Η Φλοράνς Καραλά και ο εραστής της, Ζιλιέν Ταβερνιέ, αποφασίζουν να σκοτώσουν τον σύζυγο της πρώτης για να ζήσουν μαζί ευτυχισμένοι τον έρωτά τους. Ο Ζιλιέν κάνει τον φόνο, γυρνώντας όμως στο αυτοκίνητό του, συνειδητοποιεί ότι έχει ξεχάσει ένα σημαντικό ενοχοποιητικό στοιχείο. Από εκεί και πέρα, μια σειρά συγκυριών ανατρέπει τα πάντα…

Σκηνοθεσία:

Louis Malle

Κύριοι Ρόλοι:

Jeanne Moreau … Florence Carala

Maurice Ronet … Julien Tavernier

Georges Poujouly … Louis

Yori Bertin … Veronique

Lino Ventura … κομισάριος Cherrier

Ivan Petrovich … Horst Bencker

Jean Wall … Simon Carala

Elga Andersen … Frieda Bencker

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Roger Nimier, Louis Malle

Παραγωγή: Jean Thuillier

Μουσική: Miles Davis

Φωτογραφία: Henri Decae

Μοντάζ: Leonide Azar

Σκηνικά: Jean Mandaroux, Rino Mondellini

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Ascenseur pour l’Echafaud
  • Ελληνικός Τίτλος: Μια Νύχτα του Σαββάτου [αυθεντικός]
  • Διεθνής Τίτλος: Elevator to the Gallows
  • Εναλλακτικός Ελλ. Τίτλος: Ασανσέρ για Δολοφόνους [επανέκδοσης]
  • Διεθνής Εναλλακτικός Τίτλος: Frantic [ΗΠΑ]
  • Διεθνής Εναλλακτικός Τίτλος: Lift to the Scaffold [Μεγ. Βρετανία]

Σεναριακή Πηγή

  • Μυθιστόρημα: Ascenseur pour l’Echafaud του Noel Calef.

Παραλειπόμενα

  • Θεωρείται από τις πλέον κρίσιμες δουλειές που καθιέρωσαν την επερχόμενη Νουβέλ Βαγκ και ολόκληρο το μοντέρνο σινεμά. Το νουάρ αυτό εισήγαγε νέες τεχνικές στην αφήγηση και το μοντάζ.
  • Μυθοπλαστικό ντεμπούτο στη μεγάλη οθόνη για τον Louis Malle.
  • Ο σκηνοθέτης κινηματογραφούσε τη Jeanne Moreau σε έντονα κοντινά, με φυσικό φως και συχνά χωρίς καθόλου μακιγιάζ. Η γαλλίδα ντίβα βέβαια δεν ήταν θετική σε κάτι όπως αυτό που δεν της είχε συμβεί ποτέ στο παρελθόν, αλλά ήταν η πρώτη φορά που πιάστηκε σε φακό η ουσία της ερμηνείας της.
  • Πριν γίνει διάσημος, ο Jean-Claude Brialy εμφανίζεται στιγμιαία ως ένοικος ξενοδοχείου.
  • Η μίνι κάμερα που χρησιμοποιείται είναι η Minox. Φτιάχτηκε ως είδος πολυτελείας, αλλά εξελίχτηκε σε κατασκοπική κάμερα.
  • Ο Louis Malle έχει ένα κάμεο ως κάποιος που στον δρόμο περνάει από λάθος την πρωταγωνίστρια για πόρνη.
  • Η ταινία έχει δύο ριμέικ. Αυτό του ιάπωνα Akira Ogata, το Shikeidai No Erebeta του 2010, και το ρωσικό Weekend του Stanislav Govorukhin από το 2013.

Μουσικά Παραλειπόμενα

  • Κλασικό είναι το τζαζ σκορ του Miles Davis, στην πρώτη του κινηματογραφική δουλειά, το οποίο ήταν αποτέλεσμα αυτοσχεδιασμού. Ο Davis μπήκε στο στούντιο με την μπάντα του, στην οποία έδωσε εξαρχής μονάχα κάποιες τυχαίες αρμονικές, και το μόνο που χρειάστηκαν ήταν η πλοκή της ταινίας. Τους πήρε μόλις 6 ώρες, ενώ στα διαλείμματα έπιναν σαμπάνια με τον σκηνοθέτη και τη Moreau.

Κριτικός: Γιώργος Ξανθάκης

Έκδοση Κειμένου: 3/7/2022

Ένας από τους σημαντικότερους γάλλους σκηνοθέτες, ο Louis Malle (1932-1995), έγινε γνωστός ως μέλος του κινήματος της Nouvelle Vague στα τέλη της δεκαετίας του 1950. Το σύνολο του έργου του Malle χαρακτηρίζεται από συναισθηματικό ρεαλισμό, στιλιστική απλότητα και κυρίως απαράμιλλη ευελιξία, καθώς αποφεύγει συνειδητά να επαναλαμβάνει τον εαυτό του.

Μετά τον πόλεμο, ο Malle ξεκίνησε σπουδές πολιτικών επιστημών στο Παρίσι, αλλά, αντίθετα με τις επιθυμίες των μεγαλοαστών γονιών του, τελικά σπούδασε κινηματογράφο. Σχεδόν αμέσως μετά, προσλήφθηκε ως χειριστής κάμερας για τον διάσημο υποβρύχιο εξερευνητή Jacques-Yves Cousteau. Εργάστηκε ως συν-σκηνοθέτης στο ντοκιμαντέρ του Costeau, «Le Monde du silence» (1956). Στη συνέχεια ήταν βοηθός του Robert Bresson στο «Un condamné à mort s’est echappé» (1956), κάτι που προκάλεσε εμφανή επιρροή στις πρώτες του ταινίες και ιδίως στο «Le Feu follet» (1963).

Το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Malle, «Ascenseur pour l’échafaud» (1958) αποτελεί μια προαναγγελία της Nouvelle Vague, αλλά και έναν διαλογισμό για τις έμμεσες συνέπειες των αποικιοκρατικών πολέμων στη γαλλική κοινωνία της εποχής. Βασισμένο σε ένα μυθιστόρημα του Noël Calef, με σενάριο γραμμένο από τον σκηνοθέτη και τον Roger Nimier, το φιλμ είναι δομημένο σε μια τυπική πλοκή του φιλμ νουάρ.

Το άνοιγμα της ταινίας κόβει την ανάσα. Ένας άντρας και μια γυναίκα ανταλλάσσουν λόγια αγάπης στο τηλέφωνο, κινηματογραφημένα σε γκρο πλαν. Φαίνεται να αγαπιούνται με πάθος και να σχεδιάζουν κάτι, αλλά για ποιο σκοπό; «Πρέπει» τονίζει επιτακτικά η γυναίκα. Στη συνέχεια η κάμερα διευρύνει το πεδίο της και καταλήγει σε ένα εκπληκτικό γενικό πλάνο-προμήνυμα, που  δείχνει τον ίδιο άντρα παγιδευμένο σε ένα τερατώδες αστικό κτίριο. Στην αντιστικτική σκηνή του φινάλε, μια αστυνομική έρευνα ολοκληρώνεται σε ένα σκοτεινό δωμάτιο. Τα στοιχεία είναι αδιάψευστα: εμφανίζονται υπέροχες ρομαντικές φωτογραφίες του ερωτευμένου  ζευγαριού της αρχής. Ένα τελευταίο κοντινό πλάνο στη γυναίκα που μονολογεί με πεσιμισμό. Μετά, «Τέλος».

Ενδιάμεσα βυθιζόμαστε στο Παρίσι της δεκαετίας του 1950, με τον Malle να αναπτύσσει ολόκληρη την πλοκή με έξοχο παράλληλο μοντάζ, σε τρία διαφορετικά αφηγηματικά μονοπάτια. Στο πρώτο, ο απογοητευμένος βετεράνος Julien (Maurice Ronet) θα σκοτώσει το αφεντικό του, τον έμπορο όπλων Carala, που έχει επωφεληθεί από τους πολέμους χωρίς να διακινδυνεύει τη ζωή του. Όμως, ο Julien στη συνέχεια θα εγκλωβιστεί μέσα στο ασανσέρ. Στο δεύτερο, η ερωμένη του και σύζυγος του Carala, Florence (Jeanne Moreau), μάταια τον περιμένει στον τόπο του ραντεβού τους, βασανισμένη από ανησυχία. Σε μια μνημειώδη σεκάνς, η κάμερα την ακολουθεί καθώς περπατά συντετριμμένη και απελπιστικά μόνη μέσα στη βροχή στα Ηλύσια Πεδία, ενώ η τρομπέτα του Miles Davis προσθέτει μια αφόρητη αίσθηση απώλειας. Στο τρίτο, ένα νεαρό ζευγάρι κλέβει με επιπολαιότητα το αυτοκίνητο του Julien και στη συνέχεια μπλέκεται σε παράπλευρα τραγικά γεγονότα.

Η υποβλητική ατμόσφαιρα του νυχτερινού Παρισιού, φωτογραφημένη από το υπέροχο ασπρόμαυρο του Henri Decaë και βουτηγμένη στην αυτοσχεδιαστική τζαζ του Miles Davis, είναι το τέλειο υπόβαθρο για αυτό το αγωνιώδες θρίλερ, στο οποίο οι εγκληματικές ενέργειες φαίνεται να καθοδηγούνται από μια αναπόφευκτη μοίρα. Μια οδυνηρή αίσθηση μελαγχολίας και ματαιότητας διαπερνά την ταινία, εκφράζοντας τα συναισθήματα των τεσσάρων πρωταγωνιστών καθώς οι ελπίδες και τα όνειρά τους θρυμματίζονται βάναυσα από ατυχείς συγκυρίες. Ο Malle παραλληλίζει μια καλά σχεδιασμένη εκτέλεση με μια παράλογη δολοφονία, επισημαίνοντας πως ακόμα και τα καλύτερα προμελετημένα σχέδια συχνά στραβώνουν το ίδιο εύκολα με τα πιο απερίσκεπτα.

Είναι ενδιαφέρον να συγκρίνουμε το «Ascenseur pour l’échafaud» με δύο παρόμοιες ταινίες από το «επίσημο σκέλος» της  Nouvelle Vague: το «À bout de soufflé» (1960) του Godard και το «Tirez sur le pianist» (1961) του Truffaut. Και οι τρεις αποτελούν φόρο τιμής στο αμερικανικό φιλμ νουάρ, και καθεμία έχει μια ιδιαίτερη μοντερνιστική παρέκκλιση. Ωστόσο, ενώ ο Godard και ο Truffaut προσπαθούν συνειδητά να ανατρέψουν το είδος, ο Malle τηρεί με σεβασμό τις συμβάσεις του, και αυτό είναι, στην ουσία, που διαφοροποιεί τον Malle από τους συγχρόνους του. Ο Godard και η παρέα του είχαν βάλει ως αποστολή τους να επανεφεύρουν τον κινηματογράφο. Ο Malle χαιρόταν να χτίζει πάνω σε αυτό που είχε προηγηθεί. «Ήμουν διχασμένος ανάμεσα στον τεράστιο θαυμασμό μου για τον Bresson και στον πειρασμό να κάνω μια ταινία σαν του Hitchcock», είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Malle περιέγραψε το σκηνοθετικό του ντεμπούτο. Και πράγματι αυτή η θεωρητικά αταίριαστη επιμειξία οδήγησε σε ένα από τα μεγάλα αριστουργήματα του γαλλικού κινηματογράφου.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

20 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *