Τρία παιδιά από το Παρίσι περνούν τις διακοπές τους σ’ ένα χωριό των Πυρηναίων, παρέα με ένα κορίτσι του χωριού, τη Μαρί, κι έναν γάιδαρο που τον έχουν ονομάσει Μπαλταζάρ. Η οικογένεια ενός από τα παιδιά, του Ζακ, μετά τις διακοπές φεύγει και δεν επιστρέφει ξανά. Τα χρόνια περνούν. Ο πατέρας της Μαρί διαχειρίζεται τα κτήματα της οικογένειας του Ζακ, ενώ ο Μπαλταζάρ τώρα πια ανήκει στη Μαρί. Κάποια στιγμή, ο πατέρας της κατηγορείται άδικα για κακοδιαχείριση και ο Ζακ επιστρέφει στο χωριό για να ξεκαθαρίσει την κατάσταση, αλλά αποτυγχάνει στην αποστολή του και ξαναφεύγει άπρακτος. Η Μαρί, απογοητευμένη από την αναχώρησή του, αδιαφορεί για τον Μπαλταζάρ, που τον αγοράζει ο αρτοποιός του χωριού, ο Ζεράρ, ο οποίος μάλιστα αποπλανά τη Μαρί.

Σκηνοθεσία:

Robert Bresson

Κύριοι Ρόλοι:

Anne Wiazemsky … Marie

Walter Green … Jacques

Francois Lafarge … Gerard

Jean-Claude Guilbert … Arnold

Philippe Asselin … ο πατέρας της Marie

Nathalie Joyaut … η μητέρα της Marie

Pierre Klossowski … ο μυλωνάς

Jean-Joel Barbier … ο ιερέας

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Robert Bresson

Παραγωγή: Mag Bodard

Μουσική: Jean Wiener

Φωτογραφία: Ghislain Cloquet

Μοντάζ: Raymond Lamy

Σκηνικά: Pierre Charbonnier

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Au Hasard Balthazar
  • Ελληνικός Τίτλος: Στην Τύχη ο Μπαλταζάρ
  • Διεθνής Εναλλακτικός Τίτλος: Balthazar

Κύριες Διακρίσεις

  • Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Βενετίας.

Παραλειπόμενα

  • Αφού ολοκλήρωσε μια σειρά ταινιών εξασκώντας αυτό που ονόμαζε ως “αγνή κινηματογραφία”, ο Robert Bresson αποφάσισε να αλλάξει ύφος. Έχοντας ως έμπνευση ένα μικρό απόσπασμα από το Ο Ηλίθιος του Fyodor Dostoyevsky, έκοψε το σενάριο σε 7 επεισόδια της ζωής του Μπαλταζάρ, υποδηλώνοντας τα 7 θανάσιμα αμαρτήματα. Ο ίδιος αργότερα δήλωσε πως ο γαϊδαράκος συμβολίζει τη χριστιανική πίστη, και πως το κάθε κομμάτι του σεναρίου είναι αλληλένδετο με κάποιο από τα υπόλοιπα.
  • Η γαλλο-γερμανή Anne Wiazemsky, που έκανε εδώ το ντεμπούτο της στα 18 της χρόνια, είχε γράψει σε βιβλίο της το 2007 (το Jeune Fille) ότι κατά τα γυρίσματα είχε έρθει “επικίνδυνα” κοντά με τον Bresson, χωρίς όμως να ολοκληρώσουν κάποια σχέση. Μάλιστα, παραδέχτηκε ότι έκανε έρωτα με μέλος του συνεργείου, κι αυτό της έδωσε το θάρρος να απορρίψει τον σκηνοθέτη ως εραστή.
  • Ο γαϊδαράκος δεν ήταν εκπαιδευμένος, κάτι που δημιουργούσε δυσκολίες κατά τα γυρίσματα. Η μόνη σκηνή για την οποία πέρασε μια τύπου εκπαίδευση, ήταν αυτή για το τσίρκο.
  • Ο μόνος που δεν είχε μιλήσει με τα καλύτερα λόγια για την ταινία ήταν ο Ingmar Bergman. Για πολλούς αυτή είναι η σημαντικότερη ταινία του Robert Bresson, ενώ δεν λείπει από καμία σχεδόν λίστα με τις καλύτερες ταινίες της έβδομης τέχνης.

Μουσικά Παραλειπόμενα

  • Ο Jean Wiener συνέθεσε και δύο τραγούδια σε στοίχους του Jean Drejac, αμφότερα ερμηνευμένα από την Anne Wiazemsky. Πρόκειται για τα: Je me Marie en Blanc και J’ai Pleure pour Cent Ans de Vie.
  • Ο Jean-Joel Barbier, που ερμηνεύει τον ιερέα, είναι αυτός που ερμηνεύει στο πιάνο τη σονάτα του Franz Schubert.

Κριτικός: Γιώργος Ξανθάκης

Έκδοση Κειμένου: 1/9/2023

Η ιστορία του κινηματογράφου έχει γνωρίσει πολλές τραγικές φιγούρες, αλλά καμία σαν τον πρωταγωνιστή της ταινίας του Robert Bresson «Στη Τύχη ο Μπαλταζάρ». Στο κέντρο αυτής της αλληγορικής ιστορίας, μαρτυρικός ήρωας είναι ένας καλοκάγαθος γάιδαρος που λέγεται Μπαλταζάρ (Στην Καινή Διαθήκη, αυτό είναι το όνομα ενός από τους μάγους που φτάνουν για τη γέννηση του Ιησού). Ο Bresson δήλωσε ότι η έμπνευση για τη δημιουργία της ταινίας προήλθε από τον «Ηλίθιο» του Dostoyevsky και τη χαρακτηριστική φράση του Μίσκιν: «Παρ’ όλ’ αυτά όμως επιμένω να συμπαθώ τους γαϊδάρους: ο γάιδαρος είναι καλό και χρήσιμο ζώο».

Με χριστιανικούς όρους, ουσιαστικά υπάρχουν δύο τύποι χαρακτήρων στην ταινία: αυτοί που προκαλούν τον πόνο και εκείνοι που, με εγκαρτέρηση, τον δέχονται. Ο Μπαλταζάρ βρίσκεται στο στρατόπεδο των δικαίων, ένα εγγενώς ευγενές πλάσμα χωρίς δυνατότητα επιλογής: βαφτίζεται από μια παρέα παιδιών, στολίζεται με λουλούδια, αγοράζεται και πουλιέται, δέχεται χάδια και κακομεταχείριση, βασανίζεται και εκπαιδεύεται για παράσταση τσίρκου. Διασχίζει το σύντομο διάστημα της ύπαρξής του κουβαλώντας συνεχώς ένα φορτίο: ως τοτέμ για εξιλαστικές και μυστηριακές τελετουργίες, ως θυσιαζόμενος αμνός, ως «άνους άγιος» με τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της ταπεινοφροσύνης και του μαρτυρίου, γυρίζοντας στους δρόμους και καταγράφοντας με τα αθώα μάτια του την ανθρώπινη κακία. Παράλληλα με τη ζωή του Μπαλταζάρ αναδύεται η ιστορία της περισταστιακής ιδιοκτήτριας του, Μαρί (Anne Wiazemsky). Και ενώ αυτό το όμορφο κορίτσι έχει συνεχώς επιλογές σωτηρίας, ακολουθεί μια ζωή άσκοπης δυστυχίας, υποφέροντας από τον κακόβουλο Ζεράρ (Francois Lafrage), τον οποίο προτιμά από τον τρυφερό πρώτο της έρωτα Ζακ. Όμως και ο πατέρας της Μαρί είναι εξίσου άξιος των βασάνων του, καθώς μέσα από μια λανθασμένη αίσθηση υπερηφάνειας, οδηγείται στην καταστροφή. Όσο για τον Ζεράρ είναι ο διάβολος με ανθρώπινη μορφή, μια σαδιστική ύπαρξη ικανή μόνο να βασανίζει: μετατρέπει σε σεξουαλική σκλάβα τη Μαρί, ρίχνει λάδια στους δρόμους για να προκαλέσει δυστυχήματα σε οδηγούς, βάζει φωτιά στην ουρά του Μπαλταζάρ. Όσο προχωρά η αφήγηση, τόσο μεγαλύτερη απόκλιση δημιουργείται μεταξύ της πορείας του Μπαλταζάρ και της Μαρί. Ο ομαδικός βιασμός της Μαρί από τη συμμορία του Ζεράρ τής στερεί κάθε αχτίδα ελπίδας, τη βυθίζει οριστικά στο έρεβος. Αντίθετα, ο ετοιμοθάνατος Μπαλταζάρ καταναλώνει τα τελευταία απομεινάρια της ζωής του περιτριγυρισμένος από πρόβατα, βρίσκοντας την πολυπόθηση γαλήνη στα βοσκοτόπια του επέκεινα.

Η «μπρεσονική απαισιοδοξία» της ταινίας υφαίνεται γύρω από έναν πνευματικό άξονα που ρέπει προς το ρεύμα του «Γιανσενισμού», που φαίνεται να επηρέασε τον καθολικό Bresson. Σύμφωνα με αυτή τη θεώρηση, ο Θεός δεν είναι απών, αλλά απρόθυμος να δώσει τη Χάρη. Χωρίς την πολυπόθητη άφεση, ο άνθρωπος θα παρακινηθεί να επιθυμεί και να κάνει το κακό. Ένα ακόμα αποτέλεσμα της επιρροής του Γιανσενισμού είναι η δυσπιστία του Bresson για τα ψυχολογικά κίνητρα στις πράξεις των χαρακτήρων. Σε μια συμβατική αφηγηματική ταινία, οι άνθρωποι πρέπει να έχουν λόγους για αυτό που κάνουν: π.χ. σε μια αστυνομική ταινία ο δολοφόνος πρέπει να έχει κίνητρο. Στον Bresson, ωστόσο, οι άνθρωποι ενεργούν χωρίς προφανή λόγο, συμπεριφέρονται «εκτός χαρακτήρα» και απλώς ακολουθούν το προδιαγεγραμμένο πεπρωμένο τους. Συχνά ένας χαρακτήρας θα δηλώσει μια πρόθεση, και στην αμέσως επόμενη σκηνή θα κάνει το εντελώς αντίθετο.

Πάντως πέρα από τους προφανείς θρησκευτικούς παραλληλισμούς μεταξύ του Μπαλταζάρ και του Χριστού, πολύ πιο ενδιαφέρουσα είναι μια άλλη πτυχή -πολύ πιο απτή- που αφορά τη ζοφερή απεικόνιση της ζωής του χωριού. Σχεδόν όλοι οι δευτερεύοντες χαρακτήρες έχουν εξόφθαλμες αδυναμίες: είναι πεισματάρηδες και τσιγκούνηδες, ανήθικοι και κακόβουλοι και, πάνω απ’ όλα, παγιδευμένοι σε βραχυπρόθεσμες σκέψεις που αργά ή γρήγορα θα αποτύχουν. Στο τέλος, άνθρωποι και ζώα υπομένουν τη μοίρα τους.

Παράλληλα το έργο του Bresson συνιστά και ένα δοκίμιο για τα περιορισμένα όρια της ανθρώπινης ελευθερίας. Η εκκίνηση του στοχασμού ξεκινάει με το ζώο αλλά αντηχεί και στους ανθρώπους, όπως η Μαρί. Ο Μπαλταζάρ ως το «ζώο του ανθρώπου» δεν είναι ποτέ ελεύθερο. Αποτελεί κτήμα του. Τη στιγμή της γέννησής του μπορεί να γνωρίζει την αγάπη από τις αθώες καρδιές των παιδιών, αλλά από τη στιγμή που μπαίνει στην παραγωγική διαδικασία, θα γνωρίσει όλη τη βαναυσότητα του βρίσκεσαι κάτω από τον ιδιοκτησιακό ζυγό κάποιου άλλου.

Αυτή η ανεπανάληπτη νωπογραφία του Bresson, που θα μπορούσε να έχει και τον τίτλο «Τα πάθη του Μπαλταζάρ», απεικονίζει το κακό όπως εξαπλώνεται με αλλόκοτο αυτοματισμό μεταξύ των ανθρώπων, με ισχυρά κίνητρα το σεξ και το χρήμα. Ο Bresson απογυμνώνει το φιλμικό κείμενο από οτιδήποτε περιττό, και η ενατένιση του ουσιαστικού που ρέει στην οθόνη ξετυλίγει ολόκληρη την ανθρώπινη υπόσταση. Η ασυμβίβαστη ειλικρίνεια και η ακρίβεια της τέχνης του Bresson -σε αντίθεση με τον καταναγκαστικό συναισθηματισμό που συχνά επικρατεί στον κινηματογράφο- φτάνουν στο απόγειό τους, στο αποκορύφωμα του ύφους και των ανησυχιών του σκηνοθέτη, με αποτέλεσμα αυτή να είναι παραδόξως η πιο βαθιά αλλά και η πιο προσιτή ταινία του. Η αυστηρά ντοκιμαντερίστικη οπτική, το πένθιμο μουσικό μοτίβο του Schubert, η ζοφερή ασπρόμαυρη φωτογραφία του Ghislain Cloquet, η διαδοχή κοντινών πλάνων με απλές χειρονομίες, οι πράξεις βίας που συμβαίνουν εκτός κάδρου -κάτι που τις κάνει ακόμη πιο σκληρές- ανυψώνουν αισθητικά την ταινία, μην επιτρέποντας να βυθιστεί κάτω από αυτό το βαρύ συμβολικό φορτίο της.

Ο Jean Luc Godard έγραψε κάποτε: «Ο Bresson είναι ο γαλλικός κινηματογράφος, όπως ο Dostoyevsky είναι το ρωσικό μυθιστόρημα και ο Mozart η γερμανική μουσική», ενώ χαρακτήρισε το «Μπαλταζάρ» ως «τον κόσμο σε 90 λεπτά». Αυτή είναι μία από τις ταινίες, για χάρη των οποίων γεννήθηκε ο κινηματογράφος.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

20 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *