
Ένα θανατηφόρο τροχαίο ατύχημα αναστατώνει τη χειμωνιάτικη ραστώνη του τουριστικού θέρετρου. Ο Γιάννης και η Κατερίνα καταφτάνουν σοκαρισμένοι για να αναγνωρίσουν το θύμα στο τοπικό νοσοκομείο. Μαζί αλλά και χωριστά, θα προσπαθήσουν να συνδέσουν κομμάτια του παζλ της ζωής που χάθηκε, ερχόμενοι αντιμέτωποι με μια σειρά από αναπάντεχες αποκαλύψεις. Και δεν είναι οι μόνοι. Στο απόκοσμο παραθαλάσσιο μπαρ της περιοχής, το Αρκάντια, η Κατερίνα θα συναντήσει μια αλλόκοτη συντροφιά από απροσδόκητους συνοδοιπόρους.
Σκηνοθεσία:
Γιώργος Ζώης
Κύριοι Ρόλοι:
Βαγγέλης Μουρίκης … Γιάννης
Αγγελική Παπούλια … Κατερίνα
Έλενα Τοπαλίδου … Βίκυ
Νικόλας Παπαγιάννης … Πέτρος
Βαγγέλης Ευαγγελινός … αστυνομικός
Αστέρης Ρημαγμός … Νίκος
Ευαγγελία Ανδρεαδάκη … Δέσποινα
Φλομαρία Παπαδάκη … Δαβνάη
Έλενα Μαυρίδου … Κλέα
Αντώνης Τσιοτσιόπουλος … Έκτορας
Γιώργος Μπινιάρης
Μαρία Διακοπαναγιώτου
Δάφνη Πατακιά
Νίκος Γεωργάκης
Αλέξανδρος Βούλγαρης
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Γιώργος Ζώης, Κωνσταντίνα Κοτζαμάνη
Παραγωγή: Μαρία Δρανδάκη, Στέλιος Κοτιώνης, Αντιγόνη Ρώτα, Veselka Kiryakova
Μουσική: Petar Dundakov
Φωτογραφία: Κωνσταντίνος Κουκουλιός
Μοντάζ: Γιάννης Χαλκιαδάκης
Σκηνικά: Έλένα Βαρδαβά
Κοστούμια: Βασιλεία Ροζάνα
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Αρκάντια
- Διεθνής Τίτλος: Arcadia
Κύριες Διακρίσεις
- Βραβείο σκηνοθεσίας στο φεστιβάλ του Σεράγεβο.
- Βραβείο FIPRESCI στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
Παραλειπόμενα
- Επιστροφή για τον Γιώργο Ζώη στις μεγάλου μήκους ταινίες από το 2015 και το ντεμπούτο του, το Interruption.
- Έχει υπογράψει σε πολλές μικρού μήκους ταινίες το σενάριο η Κωνσταντίνα Κοτζαμάνη (κυρίες δικές της), αλλά εδώ συμμετέχει για πρώτη φορά σε μεγάλου μήκους.
- Στην παραγωγή είχαν συμμετοχή και εταιρίες από Βουλγαρία και ΗΠΑ. Λόγω αυτού, η μουσική του Petar Dundakov βραβεύτηκε στα εθνικά βραβεία της Βουλγαρίας.
- Πρωτόλεια ταινία για τον Αστέρη Ρημαγμό.
- Η παγκόσμια πρεμιέρα έγινε στο τμήμα Encounters του φεστιβάλ Βερολίνου.
Κριτικός: Σπύρος Δούκας
Έκδοση Κειμένου: 4/3/2024
Ο Γιώργος Ζώης, στην δεύτερη μεγάλου μήκους του, παραδίδει ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον στη σύλληψη και ιδιοσυγκρασιακό στην γραφή του έργο, που φανερώνει έναν δημιουργό με δυνατό στίγμα και καλλιτεχνικό όραμα, αλλά ίσως όχι αρκετά ώριμο για να το υλοποιήσει λειτουργικά.
“Arcadia” είναι ένας τόπος όπου όλα τα πλάσματα της φύσης, ζωντανά και νεκρά, συνυπάρχουν αρμονικά. Έτσι, αυτό εδώ το πόνημα ειναι μια εξαιρετική σπουδή πάνω στο πένθος και τη διαχείρισή του. Ή, τουλάχιστον, αυτό φιλοδοξεί να είναι. Ο Ζώης πατάει γερά πάνω στα θεμέλια της ψυχανάλυσης, συστήνοντας έναν κόσμο μεταφυσικό, με γνώμονα τα πρωτογονικά ένστικτα, όπου όλοι οι χαρακτήρες υποφέρουν και πονούν, αλλά ταυτόχρονα συμπάσχουν και αλληλοσυμπληρώνονται. Έτσι, επιτυγχάνεται μια αίσθηση «επίπονης», θα λέγαμε, αρμονίας, όπου καθένας ξεχωριστά οδεύει προς μια προσωπική λύτρωση, και όλοι οι υπόλοιποι, σαν χορός από αρχαία τραγωδία, ενισχύουν και συμπλέουν σε μια αντίστοιχη πορεία.
Ο συμβολισμός των παπουτσιών είναι μια υπέροχη ιδέα, που κρατάει σφιχτά δεμένο το αφήγημα (το έργο ξεκινάει και τελειώνει με αυτή την εικόνα, υποδηλώνοντας τον κύκλο του πένθους που κλείνει). Ως εδώ, όλα καλά. Τα προβλήματα όμως ξεκινούν κατά βάση από το σενάριο, που αν και σφύζει από οπτικές ιδέες και αισθητικές περιγραφές που έχουν ως στόχο το χτίσιμο αυτού του κόσμου, χάνει πόντους στην αφηγηματική του διαχείριση. Ο Ζώης είναι σε έναν βαθμό εικαστικός καλλιτέχνης. Όπως φαίνεται και από τις μικρού μήκους δουλειές του, σαν το “Casus belli”, έχει ιδέες τύπου visual-concept, που λειτουργούν τέλεια σε αυτή τη φόρμα. Και ναι, δεν είναι απαραίτητο ένα μεγάλου μήκους έργο να είναι πρωτίστως αφηγηματικό. Μπορεί η αφήγηση να είναι ισχνή και αργή, και να κυριαρχούν άλλα στοιχεία, όπως κάνουν κάποιοι ανατολίτες δημιουργοί σαν τον Apitchatpong Weerasethakul. Εδώ όμως, ο Ζώης με τη συμβολή της Κωνταντίνας Κοτζαμάνη στο σενάριο μοιάζουν να μην έχουν αρκετή αυτοπεποίθηση στο υλικό τους, κι έτσι επιχειρούν να «φορέσουν» από πάνω μια κλασικού τύπου αφήγηση, κι εκεί είναι που πέφτουν σε παγίδες.
Για χάρη μιας ανατροπής που στην τελική είναι άνευ ουσίας, ο θεατής μέχρι το τέλος δεν μαθαίνει τι ακριβώς συμβαίνει. Και ο κύριος λόγος που αυτό δεν λειτουργεί είναι ότι έρχεται σε άμεση αντίθεση με την οπτική του πρωταγωνιστή, με την οποία αναγκαστικά ταυτιζόμαστε. Ο Βαγγέλης Μουρίκης έχει χάσει κάποιο κοντινό του πρόσωπο, αυτό μόνο γνωρίζει ο θεατής καθώς παρακολουθεί, κι αυτό δυστυχώς αρκεί για να μας αποξενώσει από τον πυρήνα του έργου. Είναι σαν να παρακολουθείς μια επίπονη διεργασία, να διαισθάνεσαι ότι είναι ζωτική και ουσιαστική, μιας που η καλλιτεχνική και αισθητική επιμέλεια είναι αρτιότατη, όμως παράλληλα είναι λες και συνωμοτικά η αφήγηση προσπαθεί να σε κρατήσει απ’ έξω. Επίσης, όλος ο χρόνος που αφιερώνεται στο world-building, έχει ως συνέπεια και την απώλεια εξέλιξης των βασικών χαρακτήρων. Δηλαδή πενθούν, συνεχίζουν να πενθούν, αποδίδεται οπτικά αυτή η ψυχική τους κατάσταση, και κάποια στιγμή απλά έρχονται στη λύτρωση, χωρίς να βλέπουμε ακριβώς πώς συμβαίνει αυτό. Κι επειδή το σενάριο δεν εστιάζει μόνο στους δύο βασικούς χαρακτήρες, αλλά μπαίνει και σε δεύτερους (κατανοητό είναι αυτό, μιας που είναι μέρος του world-building), εντέλει οι βασικοί μένουν ελαφρώς μετέωροι.
Όπως και να ‘χει, είναι μια αξιόλογη δουλειά, με μια πάντα εξαιρετική Αγγελική Παπούλια να κλέβει εδώ την παράσταση, με περίσσειες φρέσκες οπτικές και ποιητικές ιδέες που λείπουν από το ελληνικό σινεμά, και ο Γιώργος Ζώης είναι σαφώς οραματιστής και ταλαντούχος. Μένει μόνο να συνεχίσει να το παλεύει.
Βαθμολογία: