Στην επαρχιακή Αγγλία της δεκαετίας του 1840, η παλαιοντολόγος Μαίρη Άνινγκ δέχεται απρόθυμα για βοηθό της μια πλούσια νεαρή. Σύντομα όμως η αναγκαστική συνύπαρξη των δύο γυναικών θα γεννήσει μια έλξη ικανή να αλλάξει τις ζωές τους για πάντα.

Σκηνοθεσία:

Francis Lee

Κύριοι Ρόλοι:

Kate Winslet … Mary Anning

Saoirse Ronan … Charlotte Murchison

Fiona Shaw … Elizabeth Philpot

Gemma Jones … Molly Anning

James McArdle … Roderick Murchison

Alec Secareanu … Δρ Lieberson

Claire Rushbrook … Eleanor Butters

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Francis Lee

Παραγωγή: Iain Canning, Fodhla Cronin O’Reilly, Emile Sherman

Μουσική: Volker Bertelmann, Dustin O’Halloran

Φωτογραφία: Stephane Fontaine

Μοντάζ: Chris Wyatt

Σκηνικά: Sarah Finlay

Κοστούμια: Michael O’Connor

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Ammonite
  • Ελληνικός Τίτλος: Αμμωνίτης

Κύριες Διακρίσεις

  • Υποψήφιο για Bafta κοστουμιών.
  • Βραβείο κοστουμιών στα Ευρωπαϊκά Βραβεία.

Παραλειπόμενα

  • Η Mary Anning είναι αληθινό πρόσωπο, το οποίο κι ενέπνευσε το στόρι. Τα γυρίσματα έγιναν στο χωριό Lyme Regis του Δυτικού Ντόρσετ, όπου είχε εργαστεί η βρετανίδα παλαιοντολόγος.
  • Τη Saoirse Ronan την είχε σημαδέψει στα νεανικά της χρόνια η ταινία Τιτανικός. Έτσι, ένιωσε μεγάλη χαρά όχι μονάχα που θα ερμήνευε δίπλα στην Kate Winslet, αλλά θα ήταν και η ερωμένη της επί της ταινίας. Χαρακτηριστικά τής είπε “Ποιος θα το σκέφτονταν, όταν ήμουν 8 ετών, ότι μια ημέρα θα φιλούσα τη Ρόουζ”!
  • Πριν αναβληθεί η διοργάνωση λόγω της πανδημίας, το φιλμ είχε επιλεχτεί στο διαγωνιστικό του φεστιβάλ των Κανών. Τελικά, έκανε παγκόσμια πρεμιέρα σε αυτό του Τορόντο.

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 28/1/2021

Παρά το πολλά υποσχόμενο «ατού» της ερμηνευτικής συνάντησης των Kate Winslet και Saoirse Ronan επί της μεγάλης οθόνης, η νέα ταινία του Francis Lee μάλλον αποτελεί ένα ποιοτικό πισωγύρισμα σε σχέση με το συγκριτικά ανώτερο «Του Θεού η Χώρα».

Σίγουρα δεν απουσιάζουν καλά στοιχεία: για μία ακόμη φορά, ο εξ Αγγλίας ορμώμενος σκηνοθέτης και σεναριογράφος αποδεικνύει ότι ξέρει να αξιοποιεί εικαστικά όμορφες τοποθεσίες (όταν η δράση δεν εκτυλίσσεται σε εσωτερικούς χώρους), αλλά και να τις χρησιμοποιεί κατάλληλα για να υπογραμμίσει εμμέσως την προβληματική του. Ειδικά η εικόνα μιας συγκεκριμένης παραλίας που επανέρχεται κουβαλάει πολλαπλές σημασίες για τη δραματουργία και τις θεματικές του φιλμ. Το βλέμμα θαυμασμού προς τη φύση αποτελεί ένα από τα αρκετά κοινά στοιχεία του «Αμμωνίτη» με το προηγούμενο πόνημα του δημιουργού του. Ταυτόχρονα, καθοδηγεί εξαιρετικά τις πρωταγωνίστριές του, με τη Winslet ειδικά να παραδίδει μια ιδιαίτερα καλοδουλεμένη ερμηνεία, απροσποίητη, εσωστρεφούς νοοτροπίας στο μεγαλύτερο μέρος της, αλλά και με μια χαμηλών τόνων αυτοπεποίθηση, χαρακτηριστική της τεράστιας εμπειρίας της ίδιας. Αξιόλογο και το σύντομο πέρασμα της Fiona Shaw, σε έναν ρόλο που είναι κομβικός με έναν ιδιαίτερο τρόπο. Ξεχωριστή δε αναφορά αξίζει η άκρως λεπτομερής δουλειά που έχει γίνει στον σχεδιασμό του ήχου.

Δυστυχώς όμως υπάρχουν φανερά προβλήματα που υποβαθμίζουν το φιλμ. Τα περισσότερα εξ αυτών βρίσκονται συγκεντρωμένα στο σενάριο. Πιο συγκεκριμένα, ο Lee μοιάζει να γοητεύεται πολύ από τα γνωστά από την ιστοριογραφία δεδομένα γύρω από τη φιγούρα της Mary Anning, ακόμη κι αν η πλοκή του είναι μια επινόηση για να αναδείξει μια σειρά θεμάτων (σεξουαλική καταπίεση στη βικτωριανή Αγγλία και πατριαρχία στον 19ο αιώνα μεταξύ άλλων). Πέρα όμως από το ψυχογράφημα της προσωπικότητας αυτής, που θα μπορούσε να προχωρήσει και περαιτέρω σε βάθος, στην πραγματικότητα δεν υπάρχει εδώ ιδιαίτερα εμπνευσμένη δραματουργία. Το ρομάντζο που βρίσκεται στο επίκεντρο αναπτύσσεται με ευκολίες και κλισέ, περνώντας από τα περισσότερα από τα στάδια που θα ανέμενε κανείς από ένα φιλμ LGBT θεματολογίας ή κι από ένα αισθηματικό δράμα εποχής εν γένει, καταλήγοντας σε ένα αμήχανο φινάλε που μαρτυρά την αδυναμία του σεναρίου να λύσει τα αδιέξοδα που δημιουργούνται. Το δε κείμενο παραείναι απλό σε επίπεδο ιδεών και νοημάτων, αλλά όχι με έναν ουσιώδη τρόπο, και κάπως έτσι το τελικό αποτέλεσμα, αν και προσβάσιμο, είναι επίσης αρκετά «άδειο» σε επίπεδο διανόησης.

Και αν η Anning της Winslet είναι σε γενικές γραμμές ένας ολοκληρωμένος χαρακτήρας, δεν ισχύει το ίδιο για τη Charlotte Murchinson της Saoirse Ronan, παρά την αποτελεσματική ερμηνεία της ίδιας, της οποίας τα γνωρίσματα δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια συρραφή τετριμμένων σχημάτων της μέσης καταπιεσμένης γυναίκας του ιστορικού πλαισίου του φιλμ. Σε μια εποχή όπου έχει γυριστεί το «Πορτρέτο μιας Γυναίκας που Φλέγεται», γυναικοκεντρικές προσεγγίσεις σαν αυτές του «Αμμωνίτη» φαντάζουν αρκετά επιπόλαιες κι επιφανειακές συγκριτικά, με συμβολισμούς που παραείναι κραυγαλέοι για να εντυπωσιάσουν έναν «περπατημένο» θεατή, και με μια πολιτικοκοινωνική προσέγγιση που έχει δοκιμαστεί πολλές φορές και καλύτερα κιόλας.

Η σκηνοθετική γραμμή του Lee, ακόμη κι όταν θέλει να αναδείξει τα τοπία που έχει στη διάθεσή του, είναι χαμηλών τόνων, με εξαίρεση μια γεμάτη ένταση ερωτική σκηνή που λειτουργεί και μένει στο μυαλό κυρίως επειδή είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακή η αντίθεσή της με το ύφος του υπόλοιπου φιλμ. Η συγκεκριμένη δημιουργική επιλογή της σεμνότητας ναι μεν φαντάζει και είναι ταιριαστή για τον νοηματικό πυρήνα του σεναρίου, αλλά ταυτόχρονα προκαλεί έμμεσα και μια νοσταλγία για την «πατροπαράδοτη» οδό που θέλει τη βρετανική ταινία εποχής πλουσιοπάροχη και πληθωρική σε επίπεδο στησίματος. Τα παράπονα ναι μεν είναι αρκετά, αλλά η τελική αίσθηση που αποκομίζεται είναι αυτή μιας δημιουργίας που, αν μη τι άλλο, μοιάζει προσωπικής φύσεως κι έχει χαρακτήρα, διαθέτοντας στον σκελετό της στοιχεία αρκούντως εκτιμητέα για να προσφέρουν μια ενδιαφέρουσα θέαση μέχρι και το τελευταίο λεπτό.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

18 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *