτικα πολυκαταστήματα σε επιβλητικά κτίρια φιλανθρωπικών οργανώσεων, καθώς ο αδιόρθωτος πρωταγωνιστής (Τόνι Κοξ) και ένα πρόσωπο-έκπληξη από το σκοτεινό παρελθόν, θα αποπειραθούν να ληστέψουν το χρηματοκιβώτιο ενός συλλόγου που διοργανώνει εορταστικές αγαθοεργίες στο Σικάγο. Ο σκηνοθέτης προσπαθεί διαρκώς να αναπαράγει μια ιδιαίτερα αποδοτική κωμική συνταγή βασισμένος στους ίδιους στερεοτυπικούς ρόλους, με τους νέους χαρακτήρες να παίρνουν με συνοπτικές διαδικασίες τη θέση των προηγούμενων. Τίποτε όμως δεν μπορεί να θυμίσει τη βρόμικη γοητεία που σχεδόν ανέδιδε το πρώτο φιλμ. Ακόμη και η βωμολοχία δείχνει να έχει χάσει το νόημά της, αφού τα εξευτελιστικά επεισόδια της άκρως προσχηματικής πλοκής μοιάζουν να θαυμάζουν νοσταλγικά το πόσο μακριά μπορούσε να το πάει ο κινηματογραφικός προκάτοχός τους, χρησιμοποιώντας μονάχα ένα βασικό κωμικό θέμα. Πολύ δύσκολα μπορεί να βρει κάνεις κάτι αυθεντικά ξεκαρδιστικό, αφού ούτε ο προκλητικά αφελής χαρακτήρας του (πρώην) μικρού Θέρμαν Μέρμαν (Μπρετ Κέλι) μπορεί να προσδώσει την παραμικρή ζωντάνια σε κάτι τόσο ανιαρό και προβλέψιμο, που θέλει όχι απλά να μιμηθεί το φιλμικό παρελθόν του, αλλά να το αντιγράψει κιόλας. Μόνο ίσως η καλλιτεχνική επιλογή της Κάθι Μπέιτς ως μητέρας του Γουίλι να μπορούσε να σωθεί από την κατά τα άλλα αδιάφορα άνοστη εξέλιξη ενός εμφανώς μπαλωμένου σεναρίου. Όσο για τον Θόρτον, η επιστροφή του σε αυτήν την τελικά αχρείαστη συνέχεια της κατάμαυρης κωμωδίας του 2003, φαίνεται να αφήνει αδιάφορο πρωτίστως τον ίδιο, αφού το άδειο και ανόρεχτο βλέμμα του καθώς σέρνεται από σκηνή σε σκηνή, μοιάζει μάλλον να μην οφείλεται σε κάποια ερμηνευτική έμπνευση.

Απεικονίζοντας ένα συνονθύλευμα από κουραστικά αστειάκια, πλαισιωμένο από άτεχνες ατάκες, που όποτε αυτές εμφανίζονται αφήνουν την εντύπωση ότι προσπαθούν να σε ξυπνήσουν από το λήθαργο που συστηματικά σε οδηγεί η σεναριακή του ρουτίνα, το “Bad Santa 2” χαρακτηρίζεται ως ένα τρομερά απογοητευτικό φιλμ, αποτελώντας ταυτόχρονα τον ορισμό της συμβατικής χολιγουντιανής βερσιόν ενός (σχετικά) εναλλακτικού και ανατρεπτικού Christmas movie. Βλέποντας πάντως το 2016 σιγά σιγά να αποχωρεί κουτσαίνοντας και αναλογιζόμενος όλα αυτά που έχουν συμβεί σε μία χρονιά που διεκδικεί επάξια τον τίτλο μιας εκ των χειρότερων που έχουν περάσει τελευταία, συλλογίζεσαι μήπως τελικά αυτή πρέπει να είναι και η χριστουγεννιάτικη ταινία που της αξίζει. Δυστυχώς, αποδεικνύεται για πολλοστή φορά ότι με παλιά (ή ακόμη και ληγμένα) υλικά και χωρίς συνταγή, φαγητό δεν μπορείς να φτιάξεις.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

11 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

2 Σχόλια

  1. Ανώνυμος 1 Ιανουαρίου 2022

    "ποΛΛη " πέρα;;;

    1. Σταύρος Γανωτής 2 Ιανουαρίου 2022

      Κι έχεις απόλυτο δίκιο, φίλε μου! Θα ήταν σωστό ως "πολλή" αν έλεγε "ο Αϊ Βασίλη ΕΧΕΙ πολλή λέρα". Στην προκειμένη, έπρεπε να γράφει "πολύ". Αυτό το λάθος του διανομέα το έχω εντοπίσει εδώ και χρόνια, και το θεωρώ πλέον χαρακτηριστικό ανάμεσα σε αρκετά παρόμοια άλλα, συνήθως μικρότερου βεληνεκούς (πχ τελικά "ν"). Από μεριάς μας όμως αναγκαζόμαστε να "υπακούσουμε" στο τυπικό του θέματος, και να αναπαράγουν τον τίτλο όπως υπάρχει κι επί της αφίσας.