
Στη δεκαετία του 1930, τρεις φίλοι -ένας γιατρός, μια νοσοκόμα και ένας δικηγόρος- γίνονται μάρτυρες ενός φόνου, καθίστανται οι ίδιοι ύποπτοι, και αποκαλύπτουν μια από τις πιο εξωφρενικές συνωμοσίες στην ιστορία της Αμερικής.
Σκηνοθεσία:
David O. Russell
Κύριοι Ρόλοι:
Christian Bale … Burt Berendsen
Margot Robbie … Valerie Voze
John David Washington … Harold Woodman
Chris Rock … Milton King
Anya Taylor-Joy … Libby Voze
Zoe Saldana … Irma St. Clair
Mike Myers … Paul Canterbury
Robert De Niro … στρατηγός Gil Dillenbeck
Michael Shannon … Henry Norcross
Timothy Olyphant … Taron Milfax
Taylor Swift … Liz Meekins
Matthias Schoenaerts … ντετέκτιβ Lem Getwiller
Alessandro Nivola … ντετέκτιβ Hiltz
Rami Malek … Tom Voze
Andrea Riseborough … Beatrice Vandenheuvel
Max Perlich … Morty Baum
Ed Begley Jr. … στρατηγός Bill Meekins
Colleen Camp … Eva Ott
Beth Grant … Κα Dillenbeck
Leland Orser … Κος Nevins
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: David O. Russell
Παραγωγή: Christian Bale, Matthew Budman, Anthony Katagas, Arnon Milchan, David O. Russell
Μουσική: Daniel Pemberton
Φωτογραφία: Emmanuel Lubezki
Μοντάζ: Jay Cassidy
Σκηνικά: Judy Becker
Κοστούμια: J.R. Hawbaker, Albert Wolsky
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Amsterdam
- Ελληνικός Τίτλος: Άμστερνταμ
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για Bafta κοστουμιών.
Παραλειπόμενα
- Πρώτη ταινία για τον David O. Russell μετά από 7 έτη.
- Η New Regency είχε στον σχεδιασμό τα γυρίσματα να εκκινήσουν εντός της Άνοιξης του 2020, αλλά η πανδημία τα “έσπρωξε” έναν χρόνο αργότερα.
- Πριν αποκαλυφθεί ο τελικός τίτλος, κάποιοι αναφέρονταν στο φιλμ ως Canterbury Glass.
- Ο Michael B. Jordan ήταν ο αρχικός Χάρολντ, αλλά το πρόγραμμα του σε συνδυασμό με την καθυστέρηση της παραγωγής τον ανάγκασαν σε αποχώρηση.
- Αναφέρθηκε στον τύπο ότι η Jennifer Lawrence ήταν υποψήφια για τον ρόλο της Margot Robbie, και ο Jamie Foxx για να αντικαταστήσει τον Michael B. Jordan. Ακούστηκε και το όνομα της Angelina Jolie για άγνωστο ρόλο.
- Το trailer αποκάλυψε ότι τα γεγονότα της ταινίας είναι ελαφρώς βασισμένα σε αληθινά, και ότι αρκετά από όσα βλέπουμε συνέβησαν στην πραγματικότητα.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Ως συνθέτης είχε αρχικά ανακοινωθεί ο Hildur Gudnadottir.
- Ο Giveon (Giveon Evans) ερμηνεύει για την ταινία το Time.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 2/11/2022
Άξιζε την αναμονή των εφτά ετών το νέο πρότζεκτ του David O. Russell; Από το καστ και μόνο καταλαβαίνει κανείς τις πολύ υψηλές προσδοκίες που είχε για το νέο του εγχείρημα ο νεοϋρκέζος δημιουργός. Το τελικό αποτέλεσμα όμως είναι μάλλον άνισο.
Κατασκευαστικά δεν γίνεται παρά να θαυμάσει κανείς το «Άμστερνταμ». Ο Emmanuel Lubezki κάνει πάλι τα γνωστά του κόλπα στη φωτογραφία, με τους ευρυγώνιους φακούς και την κάμερα να πάλλεται ελαφρώς, και το ύφος του ταιριάζει με την πληθωρική οπτική του Russell στη σκηνοθεσία. Εκπληκτική δουλειά έχει γίνει επίσης στην καλλιτεχνική διεύθυνση, που είναι γεμάτη πλούσιες λεπτομέρειες, αλλά και στα κοστούμια (θα ξαναπροταθεί ύστερα από χρόνια για Όσκαρ ο βετεράνος Albert Wolsky άραγε;), που είναι μεν εποχής αλλά παίζουν ελαφρώς και με σύγχρονες σχεδιαστικές αντιλήψεις γύρω από τη δεκαετία του 1930.
Όμως… Ουσιαστικά, μάλλον ο σκοπός ήταν μια επανάληψη του «Οδηγού Διαπλοκής». Δηλαδή, παίρνω μια αληθινή ιστορία, αλλάζω σχεδόν όλα τα πραγματικά ονόματα των εμπλεκομένων και πολλά από τα γεγονότα, για να προκύψει κάτι νέο, κάνοντας με αυτό τον τρόπο κι ένα παιχνιδιάρικο σχόλιο πάνω στο πόσο δυσδιάκριτο είναι συχνά να διαχωρίσει κανείς το αληθινό από τη μυθοπλασία. Ωστόσο, για αρκετούς λόγους το σύνολο δεν είναι εξίσου λειτουργικό με το προαναφερθέν φιλμ. Η γραφή του Russell σ’ εκείνο το σενάριο έδινε την αίσθηση μεν της αυταρέσκειας, αλλά ταυτόχρονα είχε μια στιβαρότητα και μια γνήσια ταυτότητα. Εδώ, το κείμενο είναι σαν να προσπαθεί υπερβολικά πολύ να εντυπωσιάσει με εξυπνακιδισμούς, και αυτό έχει ως συνέπεια να λείπει η φυσικότητα στους διαλόγους και στην περιγραφή των χαρακτήρων.
Αλλά ίσως το κυριότερο πρόβλημα είναι πως εδώ, σε αντίθεση με τον «Οδηγό Διαπλοκής», η στόχευση είναι πολύ περισσότερο πολιτικοποιημένη, με τρόπο όμως «μισοψημένο». Και επειδή είναι κάπως απλοϊκά τα σχετικά νοήματα, αλλά κυρίως γιατί ο δρόμος τού «αφηγούμαι στο περίπου την πραγματική ιστορία» μοιάζει στην προκειμένη περίπτωση δειλός. Η αποκαλούμενη ως «Συνωμοσία των Επιχειρηματιών» είναι μια συγκλονιστική πρώτη ύλη για κινηματογραφική αξιοποίηση, από την οποία μπορεί να εξάγει κανείς χρήσιμα συμπεράσματα. Ταυτόχρονα, μπορεί κάποιος κάλλιστα να την παραλληλίσει με την τρέχουσα πολιτική συνθήκη στις ΗΠΑ από πλευράς συνεχούς όξυνσης των πνευμάτων από τους Ρεπουμπλικάνους μετά τις εκλογές του 2020. Ωστόσο, η επιλογή τού να μη γίνει μια πιστή αλλά μια ελεύθερη καταγραφή των συμβάντων, αποδυναμώνει τη σημειολογία, και η προσοχή αναπόφευκτα στρέφεται σε κάποιες κομφορμιστικά εκκεντρικές στιλιστικές πινελιές. Ο Russell αποφασίζει μεν να αφηγηθεί μια σκοτεινή σελίδα της ιστορίας της χώρας του, αλλά τελικά αποφεύγει ακόμη και να αρθρώσει τα ονόματα των υπαιτίων ή να δηλώσει έντονα στρατευμένος, εστιάζοντας σε πιο επιδερμικές αρετές.
Το πιο περίεργο είναι πως παρά το καστ που συγκεντρώνει, το «Άμστερνταμ» δεν έχει ούτε μία ερμηνεία που να ξεχωρίζει πραγματικά! Στην καλύτερη περίπτωση, κάποιοι δεύτεροι ρόλοι διαθέτουν μια αξιοπρεπή παρουσία (ο Robert De Niro ειδικά μοιάζει να πιστεύει και στο όραμα του σκηνοθέτη του). Στην άλλη πλευρά, υπάρχει ένας Christian Bale που φαίνεται σαν να έχει βάλει σε ένα νοητό μπλέντερ τους πιο χρησιμοποιημένους μανιερισμούς του χωρίς να ενδιαφέρεται να πλάσει ολοκληρωμένο χαρακτήρα, και μια Margot Robbie που επιστρατεύει όλη τη φαρέτρα με τα κλισέ στην υπηρεσία μιας άκρως στερεοτυπικής «καλλιτεχνίζουσας» ηρωίδας.
Κακά τα ψέματα, η όλη «συνταγή» περιέχει ουκ ολίγα έξυπνα τοποθετημένα συστατικά που καθιστούν την παρακολούθηση ευχάριστη, και δεν μπορεί κάποιος να μην παραδεχτεί το εύρος των φιλοδοξιών. Αλλά σε σχέση με όσα υπόσχεται, το «Άμστερνταμ» προσφέρει αρκετά λιγότερα.
Βαθμολογία:
Πολύ ικανοποιητικό. Με τόσους καλούς ηθοποιούς θα ήταν δύσκολο να μην ήταν.