
Η Γιορτή της Μπαμπέτ
- Babettes Gæstebud
- Babette's Feast
- 1987
- Δανία
- Δανικά, Σουηδικά, Γαλλικά, Ιταλικά, Αγγλικά
- Δραματική, Εποχής
Toν 19o αιώνα στη Δανία, δύο αδερφές είναι απομονωμένες σε ένα χωριό με τον πατέρα τους, ο οποίος είναι ιερέας προτεσταντικής εκκλησίας. Οι κόρες του πάντα και πιστά τον περιποιούνται. Λίγα χρόνια αργότερα, η Μπαμπέτ έρχεται στο σπίτι τους ως οικονόμος. Αφού ο πατέρας πέθανε, αποφασίζουν τα κορίτσια μαζί με την Μπαμπέτ να οργανώσουν μια ανεπανάληπτη γιορτή προς τιμή του.
Σκηνοθεσία:
Gabriel Axel
Κύριοι Ρόλοι:
Stephane Audran … Babette Hersant
Birgitte Federspiel … Martine
Bodil Kjer … Filippa
Jarl Kulle … στρατηγός Lorenz Lowenhielm
Jean-Philippe Lafont … Achille Papin
Bibi Andersson … σουηδή κυρία επί των τιμών
Ghita Norby … αφηγήτρια (φωνή)
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Gabriel Axel
Παραγωγή: Just Betzer, Bo Christensen, Benni Korzen, Pernille Siesbye
Μουσική: Per Norgaard
Φωτογραφία: Henning Kristiansen
Μοντάζ: Finn Henriksen
Σκηνικά: Sven Wichmann
Κοστούμια: Annelise Hauberg, Pia Myrdal
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Babettes Gaestebud
- Ελληνικός Τίτλος: Η Γιορτή της Μπαμπέτ
- Διεθνής Τίτλος: Babette’s Feast
Σεναριακή Πηγή
- Διήγημα: Babette’s Feast της Karen Blixen (από τη συλλογή Anecdotes of Destiny).
Κύριες Διακρίσεις
- Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας (Δανία).
- Υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα ξενόγλωσσης ταινίας.
- Βραβείο Bafta ξενόγλωσσης ταινίας. Υποψήφιο για καλύτερη ταινία, σκηνοθεσία, πρώτο γυναικείο ρόλο (Stephane Audran), σενάριο και φωτογραφία.
- Συμμετοχή στο τμήμα Ένα Κάποιο Βλέμμα του φεστιβάλ Κανών. Βραβείο οικουμενικής επιτροπής.
- Βραβείο καλύτερης ταινίας στα Bodil, τα εθνικά βραβεία της Δανίας.
Παραλειπόμενα
- Παρότι μία εκ των μεγαλύτερων συγγραφέων της Δανίας, και πολλές φορές υποψήφια για το Νόμπελ, αυτή ήταν η πρώτη διασκευή έργου της βαρόνης Karen Blixen (1885-1962) στη χώρα της. Πιο γνωστή διασκευή έργου της της παραμένει το Πέρα από την Αφρική.
- Στη σκηνοθεσία από το 1955, με αυτή την ταινία γνώρισε τη διεθνή καταξίωση η Gabriel Axel, κι ενώ ήταν ήδη 69 ετών.
- Η παραγωγός εταιρεία Nordisk Film πρότεινε το καστ να έχει μόνο δανούς ηθοποιούς, ώστε να μειωθεί το κόστος. Ο Axel όμως επέμεινε να έχει ηθοποιούς και από Σουηδία και Γαλλία, υπέρ της αυθεντικότητας του φιλμ. Υποστήριξη σε αυτό, ο σκηνοθέτης βρήκε από το δανέζικο ινστιτούτο κινηματογράφου.
- Η Μπαμπέτ προσφέρθηκε αρχικά στην Catherine Deneuve, με τη γαλλίδα σταρ να το σκέφτεται θερμά, αν και είχε κριτικαριστεί αρνητικά για ρόλους που δεν παρέπεμπαν σε σοφιστικέ γυναίκες. Κι ενώ δεν είχε δώσει ακόμα απάντηση, ο σκηνοθέτης είχε μια συνάντηση με την Stephane Audran, ζητώντας και την άποψη του συζύγου της, Claude Chabrol, για το αν θα ήταν εκείνη η καταλληλότερη επιλογή. Ο Chabrol τού απάντησε ότι η σύζυγος του ήταν το αρχέτυπο της Μπαμπέτ, με την Audran να λέει πολύ γρήγορα ότι ήθελε να παίξει. Όταν την επόμενη ημέρα η Deneuve είπε οριστικά το όχι, ο ρόλος πήγε στην Audran.
- Πρώτη δανέζικη ταινία που κέρδισε το Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας.
- Το 2019, ο Alexander Payne ανακοίνωσε την πρόθεση του για ένα αμερικανικό ριμέικ.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Ακούγονται αποσπάσματα από μουσική του Johannes Brahms και του Wolfgang Amadeus Mozart.
Κριτικός: Χάρης Καλογερόπουλος
Έκδοση Κειμένου: 21/7/2016
Βασισμένο σε διήγημα της Κάρεν Μπλίξεν: σε ένα ψαροχώρι της Δανίας, ο τοπικός πάστορας έχει δημιουργήσει μια αυστηρή προτεσταντική σέκτα όπου οι χαρές της ζωής είναι εξορισμένες (το συσσίτιο είναι σούπα από παξιμάδια μουλιασμένα σε μπίρα), με τις δυο κόρες του (μια όμορφη και μια καλλίφωνη) να μένουν αφοσιωμένες στην πίστη και τον πατέρα, περίπου αναγκασμένες να παραμείνουν γεροντοκόρες, παρόλο που την όμορφη ερωτεύεται ένας αξιωματικός και την καλλίφωνη, πλατωνικά, ένας διάσημος τενόρος. Κάποια στιγμή, εμφανίζεται στη ζωή τους κυνηγημένη απ’ τις αναταραχές στο Παρίσι, και με τους δικούς της σκοτωμένους, η Μπαμπέτ, μια κυρία που το μόνο που ζητάει είναι να υπηρετήσει αμισθί το σπίτι του πάστορα, αρκεί να έχει αυτό το απάνεμο καταφύγιο απ’ τα βάσανα της ζωής. Χρόνια μετά, η Μπαμπέτ κερδίζει ένα μεγάλο ποσό από λαχείο που κάποιος δικός της ανανέωνε όλα αυτά τα χρόνια στο Παρίσι. Κι ενώ η μικρή ομήγυρη της πίστης, ηγούμενη από τις δυο αδελφές του εκλιπόντος πλέον πατέρα, έχουν γεράσει κι έχουν γίνει γκρινιάρηδες, πετώντας ο ένας στον άλλο κακίες και βγάζοντας ο ένας τα άπλυτα στον άλλο, η Μπαμπέτ αποφασίζει να τους παραθέσει ένα βασιλικό δείπνο, όπως εκείνα που δημιουργούσε όταν ήταν μεγάλη σεφ στο Παρίσι.
Σε αυτό της το διήγημα, η Κάρεν Μπλίξεν εξετάζει πολλά πράγματα που τα διαπλέκει με μαεστρία. Το ένα είναι η αυστηρότητα του προτεσταντισμού που αντί να οδηγεί στην πνευματική ανάταση, φθείρει και σκουριάζει την ψυχή. Οι δυο κόρες έχουν παραμείνει κάπως ζωντανές, γιατί απ’ τη ζωή τους πέρασαν, έστω σαν άρωμα, δυο αγάπες -του έρωτα και της μουσικής. Οι υπόλοιποι απλά μαράζωσαν. Ταυτόχρονα, η Μπλίξεν σχολιάζει και τη ματαιότητα. Ο αξιωματικός καριέρας και ο τενόρος, στα γεράματά τους, επίσης μαράζωσαν γιατί στηρίχτηκαν υπερβολικά στην κοινωνική τους εικόνα που τώρα έχει θαμπώσει, έχει χάσει τη σημασία της. Και μόνο η Μπαμπέτ, που απ` την αρχή κάηκε, μπόρεσε να διατηρηθεί σιωπηλά ζωντανή, γιατί ήταν καλλιτέχνης για τον ίδιο της τον εαυτό, όχι για τους άλλους. Όμως, το βάθος στο νοηματικό πεδίο της ιστορίας βρίσκεται στην αναγέννηση αυτών των γερόντων, χάρη στις ουράνιες γεύσεις που δοκίμασαν εκείνη τη βραδιά. Δεν τους έσωσαν τα κηρύγματα, αλλά οι υπέροχες γεύσεις. Η υλική ηδονή ανεβάζει το πνεύμα, την ψυχή, γιατί, πώς να το κάνουμε, το πνεύμα, η ψυχή δεν είναι αέρας κοπανιστός, υφίσταται με σάρκα και οστά. Εντέλει, είναι μια κρυφά σαρκαστική ιστορία για τον προτεσταντισμό.
Δεν ήταν δύσκολο να πετύχει μια τέτοια κινηματογραφική μεταφορά (ξενόγλωσσο Όσκαρ), έστω και από έναν, τηλεοπτικό κυρίως, δανό σκηνοθέτη όπως ο Γκάμπριελ Άξελ. Το καλό σενάριο που έγραψε ο ίδιος και το λιτό σκηνοθετικό ύφος (καταβολές από Ντράγιερ, αλλά σε ανάλαφρο στυλ) αρκούσαν. Πετυχημένη και η επιλογή της Στεφάν Οντράν στον ρόλο. Όσο για τη σεκάνς της παρασκευής των πιάτων και του όλου δείπνου, έμεινε στην ιστορία του σινεμά για πάντα. Η χελωνόσουπα, τα «ορτύκια σε σαρκοφάγο» κ.λπ.
Βαθμολογία: