Ένα συγκρότημα διαμερισμάτων στα προάστια του Παρισιού. Ένας ανελκυστήρας που δεν δουλεύει. Τρεις τυχαίες συναντήσεις. Έξι περίεργοι χαρακτήρες, ο καθένας με μία ιστορία. Μπορεί ο Στένκοβιτς να αφήσει το αναπηρικό του καροτσάκι και να βρει τον έρωτα με μια νοσοκόμα; Μπορεί ο νεαρός Τσάρλι να βοηθήσει την πάλαι ποτέ διάσημη ηθοποιό των 1980, Ζαν Μάιερ, να πάρει ρόλο σε ταινία; Και τι θα απογίνει ο Τζον ΜακΚένζι, ένας αστροναύτης που μόλις κατέβηκε από το διάστημα και τον ανέλαβε από κοντά η κυρία Χαμιντά;
Σκηνοθεσία:
Samuel Benchetrit
Κύριοι Ρόλοι:
Isabelle Huppert … Jeanne Meyer
Gustave Kervern … Sterkowitz
Valeria Bruni Tedeschi … η νοσοκόμα
Tassadit Mandi … μαντάμ Hamida
Jules Benchetrit … Charly
Michael Pitt … John McKenzie
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Samuel Benchetrit, Gabor Rassov
Παραγωγή: Julien Madon, Marie Savare, Ivan Taieb
Μουσική: Raphael Haroche
Φωτογραφία: Pierre Aim
Μοντάζ: Thomas Fernandez
Σκηνικά: Jean Moulin
Κοστούμια: Mimi Lempicka
- Κυριότερη Προβολή στην Ελλάδα: Διανομή στις αίθουσες.
- Παγκόσμια Κριτική Αποδοχή (Μ.Ο.): Θετική.
Τίτλοι
Αυθεντικός Τίτλος: Asphalte
Ελληνικός Τίτλος: Άσφαλτος
Διεθνής Τίτλος: Macadam Stories
Σεναριακή Πηγή
- Αυτοβιογραφία: Les Chroniques de l’Asphalte του Samuel Benchetrit.
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για σενάριο στα Cesar.
Εξωτερικοί Σύνδεσμοι
Κριτικός: Σπύρος Δούκας
Έκδοση Κειμένου: 26/11/2015
Ο Στέρνκοβιτς αρνείται να επιδιορθώσει τον ανελκυστήρα, επειδή μένει στον πρώτο όροφο, αλλά σύντομα θα βρεθεί σε αναπηρική καρέκλα. Ένας νεαρός γνωρίζει μια παλιά γνωστή ηθοποιό (Ιζαμπέλ Ιπέρ) που μένει στο διπλανό διαμέρισμα. Ένας αστροναύτης (ο Μάικλ Πιτ!) προσγειώνεται στην ταράτσα της πολυκατοικίας, ενώ η NASA ζητάει από την κυρία Χαμιντά που μένει από κάτω να τον φιλοξενήσει μυστικά, μέχρι να μπορέσουν να τον φέρουν πίσω στην Αμερική. Τρεις ιστορίες από μία εργατική πολυκατοικία σε κάποιο προάστιο του Παρισιού, που θα φέρουν τους ανθρώπους της σε επαφή.
Ο σκηνοθέτης Σαμουέλ Μπενσετρί βασίζει το σενάριό του στο πρώτο μέρος της αυτοβιογραφίας του, και κάνει μια ταινία με θέμα τη σύγχρονη αστική αλλοτρίωση, την οποία όμως προσεγγίζει με έναν ιδιαίτερο σουρεαλιστικό τόνο και χιούμορ που της προσδίδουν ζεστασιά και ζωντάνια. Παρά το φαινομενικά ψυχρό ύφος του, ο Μπενεστρί φροντίζει οι χαρακτήρες του να αλληλοεπιδρούν με τέτοιο τρόπο, ώστε όσο κοντά να έρχονται μεταξύ τους καθώς συνδιαλλάσσονται, άλλο τόσο κοντά να έρχονται και στον θεατή. Γίνονται οι δικοί μας γείτονες. Ο καθένας με τα δικά του πάθη και δυσκολίες, είναι όλοι κατά κάποιο τρόπο εγκλωβισμένοι από τους τοίχους στον εαυτό τους, και η επαφή με το «διαφορετικό» (δηλαδή, με άλλους ανθρώπους) καλλιεργεί το κωμικό στοιχείο, καθώς μέσω αυτής εμμέσως απεγκλωβίζονται, χωρίς απαραίτητα να το συνειδητοποιούν. Και κάπως έτσι επιτυγχάνεται μία σουρεαλιστική σάτιρα πάνω στην αποξένωση του αστικού τρόπου ζωής. Διότι οι χαρακτήρες εξελίσσονται βάσει του τρόπου που ο καθένας τους αντιμετωπίζει την επαφή του με το ξένο.
Η εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και έξυπνη αυτή σύλληψη, βέβαια, αποτελεί επίσης ιδιαίτερα ευστόχως ένα σχόλιο πάνω στον ίδιο τον κινηματογράφο. Ή ίσως ένα tribute, θα λέγαμε, ή ένας ορισμός της κινηματογραφικής τέχνης, μια προσπάθεια αυτοπροσδιορισμού.
Η επαφή των χαρακτήρων με το διαφορετικό αφορά κατά κανόνα ένα «διαφορετικό» που οι ίδιοι δεν θα μπορούσαν να φτάσουν. Ο Στέρνκοβιτς μιλάει τα πρωινά με μία μοναχική νοσοκόμα, και της λέει πως είναι φωτογράφος και πως ταξιδεύει σε πολλά μέρη του κόσμου. Αυτό δεν είναι αλήθεια, αλλά ίσως μία προσωπική φιλοδοξία, ένα όνειρο που λόγω του αστικού εγκλωβισμού του μάλλον δεν κατάφερε να πραγματοποιήσει. Ύστερα τον βλέπουμε να φωτογραφίζει σκηνές από ντοκιμαντέρ στην τηλεόραση, προκειμένου να τις δείξει στη νοσοκόμα. Και αργότερα, καταφέρνοντας να απεγκλωβιστεί ο ίδιος από το ασανσέρ, αλλά με την αναπηρική του καρέκλα να έχει ξεμείνει μέσα, σε μια υπέροχη σεκάνς, τον βλέπουμε να περπατάει μέσα στη νύχτα και θριαμβευτικά να φτάνει μπροστά σε ένα βουνό από χώμα κοντά σε μια οικοδομή, παραπέμποντας ειρωνικά σε μεγαλειώδες φυσικό τοπίο. Η ιστορία του νεαρού και της ηθοποιού είναι μια σύγκρουση γενεών, όπου το παρόν μοιάζει άδειο και ανούσιο στην ηθοποιό, (αρνείται να ξεπακετάρει τα πράγματά της) μπροστά στο ένδοξο παρελθόν, ενώ ο νεαρός προσπαθεί να την φέρει και πάλι σε επαφή με αυτά που έχασε. Η ιστορία με τον αστροναύτη θα μπορούσε με λίγη φαντασία να είναι και μια παράδοξη εναλλακτική συνέχεια στο τέλος του Gravity. Η κυρία Χαμιντά, που έχει έναν γιο στη φυλακή, έρχεται σε επαφή με έναν αμερικανό αστροναύτη, ο οποίος για λίγες μέρες θα πάρει τη θέση του γιου της. Και πάλι, μια σουρεαλιστικά υπερβολική γνωριμία της ηλικιωμένης κυρίας με το διάστημα.
Αυτό είναι και ο κινηματογράφος ως τέχνη, μας ταξιδεύει μέσω της αφήγησης και της εικόνας σε καταστάσεις και χαρακτήρες διαφορετικούς από εμάς. Δεν μας τα προβάλλει απλώς, αλλά μας ταξιδεύει σε αυτά τα διαφορετικά σύμπαντα, καλλιεργώντας όνειρα. Αυτή η κινηματογραφική αυτοαναφορικότητα δεν είναι τυχαία, αλλά συμπίπτει και με το γεγονός ότι το έργο έχει προέλθει από την αυτοβιογραφία του σκηνοθέτη του.
Εντέλει είναι ένα όμορφο, ζεστό έργο που πραγματεύεται την ψυχρότητα της αλλοτρίωσης, και ταυτόχρονα μας παίρνει μακριά από αυτήν. Αξίζει πολλά…
Βαθμολογία: