
O Ζορζ και η Αν είναι ένα ηλικιωμένο ζευγάρι που έχει περάσει τα ογδόντα. Είναι καθηγητές μουσικής που έχουν πια αποσυρθεί. Η κόρη τους, η οποία είναι επίσης μουσικός, μένει με την οικογένειά της στο εξωτερικό. Μια μέρα, η Αν θα βιώσει ένα δυσάρεστο γεγονός, το οποίο θα θέσει σε δοκιμασία την αγάπη που ενώνει το ζευγάρι.
Σκηνοθεσία:
Michael Haneke
Κύριοι Ρόλοι:
Jean-Louis Trintignant … Georges Laurent
Emmanuelle Riva … Anne Laurent
Isabelle Huppert … Eva Laurent
Alexandre Tharaud … Alexandre
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Michael Haneke
Παραγωγή: Stefan Arndt, Veit Heiduschka, Michael Katz, Margaret Menegoz
Φωτογραφία: Darius Khondji
Μοντάζ: Nadine Muse, Monika Willi
Σκηνικά: Jean-Vincent Puzos
Κοστούμια: Catherine Leterrier
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Amour
- Ελληνικός Τίτλος: Αγάπη
- Διεθνής Εναλλακτικός Τίτλος: Love
Κύριες Διακρίσεις
- Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας (Αυστρία). Υποψήφια για καλύτερη ταινία, σκηνοθεσία, πρώτο γυναικείο ρόλο (Emmanuelle Riva) και αυθεντικό σενάριο.
- Χρυσή Σφαίρα ξενόγλωσσης ταινίας.
- Βραβείο Bafta πρώτου γυναικείου ρόλου (Emmanuelle Riva) και ξενόγλωσσης ταινίας. Υποψήφιο για σκηνοθεσία και σενάριο.
- Χρυσός Φοίνικας στο φεστιβάλ Κανών.
- Καλύτερη ταινία, σκηνοθεσία, πρώτος αντρικός ρόλος (Jean-Louis Trintignant), πρώτος γυναικείος ρόλος (Emmanuelle Riva) και σενάριο στα Cesar. Υποψήφιο για δεύτερο γυναικείο ρόλο (Isabelle Huppert), φωτογραφία, μοντάζ, σκηνικά και ήχο.
- Καλύτερη ταινία, σκηνοθεσία, αντρική ερμηνεία (Jean-Louis Trintignant) και γυναικεία ερμηνεία (Emmanuelle Riva) στα Ευρωπαϊκά Βραβεία. Υποψήφιο για σενάριο και φωτογραφία.
- Βραβείο FIPRESCI στο φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν.
Παραλειπόμενα
- Ο Michael Haneke έγραψε το σενάριο έχοντας κατά νου τον Jean-Louis Trintignant, ο οποίος είχε αποσυρθεί ανεπίσημα από τη μεγάλη οθόνη. Ο γηραιός ηθοποιός δέχτηκε αποκλειστικά λόγω του θαυμασμού του προς τον σκηνοθέτη.
- Από πλευράς πλοκής, ο αυστριακός σκηνοθέτης δανείστηκε πολλά στοιχεία από προσωπικό του οικογενειακό βίωμα. Αυτά αφορούσαν μια θεία του, που σε ηλικία 90 ετών το 1992 και πάσχοντας από βαριά ασθένεια αποφάσισε να προβεί σε αυτοχειρία. Όπως ο Haneke αναφέρει, ακόμα και τον ίδιον προσέγγισε και του ζήτησε την ευθανασία.
- Αρχικά ήταν να τιτλοφορηθεί “εμείς οι δύο” και αργότερα ως “η μουσική σταματάει”. Ήταν ο Trintignant που αντιπρότεινε τον τελικό τίτλο στον σκηνοθέτη, λέγοντας του ότι το κύριο θέμα εδώ ήταν η αγάπη.
- Από το τελικό σενάριο δεν άλλαξε ούτε λέξη κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων.
- Ο μέσος όρος διάρκειας του κάθε πλάνου είναι λίγο πάνω από 32 δευτερόλεπτα, εξαιρετικά μεγάλος για μια ταινία.
- Η σκηνή με το περιστέρι χρειάστηκε 12 λήψεις ώστε να θεωρηθεί τελειωμένη. Αυτό, σύμφωνα με τον Trintignant, συνέβη επειδή ο Haneke προσπαθούσε να σκηνοθετήσει τις κινήσεις του πουλιού.
- Η Emmanuelle Riva επέλεξε να κοιμάται επί των σκηνικών για όλη τη διάρκεια των γυρισμάτων (όλη η ταινία είναι σε σκηνικό στούντιο), ώστε να μην αναγκάζεται να ταξιδεύει καθημερινά εντός της πόλης. Υπήρχε βέβαια ειδικός φύλακας που την πρόσεχε.
- Ο Darius Khondji ήταν που επέμενε το φιλμ να γυριστεί ψηφιακά. Το αποτέλεσμα όμως δεν ικανοποίησε καθόλου τον Haneke, που χρειάστηκε να περάσει έναν ολόκληρο χρόνο στο post-production ώστε να φέρει την εικόνα εκεί που επιθυμούσε.
- Μπορεί ειρωνικά ο Haneke να είναι ο κύριος υπεύθυνος για την αλλαγή του κανόνα στο φεστιβάλ Κανών, που πλέον δεν επέτρεπε δύο κύρια βραβεία στην ίδια ταινία, αλλά ο πρόεδρος της επιτροπής του 2012, ο Nanni Moretti, του αποκάλυψε ότι από μεριάς του το φιλμ έπρεπε να κερδίσει επιπλέον στις δύο πρώτες ερμηνείες, τη σκηνοθεσία και το σενάριο.
- Η Emmanuelle Riva σε ηλικία 85 ετών και 321 ημερών έγινε η γηραιότερη ηθοποιός που ήταν ως ποτέ υποψήφια για Όσκαρ πρώτου γυναικείου ρόλου.
- Με προϋπολογισμό μόλις 8,9 εκατομμύρια δολάρια, η ταινία συγκέντρωσε παγκοσμίως 36.8.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Ο Alexandre Tharaud ακούγεται να ερμηνεύει στο πιάνο συνθέσεις από Franz Schubert, Ludwig van Beethoven και Johann Sebastian Bach.
Κριτικός: Χάρης Καλογερόπουλος
Έκδοση Κειμένου: 4/10/2012
Ο Ζορζ και η Αν διανύουν την όγδοη δεκαετία της ζωής τους. Μουσικοί οι ίδιοι (η εναρκτήρια σκηνή τούς δείχνει να παρακολουθούν ρεσιτάλ πιάνου ενός πρώην μαθητή τους), είναι δύο καλλιεργημένοι, σεμνοί άνθρωποι που ζουν στο παλιό αστικό διαμέρισμα τους περιτριγυρισμένοι από βιβλία και πίνακες. Η κόρη τους, κι αυτή μουσικός που ζει αλλού και περιοδεύει, έχει τις δικές της μέριμνες με τη δική της οικογένεια. Ένα εγκεφαλικό που παθαίνει η Αν και της παραλύει τη μια πλευρά, είναι η αρχή για τη μεγάλη δοκιμασία του ζευγαριού. Μετά την επιστροφή από το νοσοκομείο, εκείνη του ζητά να της υποσχεθεί ότι δεν θα τη ξαναστείλει πουθενά αλλού. Θέλει να ζήσει το όποιο υπόλοιπο στο σπίτι. Εκείνος το υπόσχεται και βιώνουν μαζί τη σταδιακή φθορά.
Στο Βαθύ Μπλε του Έρωτα του Τέρενς Ντέιβις που είδαμε φέτος, κάποια στιγμή η σπιτονοικοκυρά (με ηλικιωμένο άντρα κατάκοιτο) λέει στην ερωτοχτυπημένη και παρ’ ολίγον αυτόχειρα Ρέιτσελ Γουάιζ: «…πολλές ανοησίες λέγονται για την αγάπη. Ξέρεις ποια είναι η αληθινή αγάπη; Είναι να καθαρίζεις τον κώλο κάποιου… να αλλάζεις τα σεντόνια όταν τα έχει κάνει πάνω του… και να τον κάνεις να κρατά την αξιοπρέπειά του… ώστε να μπορέσετε να συνεχίζετε μαζί.»
Το «Αγάπη» του Χάνεκε αναφέρεται ακριβώς σε αυτό το πεδίο της ανθρώπινης κατάστασης. Σε κείνο το δέσιμο δυο ανθρώπων που έχει σφυρηλατηθεί, ριζώσει από τη συμπόρευση μιας ολόκληρης ζωής και επιπλέον έχει φωτισθεί μέσα στην πνευματικότητα των τεχνών. Και αυτή η ποιότητα που έχει συσσωρευτεί είναι αβάσταχτα δυσανάλογη με τον βιολογικό εξευτελισμό. Κάποια στιγμή, η Αν του ζητά να βάλει το νέο cd του νεαρού πιανίστα και μετά από τις πρώτες νότες τού λέει: «σταμάτα το». Γιατί καταντάει πολύ σκληρό να αντιμετωπίζει την ομορφιά, ενώ η ίδια γίνεται το αντίθετο, α-σχημη, χωρίς το συνειδησιακό της όργανο. Αυτό μου θύμισε ένα από τα τελευταία πλάνα στο τηλεοπτικό Wit (2001) του Μάικ Νίκολς με την Έμα Τόμσον. Η ηρωίδα ήταν καθηγήτρια φιλολογίας και είχε αφιερώσει τη ζωή της στη μελέτη και διδασκαλία του μεγάλου Άγγλου ποιητή της μεταφυσικής σχολής, Τζον Νταν. Λίγο πριν πεθάνει από έναν πολύ επώδυνο καρκίνο κι ενώ η παλιά της καθηγήτρια έχει έρθει να της συμπαρασταθεί και την ρωτάει αν θέλει να της διαβάσει λίγο Νταν, εκείνη προτιμάει να της πει ένα απλό παιδικό παραμύθι, σαν νανούρισμα. Όλο το φαντασιακό οικοδόμημα της πνευματικότητας γύρω από τον Νταν, το είχε κουρελιάσει η οδύνη. Σε κάποιο σημείο της ιστορίας μας, ο Χάνεκε αφήνει για λίγο τους ήρωές του και ο φακός του στέκει σιωπηλά πάνω στους πίνακες του σπιτιού. Τοπία φορτισμένα με τόση τέχνη, με τόση εμψύχωση. Λες κι αναπνέουν τα δέντρα, οι λόφοι και τα σύννεφα. Αυτή τη φορά δοκιμάζει εμάς, τους θεατές. Όπως και με τις λιγοστές μουσικές παρενθέσεις που ακούγονται, κάνει ένα σκληρό κοντράστ με την ανθρώπινη πτώση. Νωρίτερα, όταν ο Ζορζ τη σηκώνει από το αναπηρικό κάθισμα για να τη βάλει στην πολυθρόνα, το ζευγάρι, μέχρι να το καταφέρουν, στέκει όρθιο, λαχανιασμένο, αγκαλιασμένο και τρεκλίζοντας. Είναι σαν μια εικόνα τους απ’ τον καιρό που είχαν τα νιάτα τους και χόρευαν, αλλά μια εικόνα περασμένη από ένα εφέ παραμόρφωσης. Το αδυσώπητο εφέ του χρόνου.
Το ζευγάρι μας θέλει να κρατήσει αυτή τη φθορά σε εντελώς ιδιωτικό επίπεδο. Αποδιώχνουν όσο πιο διακριτικά αντέχουν τα οικεία πρόσωπα, από τον νεαρό πιανίστα μέχρι την κόρη τους, η οποία μάλιστα εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να κάνει τίποτε και, παρά το ενδιαφέρον της, οι επισκέψεις της είναι τόσο τυπικές που μου φέρανε στο νου το Ταξίδι στο Τόκιο του Όζου. Θέλουν να κρατήσουν την αξιοπρέπεια που τους απέμεινε μακριά από τα βλέμματα των άλλων. Αλλά αυτή η αξιοπρέπεια είναι καταδικασμένη όσο και το σώμα που την εμφέρει. Στα τελικά πλάνα βλέπουμε την κόρη να ατενίζει μόνη στο πουθενά. Είναι ένα πουθενά που περιμένει κάποτε και την ίδια.
Ο Χάνεκε σε αυτό του το φιλμ ακολουθεί την ίδια μέθοδο όπως στο Παράξενα Παιχνίδια. Ωμό ρεαλισμό, χωρίς μουσική (δίδαγμα από τον Μπρεσόν;), με την κάμερα συνήθως στατική να παρακολουθεί τις μικρές και μεγάλες δοκιμασίες του ζευγαριού, βήμα προς βήμα, αργά, επώδυνα, αφού προηγουμένως έχει καταστρώσει ένα πολύ καλό σενάριο, φαινομενικά απλό αλλά εξόχως περιεκτικό. Είναι μάστορας, έχει εδραιώσει το ύφος του και δεν κάνει καθόλου «πλάκα» όπως συχνά ο Τρίερ. Είναι αποφασισμένος να κοιτάζει κατάματα τη ζωή χωρίς την παρηγοριά του θεού και της όποιας ιδεολογίας. Και είναι το μέρος που βάζει την τελεία, που με κάνει να διαφωνώ μαζί του. Ο Μπέργκμαν π.χ. μετά την κάθε τελεία, κοίταζε τη συνέχεια των άλλων, την αλληλουχία, τη σκυτάλη της ζωής ως επιμένουσας. Για αυτό και κατέληξε σε ένα Φάνυ και Αλέξανδρος. Ο Χάνεκε επιμένει πεισματικά στο «τέλος».
Ο Ζαν-Λουί Τρεντινιάν και η Εμανουέλ Ριβά (Χιροσίμα Αγάπη μου), λόγω και ηλικίας, συνδυάζουν ρεσιτάλ με κατάθεση ψυχής, ενώ η αγαπημένη του σκηνοθέτη, Ιζαμπέλ Ιπέρ, στον ρόλο της κόρης είναι όπως πάντα άψογη.
Όσοι ευαισθητοποιούνται με μια τέτοια θεματολογία (αγάπη κόντρα στη βιολογική φθορά), ας ψάξουν και το Υστερόγραφο μιας Σχέσης (2006) της 33χρονης Καναδής Σάρα Πόλεϊ με τη Τζούλι Κρίστι να ερμηνεύει μια γυναίκα με αλτσχάιμερ και τον Γκόρντον Πίνσετ στον ρόλο του συζύγου που της παραστέκεται. Μπορεί η Πόλεϊ να μη είναι στυλίστας όπως ο διάσημος Γερμανο-αυστριακός, αλλά η δουλειά της αυτή είναι αξιέπαινη.
Βαθμολογία:
Κριτικός: Δημήτρης Κωνσταντίνου-Hautecoeur
Έκδοση Κειμένου: 8/10/2012
Αγάπη. Δεν θα μπορούσε πιο αντιπροσωπευτικός τίτλος να συνοδεύει μία από τις πιο προσιτές και ανθρώπινες ταινίες του Michael Haneke, από μια τόσο σαφή, απλή και στην πραγματικότητα συγκλονιστικής βαρύτητας λέξη. Γιατί η ταινία του Γερμανού δημιουργού είναι ακριβώς αυτό, η αγάπη στην δυνατότερη, την πιο αυθεντική της –αλλά διόλου ευχάριστη- μορφή, όταν δοκιμάζεται ανηλεώς από τον τρόμο της ανθρώπινης ανημποριάς και ταπείνωσης και την τελική, επώδυνη πορεία προς το αναπόφευκτο.
Η απλότητα του τίτλου αντικατοπτρίζεται πλήρως στο φιλμ. Αυστηρά εντός τεσσάρων τοίχων, μεστό από ουσιαστικές σιωπές και αργά, σταθερά μονοπλάνα, διεισδύει άκρως αποτελεσματικά στην συνταρακτικά ρεαλιστική πραγματικότητα του ηλικιωμένου ζευγαριού. Και είναι αυτή η αφοπλιστική λιτότητά του που, σε τελική ανάλυση, το καθιστά τόσο ειλικρινές και σαφές και του εξασφαλίζει τη διαχρονικότητά του.
Με τη σφραγίδα του Haneke να είναι εμφανής, αλλά να διακρίνεται όσο ποτέ από (σκληρό, όμως εξαιρετικά ανθρώπινο) συναίσθημα και τρυφερότητα, η «Αγάπη» αποτελεί τον απόλυτο ύμνο σε αυτό που δηλώνει ο τίτλος της, αλλά και στην ίδια τη ζωή και το δρόμο προς το τρομακτικό –όμως τόσο λυτρωτικό- τέλος. Εκπληκτικής δύναμης σκηνές που χαράζονται στη μνήμη, διάλογοι και συναισθήματα που ακολουθούν το θεατή μετά την προβολή, αριστουργηματικές ερμηνείες από τους δύο πρωταγωνιστές, ομολογουμένως ειδικά από την Emmanuelle Riva, αλλά και μια εξαιρετική, σχετικά μικρής διάρκειας συμμετοχή από την Isabelle Huppert, υπαρξιακοί προβληματισμοί και στ’ αλήθεια βαθιά συγκίνηση αποτελούν ενδεικτικά κάποια από τα πιο αξιέπαινα στοιχεία αυτής της συγκλονιστικά ειλικρινούς ταινίας-εμπειρίας, που, για του λόγου το αληθές, δεν περιγράφεται με λόγια. Φαντάζει παντελώς ισχνός και αχρείαστος ο οποιοσδήποτε σχολιασμός πέρα από την προτροπή να την δείτε. Γιατί –δίχως εξαιρέσεις- σας αφορά πραγματικά.
Βαθμολογία: