Λατρεύω να σε Μισώ
- Anyone But You
- 2023
- ΗΠΑ
- Αγγλικά
- Αισθηματική, Κομεντί
- 08 Φεβρουαρίου 2024
Η Μπία και ο Μπεν μοιάζουν να είναι το ιδανικό ζευγάρι, αλλά μετά από ένα απογοητευτικό πρώτο ραντεβού κάτι συμβαίνει και η καυτή μεταξύ τους έλξη παγώνει. Η μοίρα όμως τα φέρνει έτσι και βρίσκονται και οι δύο καλεσμένοι σε έναν γάμο στη μακρινή Αυστραλία, όπου κάνουν ό,τι θα έκανε κάθε ενήλικος: παριστάνουν το ζευγάρι…
Σκηνοθεσία:
Will Gluck
Κύριοι Ρόλοι:
Sydney Sweeney … Bea
Glen Powell … Ben
Alexandra Shipp … Claudia
Gata … Pete
Hadley Robinson … Halle
Michelle Hurd … Carol
Dermot Mulroney … Leo
Darren Barnet … Jonathan
Bryan Brown … Roger
Rachel Griffiths … Innie
Charlee Fraser … Margaret
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Ilana Wolpert, Will Gluck
Στόρι: Ilana Wolpert
Παραγωγή: Will Gluck, Jeff Kirschenbaum, Joe Roth
Μουσική: Este Haim, Christopher Stracey
Φωτογραφία: Danny Ruhlmann
Μοντάζ: Tia Nolan
Σκηνικά: Steven Jones-Evans
Κοστούμια: Amelia Gebler
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Anyone But You
- Ελληνικός Τίτλος: Λατρεύω να σε Μισώ
Παραλειπόμενα
- Ελαφριά βασισμένο πάνω στο Much Ado About Nothing του William Shakespeare. Φράσεις του θεατρικού παρεισφρέουν πονηρά στην εικόνα, αλλά και στους διαλόγους.
- Ο Will Gluck ασχολείται κινηματογραφικά με μια ταινία πέρα των δύο Πίτερ Ράμπιτ μετά από 9 χρόνια.
- Όπως αποκάλυψε η Sydney Sweeney, μια αράχνη πράγματι τη δάγκωσε κατά τα γυρίσματα, με το βίντεο του γεγονός να καταγράφεται στην κάμερα.
Κριτικός: Ορέστης Μαλτέζος
Έκδοση Κειμένου: 5/2/2023
Στο “Λατρεύω να σε Μισώ”, ο σκηνοθέτης Will Gluck μοιάζει να επιστρατεύει όλα τα λάθος στοιχεία για να συνθέσει αυτή τη ρομαντική κωμωδία, αλλά το κάνει με τον πιο πετυχημένα μετριοπαθή τρόπο, προσφέροντας ακριβώς αυτό που θα περίμενε κανείς αλλά σε μια ποσότητα τόσο-όσο, αποτρέποντάς με από το να του καταλογίσω αποτυχία. Αυτό το καθαρά βιομηχανικό προϊόν μοιάζει με το απαύγασμα της λογικής του καναλιού Hallmark, με μια ιστορία εν πολλοίς ακίνδυνη που θα απαγορεύσει στον οποιονδήποτε να δυσφορήσει, αμπαλαρισμένη σε ένα ιλουστρασιόν περιτύλιγμα με άψογο παρουσιαστικό.
Το πρωταγωνιστικό ζευγάρι είναι ο Μπεν και η Μπία, δύο τέλειες εκδόσεις του ανθρώπινου είδους σε σωματικό επίπεδο, αλλά στο κομμάτι της προσωπικότητας πρόκειται για τα πιο συναισθηματικά ανώριμα άτομα που έχουν εμφανιστεί ποτέ σε ταινία. Το γεγονός ότι η έκβαση του ειδυλλίου είναι προδιαγεγραμμένη από την αρχή εμποδίζει την υποστήριξη του θεατή, αλλά εδώ είναι το στοιχείο-κλειδί: κανείς δεν μας ζητά να συμμετέχουμε. Ο Gluck κρατάει στα χέρια του μια μακριά λίστα με όλα τα αναμενόμενα κλισέ των κομεντί, και με ταχύτητα πολυβόλου βάζει τικ στα κουτάκια. Κατόπιν εορτής είναι εύκολο να έρθουν στον νου οι σαφείς επιρροές του σαιξπηρικού “Πολύ Κακό για το Τίποτα” και της screwball, αλλά το ότι κατά τη διάρκεια της προβολής η ταινία δεν γεννά την παραμικρή σκέψη ή συνειρμό δεν το λες και θετικό.
Οι χαρακτήρες είναι γραμμένοι με την ελαφρότητα πούπουλου, ο καθένας αντιστοιχεί σε κάποιο αρχέτυπο που η μετατροπή του σε στερεότυπο εμποδίζεται αποκλειστικά χάρη στους ικανούς ηθοποιούς, ειδικά όσον αφορά τον Dermot Mulroney στον ρόλο του πεθερού, ο οποίος γνωρίζει πολύ καλά τι του ζητείται και το διασκεδάζει σε κάθε δευτερόλεπτο της παρουσίας του. Μισό λεπτό, πεθερός ποιανού…; Η υπόθεση περιλαμβάνει μεν έναν γάμο, στον οποίο ο Μπεν και η Μπία πηγαίνουν ως καλεσμένοι συγγενείς, και παρότι μισιούνται, αναγκάζονται να παραστήσουν το ζευγάρι. Η ταινία με κάποιον μαγικό τρόπο προσπαθεί να μας πείσει ότι σε έναν κραυγαλέα δαπανηρό γάμο στην Αυστραλία όπου όλα είναι τέλεια στον υπερθετικό βαθμό, όλοι μα όλοι, ακόμα και οι δύο νύφες, ασχολούνται με τα ιλαροτραγικά καμώματα των δύο πρωταγωνιστών καθώς καταστρέφουν τις ετοιμασίες. Και το καταφέρνει!
Βλέπετε, ο Gluck έχει έναν άσσο στο μανίκι του: ξέρει πολύ καλά πώς να διατηρεί τον ρυθμό. Αυτό γίνεται ιδιαίτερα σαφές από τους διαλόγους, οι οποίοι ερμηνεύονται με μια ζηλευτή μουσικότητα, που αν είχαν ομοιοκαταληξία θα μιλούσαμε για ένα πρώτης τάξεως μιούζικαλ. Μπορεί επί της οθόνης να ακούγονται ατάκες που κανείς μας ποτέ δεν θα ξεστομίσει και να παρουσιάζονται περιστατικά που ποτέ κανείς μας δεν θα βιώσει, αλλά δεν είναι λίγες οι φορές που η ταινία προκαλεί γέλιο. Δύσκολα πιστεύει κανείς ότι βλέπει την ίδια Sydney Sweeney του “Reality” ή τον Glen Powell του “Top Gun: Maverick”, αλλά και οι δύο ερμηνεύουν με τόση πηγαία ελευθερία που παραβλέπουμε ότι η μεταξύ τους χημεία είναι περισσότερο εικαστική παρά πραγματική.
Τίποτα που παρουσιάζεται στον θεατή δεν είναι εντελώς ανεπιτυχές, και μέσα μου ευχόμουν να ήταν γιατί έτσι τουλάχιστον η ταινία θα ήταν ικανή να προκαλέσει κάποια αντίδραση. Η έντονη χρήση του γυμνού στις κωμικές καταστάσεις δεν αποσπά από το γεγονός ότι το χιούμορ στο σύνολό του είναι ιδιαίτερα σεμνό και συγκρατημένο. Η ταινία επιτελεί πλήρως τον σκοπό της ανούσιας, εντούτοις ευχάριστης, θέασης, δεν προσφέρει τίποτα στο είδος αλλά δεν του κλέβει κιόλας. Είναι το αποκορύφωμα της μετριότητας στην ιδανικότερη μορφή του. Είναι κι αυτό ένα κατόρθωμα.
Βαθμολογία: