American Made
- American Made
- 2017
- ΗΠΑ
- Αγγλικά, Ισπανικά
- Αστυνομική, Βιογραφία, Εποχής, Μαύρη Κωμωδία, Πολιτική, Σάτιρα
- 07 Σεπτεμβρίου 2017
Ο Μπάρι Σιλ είναι πιλότος της TWA και η ΣΙΑ επιλέγει να τον στρατολογήσει, ώστε να βοηθήσει στην αντεπίθεση επί της κομουνιστικής απειλής στην Κεντρική Αμερική. Ο Σιλ σιγά-σιγά αποκτά σημαντική οντότητα στην υπηρεσία και οδηγείται να εμπλακεί με το καρτέλ του Μεδεγίν, το οποίο έφερε σε αμηχανία τον Λευκό Οίκο μετά το ξέσπασμα του σκανδάλου Ιράν-Κόντρας.
Σκηνοθεσία:
Doug Liman
Κύριοι Ρόλοι:
Tom Cruise … Barry Seal
Sarah Wright … Lucy Seal
Domhnall Gleeson … Monty Schafer
Alejandro Edda … Jorge Ochoa
Benito Martinez … James Rangel
Mauricio Mejia … Pablo Escobar
Jayma Mays … Dana Sibota
Jesse Plemons … σερίφης Joe Downing
Lola Kirke … Judy Downing
Caleb Landry Jones … JB
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Gary Spinelli
Παραγωγή: Ray Angelic, Doug Davison, Brian Grazer, Brian Oliver, Kim Roth, Tyler Thompson
Μουσική: Christophe Beck
Φωτογραφία: Cesar Charlone
Μοντάζ: Andrew Mondshein
Σκηνικά: Dan Weil
Κοστούμια: Jenny Gering
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: American Made
- Ελληνικός Τίτλος: American Made
Παραλειπόμενα
- Η ταινία βασίζεται σε αληθινή ιστορία, από την οποία δεν αλλάχτηκαν τα ονόματα, με εξαίρεση του Μόντι Σάιφερ που είναι μυθοπλαστικός χαρακτήρας. Στην πραγματικότητα όμως ο Seal αρνήθηκε στο δικαστήριο ότι είχε προσληφθεί από τη ΣΙΑ.
- Το σενάριο είχε τον τίτλο Mena.
- Τον Σεπτέμβριο του 2015 και για τις ανάγκες των γυρισμάτων, οι πιλότοι και τα μέλη του συνεργείου Carlos Berl, Alan Purwin και Jimmy Lee Garland επιβιβάστηκαν σε ένα μικρό αεροσκάφος προκειμένου να μεταφερθούν στο αεροδρόμιο του Μεδεγίν της Κολομβίας. Τόσο όμως οι απαιτήσεις της συγκεκριμένης διαδρομής όσο και οι κακές καιρικές συνθήκες προκάλεσαν την πτώση του αεροπλάνου, δέκα λεπτά μετά την απογείωσή του, προκαλώντας τον θάνατο του πιλότου Carlos Berl και του πιλότου κασκαντέρ Alan Purwin.
- Ως εγκεκριμένος πιλότος, ο Tom Cruise δεν χρειάστηκε αντικαταστάτη στο πιλοτάρισμα των αεροπλάνων.
- Ο Ron Howard ήταν υποψήφιος για τη σκηνοθεσία.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 5/9/2017
Δεν συνηθίζεται ο Doug Liman να επιχειρεί… διπλό σκηνοθετικό χτύπημα εντός μιας χρονιάς, μάλιστα υπάρχει σχετικά μεγάλη χρονική απόσταση, κατά μέσος όρος τριών ετών, μεταξύ δυο ταινιών του, αλλά έγινε και αυτό. Μετά από το απογοητευτικά ελλειμματικό και πονηρά προπαγανδιστικό “The Wall” εξιλεώνεται και υπογράφει ίσως το καλύτερο φιλμ του από την εποχή του “The Bourne Identity”.
Εγκαταλείποντας τα λούσα των χολιγουντιανών παραγωγών στις οποίες «βούτηξε» από τα ‘00s κι έκτοτε (με την εξαίρεση ίσως του κάπως λιγότερο γυαλισμένου “Fair Game”), υιοθετεί εδώ ένα σκηνοθετικό στυλ καθαρά ντοκιμαντεριστικό, γεμάτο ασφυκτικά κοντινά, απότομα ζουμ, κάμερα στο χέρι κι ενίοτε με στραβές γωνίες λήψης. Σε συνδυασμό με την πότε κοκκώδη και πότε εξωτική φωτογραφία του στενού συνεργάτη του Fernando Meirelles Cesar Charlone παράγεται μια αισθητική πολύ κοντά στο πνεύμα της εποχής στην οποία εκτυλίσσεται το έργο. Αυτό που τελικά παράγεται θυμίζει ένα πολύ πιο χιουμοριστικό κι άμεσα καταγγελτικό ως προς το σχεδιασμό της αμερικάνικης εξωτερικής πολιτικής “Blow” ή ακόμη κι ένα πιο σπιντάτο και ψυχαγωγικό “Charlie Wilson’s War”. Ο ίδιος ο σεναριογράφος Gary Spinelli, παρόλο που βάζει μια κάποια υπογραφή τοποθετώντας διάσπαρτα κάποιες ουσιαστικές ατάκες, στην πραγματικότητα δεν έχει να προσπαθήσει πολύ παρά να αφεθεί στην απολαυστική παράνοια και στο τραγικωμικό στοιχείο των αληθινών περιστατικών. Ενώ περιγράφονται θεοσκότεινες ηθικές περιοχές κι εγκληματικές πράξεις, το “American Made” παραμένει απρόσμενα ανάλαφρο και διασκεδαστικό καθόλη τη διάρκειά του, γεγονός που λειτουργεί σαν δίκοπο μαχαίρι, καθώς ναι μεν από τη μία αποφεύγει την παγίδα ενός υπερβολικά σοβαρού και βαρύγδουπου ύφος αλλά από την άλλη σαν να προσπερνάει κάπως τη βαθιά τραγικότητα που διαπερνά πολλά από τα δρώμενα και που αν τονιζόταν θα έκανε μια υπέροχη αντίστιξη με πιο χιουμοριστικές στιγμές (στο μυαλό έρχεται το πόσο υποδειγματικά έγινε αυτό στο κλασικό σκορσεζικό αριστούργημα “Goodfellas”). Δεν πάσχει από κρίση ταυτότητας η ταινία, έχει όμως ένα μικρό έλλειμμα ωριμότητας μέσα στη χειμαρρώδη και καταιγιστική αφήγησή της. Δεν αποφεύγονται δυστυχώς και κάποια κονσερβοποιημένα κλισέ της μέσης χολιγουντιανής βιογραφικής ταινίας, όπως η μονοδιάστατη απεικόνιση της συζύγου του πρωταγωνιστή ως μια επιφανειακή και μεθυσμένη από το νεοπλουτισμό της γυναίκα που ακολουθεί σχεδόν χωρίς ενδοιασμούς τον άντρα της στην ηθική του πτώση προκειμένου να επωφεληθεί υλικά, οπτική που εμπεριέχει ένα λανθάνοντα μισογυνισμό. Υπάρχουν και κάποιες υποπλοκές που θα μπορούσαν να λείπουν και να μην υπάρχει ουσιαστική διαφορά στο τελικό προϊόν, όπως αυτή του αδερφού της γυναίκας του Seal. Όλα αυτά δε λαβώνουν ανεπανόρθωτα την τελική εικόνα, βάζουν όμως το λιθαράκι τους για να μην απογειωθεί σε κάτι πραγματικά εξαιρετικό που πιθανώς να προέκυπτε με μια σκηνοθετική καρέκλα με μεγαλύτερο ειδικό βάρος ή μια πιο επιδέξια συγγραφική πένα. Ο Liman μπορεί να ξεφεύγει από την πιο ορθόδοξη μπλοκμπαστερική κινηματογράφηση στην οποία έχει συνηθίσει το κοινό, δεν ισχύει όμως το ίδιο και για τον Tom Cruise, που όσο κι αν τον τιμά η απόφαση να επιλέξει ως ρόλο έναν αντιήρωα πέραν των ορίων του νόμου και του ηθικά σωστού, άλλο τόσο τον περιορίζει υποκριτικά η σαφέστατα προσωπική επιλογή του ως προς την προσέγγισή του με μια αυθάδη τσαχπινιά κι εξωστρεφή ενεργητικότητα που χαρακτηρίζει έναν εξουθενωτικά μεγάλο αριθμό των πρωταγωνιστικών του ρόλων σε μεγάλες παραγωγές, κάνοντάς τον έτσι λανθασμένα να μη διαφέρει για παράδειγμα από καταφερτζήδες τύπου Jerry Maguire και Maverick παρόλο που πρόκειται για ένα ξεκάθαρα αρνητικό πρότυπο.
Αυτή η αδυναμία και άλλα προαναφερθέντα σφάλματα μπορούν ωστόσο να συγχωρεθούν εν μέρει μπροστά στην ισοπεδωτική σάτιρα και δηκτική κριτική που ασκεί το σενάριο στην αμερικάνικη αντίληψη για την επεμβατικότητα και τον «ξένο» που πρέπει να συμμορφωθεί στις «δημοκρατικές» επιταγές, «πυροβολώντας» επιδέξια τουλάχιστον τρεις διατελέσαντες προέδρους των Ηνωμένων Πολιτειών των οποίων τις ενέργειες πληρώνει ακόμη η οικουμένη. Καλοφτιαγμένο, ρηξικέλευθο και απολαυστικό παρότι αναπόφευκτα και νερωμένο σε ένα βαθμό, το “American Made” είναι ένα θετικό παράδειγμα εμπορικού κινηματογράφου.
Βαθμολογία:
Κριτικός: Σταύρος Γανωτής
Έκδοση Κειμένου: 8/8/2018
Μπορεί ο Doug Liman να μην ήταν ο καταλληλότερος άνθρωπος για τη συγκεκριμένη δουλειά, αλλά το έργο του βγάζει τουλάχιστον ζουμί εκεί που πρέπει. Η ζωή του Μπάρι Σιλ είναι τόσο αξιοσημείωτη, που θα μπορούσε να γίνει αντικείμενο ενός έργου που θα άφηνε εποχή. Δεν είναι μικρή η λίστα σκηνοθετών που με το ίδιο θέμα θα έκαναν θαύματα. Στην προκειμένη, ευτυχώς δεν έχουμε κάτι που απλά μυρίζει blockbuster, αλλά που μαζί με αυτό σατιρίζει μια ολόκληρη ιστορική περίοδο για την πολιτική των ΗΠΑ, με την οποία κιόλας σπάνια ασχολείται το σινεμά. Ακόμα κι αν κάποια σημαντικά κομμάτια πρέπει να τα συμπληρώσει η φαντασία του θεατή, σατιρικά το έργο βρίσκει τον στόχο του.
Εύκολα θα μπορούσαμε καταρχάς να κατηγορήσουμε τον Liman για την τόσο πενιχρή σκιαγράφηση του χαρακτήρα του Σιλ. Ήταν ένας τυχοδιώκτης όπως τόσοι και τόσοι άλλοι; Λίγο δύσκολο, αφού ένας τυχοδιώκτης δεν έχει πίσω του μια αγαπημένη οικογένεια, της οποίας βάζει το κεφάλι στην γκιλοτίνα. Ήταν ένας ευφυής απατεώνας; Και πάλι δύσκολο, αφού θα έπρεπε να γνωρίζει πολύ γρήγορα πως ο δρόμος που χάραζε μονάχα κακό τέλος θα είχε. Ήταν εντέλει ηλίθιος; Ένα απλό πιόνι της μοίρας; Ίσως αυτή είναι η μοναδική λογική απάντηση σε έναν γρίφο που το φιλμ δεν μπαίνει στη διαδικασία να λύσει. Μα εντέλει λίγη σημασία έχει ο χαρακτήρας ο Σιλ, μπροστά στα γεγονότα που τον περιβάλλαν. Έτσι, έχουμε ένα σεναριακό μειονέκτημα που μπορούμε να συγχωρέσουμε, μια και το όλο μπλέξιμο μεταξύ ΣΙΑ-Ρίγκαν-Καρτέλ-Νικαράγουα (και όλα όσα γυρνούσαν γύρω από αυτά) είναι εδώ και μας δίνεται στο πιάτο. Πάντα βέβαια υπό την οπτική του Σιλ, αφού ούτε πολλές κουβέντες πίσω από την κουρτίνα θα δούμε, ούτε ξεκαθαρίζονται όλων οι κρυφές προθέσεις. Ένα αλαλούμ της μετά-Βιετνάμ εποχής, κι ένας άντρας-τζόκερ ανάμεσα σε όλα, που κινεί τα νήματα για τους δικούς του ιδιοτελείς λόγους, κινώντας την ίδια ώρα την παγκόσμια ιστορία απλά… πιλοτάροντας.
Θυμίζει κάπου το «ανθρωπάκι» της παραδοσιακής σάτιρας, και παραδόξως ο Tom Cruise είναι εικονικά ο ιδανικός ενσαρκωτής του. Ο διάσημος αστέρας είναι ικανός σε αυτού του είδους την κωμωδία, μπορεί να αντέξει την αυτοπαρωδία, και αν το έργο τον βοηθούσε περισσότερο στην ανάπτυξη του χαρακτήρα του, θα μπορούσε να αποδώσει θεσπέσια. Ως έχει, κάπου ξεγελάει τον θεατή ως προς το ύφος του φιλμ, αφού βοηθάει στο να δοθεί αυτός ο αέρας blockbuster, μόνο και μόνο επί τη εμφανίσει του.
Ακόμα κι ελλιπές, το έργο του Doug Liman ευτυχεί ως προς τη σάτιρα. Δεν μπήζει και το μαχαίρι διάτρητα στο κόκαλο, αλλά ξυπνάει πολλούς που θεωρούν ότι παρακολουθώντας τα δελτία ειδήσεων έχουν απόλυτη επαφή με την πραγματικότητα. Και αν το σκεφτείς, επειδή μιλάμε για Χόλιγουντ κι όχι κάτι το ανεξάρτητο, απομυθοποιείται (για ακόμα μία φορά) και το τετριμμένο ότι το Χόλιγουντ είναι καθολικά ένα όργανο του συστήματος και δεν του επιτρέπεται να τα βάλει με θεσμούς.
Βαθμολογία: