Πίσω από την καθηλωτική ομορφιά της Άννα Πολιάτοβα κρύβονται σκοτεινά μυστικά. Σε ένα κρίσιμο σημείο της ζωής της που δεν βλέπει μέλλον, εμφανίζεται ένας πράκτορας της KGB και της προσφέρει θέση στον χώρο της κατασκοπίας. Η Άννα ξεκινάει εκπαίδευση επί έναν χρόνο, και η συμφωνία τη θέλει να υπηρετήσει ως εκτελεστής της υπηρεσίας για πέντε χρόνια, μετά τα οποία θα είναι ελεύθερη να συνεχίσει τη ζωή της όπως επιθυμεί. Μόνο που η KGB τής κρύβει ότι ο μόνος τρόπος να αποχωρίσει κανείς από τις τάξεις της, είναι με τον θάνατο.

Σκηνοθεσία:

Luc Besson

Κύριοι Ρόλοι:

Sasha Luss … Anna Poliatova

Helen Mirren … Olga

Luke Evans … Alexander ‘Alex’ Tchenkov

Cillian Murphy … Lenny Miller

Lera Abova … Maud

Alexander Petrov … Piotr

Nikita Pavlenko … Vlad

Anna Krippa … Nika

Ivan Franek … Mossan

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Luc Besson

Παραγωγή: Luc Besson

Μουσική: Eric Serra

Φωτογραφία: Thierry Arbogast

Μοντάζ: Julien Rey

Σκηνικά: Hugues Tissandier

Κοστούμια: Olivier Beriot

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Anna
  • Ελληνικός Τίτλος: Anna
  • Εναλλακτικός Τίτλος: Άννα

Παραλειπόμενα

  • Μετά από 7 χρόνια γεμάτης φιλμογραφίας, αυτή είναι η πρώτη αγγλόφωνη δουλειά για τον Alexander Petrov.
  • Η ταινία κόστισε 30 εκατομμύρια δολάρια, αλλά έβγαλε μόνο 15.

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 17/7/2019

Στα χνάρια του «Νικίτα» (δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι τα συμβάντα του φιλμ διαδραματίζονται το σημαδιακό έτος 1990) επιστρέφει ο Luc Besson, αν και πλέον έχοντας διαποτιστεί από την εμπορική νοοτροπία που χαρακτηρίζει τη συντριπτική πλειοψηφία της δουλειάς του από το «Πέμπτο Στοιχείο» κι έπειτα. Παρακολουθώντας κανείς τον τρόπο που ο εξηντάρης πλέον σκηνοθέτης κινηματογραφεί την πρωταγωνίστριά του, αλλά και το πώς το σενάριο που ο ίδιος υπογράφει φροντίζει να τονίσει τουλάχιστον ανά δεκάλεπτο την ομορφιά της, θα μπορούσε να ισχυριστεί πως το όλο οικοδόμημα είναι ένα πρόσχημα από τον ίδιο για να επιδοθεί σε ένα οφθαλμόλουτρο, το οποίο φέρνει με ευκολία σε άβολη θέση έναν θεατή με έστω μια μίνιμουμ δόση ενσυναίσθησης.

Αν και αυτή η υπόθεση εργασίας δεν αποκλείεται εξολοκλήρου, το φιλμ καταφέρνει εν μέρει να αποφύγει τον περιορισμό του στα στεγανά αυτού του χαρακτηρισμού, κυρίως γιατί είναι όντως αποτελεσματικό σαν μια κατασκοπευτική περιπέτεια, τόσο στο να συνθέσει μια καλοδουλεμένη πλοκή με αμφιταλαντευόμενους ήρωες και αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα, όσο και στο να προσφέρει ορθά στημένη και χορογραφημένη δράση δίχως τους συντηρητικούς περιορισμούς μιας σήμανσης καταλληλότητας «άνω των δεκατριών». Ακόμη κι αν μπει κάποιος στη διαδικασία σύγκρισης με πρόσφατα παραδείγματα του είδους όπως το «Atomic Blonde» και διαπιστώσει πως το «Anna» εκπροσωπεί ένα στιλ που ίσως να έχει ξεπεραστεί, αυτού του τύπου το παλιομοδίτικο ύφος που αφορά κυρίως την αφήγηση και όχι τόσο την τεχνική (η οποία «μοντερνίζει» σε ουκ ολίγα σημεία, ειδικά με κάποια μακρόσυρτα μονόπλανα που μόνο ανεπιθύμητα δεν είναι κατά τα άλλα), έχει μια νοσταλγική αξία που το καθιστά καλοδεχούμενο.

Παρά αυτές τις αρετές, υπάρχουν ορισμένα τρωτά σημεία, μεταξύ άλλων και η εμμονή στο εύρημα του χρονικού πισωγυρίσματος, του οποίου γίνεται κατάχρηση, και από ένα σημείο κι έπειτα «χτυπάει» άσχημα με την υπερβολικά εφετζίδικη αξιοποίησή του. Επιπλέον, όσο κι αν στο χαρτί η κεντρική ηρωίδα έχει πολλά ελκυστικά κι αβανταδόρικα γνωρίσματα, αναμενόμενα η Sasha Luss λόγω του ότι προέρχεται από τον επαγγελματικό χώρο του μόντελινγκ δεν παραδίδει μια ερμηνεία που να αναδεικνύει ικανοποιητικά τις πολλές και συχνά αντιφατικές πλευρές του χαρακτήρα της. Αλλά και γενικότερα, πέρα από την Helen Mirren, για την οποία ρόλοι σαν κι αυτόν που αναλαμβάνει εδώ αποτελούν «ευκολάκια» για την ίδια, απουσιάζει ένας ηθοποιός που να δίνει ένα ιδιαίτερο στίγμα σε αυτό που του αναθέτουν, με τους Cillian Murphy και Luke Evans να παραμένουν μονοδιάστατοι καθόλη τη διάρκεια, παρόλο που θα μπορούσαν κάλλιστα να «παίξουν» περισσότερο με το υλικό τους, ενώ και ο καρατερίστας Eric Godon, παρόλο που δυνητικά με τον χαρακτήρα του θα μπορούσε ακόμη και να κλέψει την παράσταση, καταλήγει μέχρι και να του μειώνει «πόντους» από την αίσθηση απειλής που θα μπορούσε να εκπέμπει, λόγω εσφαλμένης προσέγγισης.

Ο Besson ξέρει αρκετά καλά τους κώδικες του είδους με το οποίο καταπιάνεται για άλλη μία φορά, ακόμη και αν τελικά το brand-name που έχει δημιουργήσει έχει μεγαλύτερο βεληνεκές από την πραγματική του αξία ως δημιουργού: ο κοσμοπολιτισμός, ο κυνισμός, το μαύρο χιούμορ, η υφέρπουσα μελαγχολία της πρωταγωνίστριας (που σχεδόν πάντα διέπει τον κεντρικό ρόλο ενός κατασκοπικού δράματος), όλα συντελούν σε ένα κοκτέιλ που ναι μεν έχει ξαναγίνει και καλύτερα, αλλά δείχνει να έχει διδαχθεί τα βασικά σε επαρκή βαθμό ώστε να στέκεται με αξιοπρέπεια, ειδικά σε σχέση με τις δουλειές του σκηνοθέτη του την τρέχουσα δεκαετία. Αν δουλεύονταν και κάποιοι άλλοι τομείς ελαφρώς παραπάνω για το καλό του συνόλου, όπως η προσοχή στη λεπτομέρεια (αποπροσανατολίζει ελαφρώς από τα τεκταινόμενα η χρήση τεχνολογίας ελαφρώς προχωρημένης για το πλαίσιο της εποχής κατά την οποία εκτυλίσσεται η ιστορία) και το φεμινιστικό επιμύθιο που μοιάζει αρκετά βεβιασμένο στην παρούσα μορφή, το αποτέλεσμα θα ήταν σίγουρα η καλύτερη στιγμή του κινηματογραφιστή του εδώ και πολύ καιρό.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

16 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *