Σε μια μικρή πόλη του Όρεγκον, μια δασκάλα και ο αδερφός της, ο τοπικός σερίφης, ανακαλύπτουν πως ένας νεαρός μαθητής κρύβει ένα επικίνδυνο μυστικό με τρομακτικές συνέπειες.

Σκηνοθεσία:

Scott Cooper

Κύριοι Ρόλοι:

Keri Russell … Julia Meadows

Jesse Plemons … σερίφης Paul Meadows

Jeremy T. Thomas … Lucas Weaver

Graham Greene … Warren Stokes

Scott Haze … Frank Weaver

Rory Cochrane … Dan Lecroy

Amy Madigan … διευθύντρια Booth

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: C. Henry Chaisson, Nick Antosca, Scott Cooper

Παραγωγή: J. Miles Dale, Guillermo del Toro, David S. Goyer

Μουσική: Javier Navarrete

Φωτογραφία: Florian Hoffmeister

Μοντάζ: Dylan Tichenor

Σκηνικά: Tim Grimes

Κοστούμια: Karin Nosella

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Antlers
  • Ελληνικός Τίτλος: Antlers

Σεναριακή Πηγή

  • Διήγημα: The Quiet Boy του Nick Antosca.

Παραλειπόμενα

  • Το διήγημα The Quiet Boy είχε εκδοθεί εντός του περιοδικού πολιτικής και τεχνών Guernica.
  • Ντεμπούτο στον κινηματογράφο για τον μικρό Jeremy T. Thomas, που δεν είναι όμως και ερμηνευτικό, μια και έχει παρουσίες στη μικρή οθόνη και σε μια μικρού μήκους ταινία.

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 25/10/2021

Ναι, το «Antlers» δεν αντιστέκεται στον πειρασμό των – τόσο τετριμμένων πια εν γένει- jump-scares. Ναι, διαθέτει κάποια από τα ενοχλητικά κλισέ που πλήττουν το σύγχρονο σινεμά τρόμου: ενδεικτικά, την τάση για «τιμωρία» αναλώσιμων δευτερευόντων ηρώων και την ανάγκη να υπάρξει οπωσδήποτε μια εκρηκτική κορύφωση. Ναι, το φινάλε του είναι αταίριαστα βιαστικό και απότομο σε σχέση με ό,τι προηγήθηκε. Σε γενικές γραμμές, όμως, το φιλμ του Scott Cooper, ο οποίος εδώ για πρώτη φορά δοκιμάζεται στο πεδίο του φανταστικού, είναι όχι μόνο ιδιαίτερα αποτελεσματικό στα πλαίσια του κινηματογραφικού είδους που εκπροσωπεί, αλλά και απρόσμενα πιο σκοτεινό και πεσιμιστικό από τη συντριπτική πλειοψηφία των παραδειγμάτων τού εμπορικής στόχευσης τρόμου εκεί έξω.

Είναι μια ταινία που προσεγγίζει σχεδόν ψυχαναλυτικού τύπου βάθη και μοτίβα (που αντικατοπτρίζονται στο μεταφυσικό στοιχείο της ιστορίας), ρίχνοντας τον θεατή σε αυτά χωρίς κάποιου είδους «σωσίβιο». Το σενάριο συνδέει δύο προβληματικές που αναπτύσσονται παράλληλα μέσω του μύθου, αυτή της ιστορικής πραγματικότητας της υφαρπαγής της γης των αυτοχθόνων της Βορείου Αμερικής, που αργότερα οδήγησε στην υποβάθμισή της σε περιβαλλοντικό επίπεδο λόγω της αλόγιστης εκμετάλλευσής της, και αυτή της ενδοοικογενειακής βίας. Η πρώτη εξ αυτών, αν και υπονοείται ότι αφορά κάτι που ουσιαστικά είναι παράγωγο του ίδιου συστήματος που ευθύνεται και για τη δημιουργία κακοποιητικών γονέων, θίγεται ίσως όχι σε τόσο μεγάλο βάθος, αλλά αυτό συμβαίνει γιατί δίνεται έμφαση στη δεύτερη (που αποτελεί και τη θεματική ραχοκοκαλιά της ιστορίας), η οποία αποτυπώνεται επί της οθόνης με ανατριχιαστικά επώδυνο συναισθηματικά τρόπο, τόσο που ενδέχεται να απωθήσει μια μερίδα του κοινού. Η μεταφυσικού τύπου βία των εικόνων είναι μεν έντονη, σουρεαλιστική σαν εικαστική σύλληψη (σίγουρα θα έπαιξε κάποιο ρόλο και ο Guillermo del Toro στην παραγωγή όσον αφορά αυτό το χαρακτηριστικό) και χτυπάει στο υποσυνείδητο, αλλά στην τελική το στοιχείο που καθιστά το σύνολο τόσο διεισδυτικό στα ένστικτα του θεατή είναι η βία σε ανθρώπινο επίπεδο, μαζί με τον ψυχολογικό αντίκτυπό της στους ήρωες του φιλμ.

Τα μουντά χρώματα της φωτογραφίας του Florian Hoffmeister αποδεικνύονται ιδανική επιλογή για τα θλιμμένα τοπία του Καναδά (υποτίθεται στο Όρεγκον για τις συμβάσεις του σεναρίου) που κινηματογραφεί ο φακός και ισορροπούν μεταξύ βιομηχανοποίησης και άγριας φύσης, θυμίζοντας αντίστοιχες εικόνες και θεματικές από τη «Σκουριασμένη Πόλη» του ίδιου σκηνοθέτη, και υπογραμμίζοντας παράλληλα πως η λύτρωση δεν είναι στο πρόγραμμα, όσο κι αν θα το ήθελε κανείς βλέποντας τα τεκταινόμενα. Δεν θα ήταν υπερβολή να ειπωθεί πως σε επίπεδο οπτικών συνθέσεων και ατμόσφαιρας, ο Cooper ίσως να έχει πάρει ιδέες από τον Zvyagintsev, ειδικά από το «Χωρίς Αγάπη», αγγίζοντας σχεδόν παρόμοια επίπεδα απαισιοδοξίας για τον άνθρωπο και για την κοινωνία του, επιδεικνύοντας μια ξεκάθαρη έλλειψη εμπιστοσύνης απέναντι σε θεσμούς και στον χαρακτήρα των ατόμων. Αλλά κι εν γένει, βάζοντας τα δεδομένα κάτω στο τραπέζι, εντοπίζει κανείς αρκετά περισσότερες συγγένειες από ευρωπαϊκές παρά από αμερικάνικες επιρροές, από τους ρυθμούς της αφήγησης μέχρι τη μεθοδολογία σκιαγράφησης των χαρακτήρων. Γι’ αυτό και το «Antlers», παρά τις όποιες αδυναμίες του, τελικά ξεχωρίζει σε σχέση με προτάσεις της σχολής James Wan: διαθέτει τα μέσα για να προσφέρει μια αυθεντικά «ενοχλητική» εμπειρία παρακολούθησης, για να βάλει τον θεατή σε δύσκολη θέση και να τον φέρει αντιμέτωπο με εκείνες τις δυσάρεστες πλευρές της ανθρώπινης εμπειρίας που ένα θρίλερ με στόχευση τη διασκέδαση εσκεμμένα δεν θα αγγίξει.

Άκρως πολύτιμη είναι η συνεισφορά του μικρού Jeremy T. Thomas στον, ουσιαστικά, πρωταγωνιστικό ρόλο του φιλμ, επισκιάζοντας τους συμπρωταγωνιστές του. Με το πώς κατορθώνει να αποτυπώσει το ψυχικό τραύμα στην ομιλία του, στις εκφράσεις του, στη γλώσσα του σώματός του, συνθέτει ένα πορτρέτο που συμβάλλει καθοριστικά στην πολυπλοκότητα και ειλικρίνεια της ανάλυσης που επιχειρεί το σενάριο πάνω στη θεματική της κακοποίησης και της ανακύκλωσής της από γενιά σε γενιά. Στην παρουσία του συνοψίζεται η ουσία μιας κινηματογραφικής δημιουργίας που επιλέγει δρόμους πέραν της πεπατημένης, και που μένει στη μνήμη εξαιτίας των ρίσκων που παίρνει, ακόμη κι αν δεν της «βγαίνουν» όλα.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

15 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *