
Ο Θελόνιους “Μονκ” Έλισον, συγγραφέας και καθηγητής, βλέπει τη συγγραφική του καριέρα να ολισθαίνει, μια και η δουλειά του δεν ανταποκρίνεται στις επιταγές της “μαύρης” κουλτούρας. Τότε αποφασίζει να γράψει ένα βιβλίο με ψευδώνυμο και με περιεχόμενο εξόφθαλμα “μαύρο” και εκκεντρικό, με σκοπό να αποκαλύψει την υποκρισία του συστήματος των εκδόσεων. Η μεγάλη επιτυχία πράγματι θα έρθει, και θα τον φέρει στην καρδιά της γενικευμένης επιτήδευσης.
Σκηνοθεσία:
Cord Jefferson
Κύριοι Ρόλοι:
Jeffrey Wright … Thelonious ‘Monk’ Ellison
Tracee Ellis Ross … Lisa Ellison
Issa Rae … Sintara Golden
Sterling K. Brown … Clifford ‘Cliff’ Ellison
John Ortiz … Arthur
Erika Alexander … Coraline
Adam Brody … Wiley
Leslie Uggams … Agnes Ellison
Myra Lucretia Taylor … Lorraine
Okieriete Onaodowan … Van Go Jenkins
Keith David … Willy
Miriam Shor … Paula Bateman
J.C. MacKenzie … Carl Brunt
Patrick Fischler … Mandel
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Cord Jefferson
Παραγωγή: Cord Jefferson, Jermaine Johnson, Nikos Karamigios, Ben LeClair
Μουσική: Laura Karpman
Φωτογραφία: Cristina Dunlap
Μοντάζ: Hilda Rasula
Σκηνικά: Jonathan Guggenheim
Κοστούμια: Rudy Mance
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: American Fiction
Σεναριακή Πηγή
- Μυθιστόρημα: Erasure του Percival Everett.
Κύριες Διακρίσεις
- Όσκαρ διασκευασμένου σεναρίου. Υποψήφιο για καλύτερη ταινία, πρώτο αντρικό ρόλο (Jeffrey Wright), δεύτερο αντρικό ρόλο (Sterling K. Brown) και μουσική.
- Υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα καλύτερης ταινίας (κωμωδία/μιούζικαλ) και πρώτου αντρικού ρόλου (Jeffrey Wright) σε κωμωδία/μιούζικαλ.
- Βραβείο Bafta σεναρίου.
- Βραβείο κοινού στο φεστιβάλ του Τορόντο.
Παραλειπόμενα
- Κινούμενος ως τηλεοπτικός σεναριογράφος, ο Cord Jefferson κάνει εδώ το άλμα του στη μεγάλη οθόνη.
- Πρώτη ταινία της Orion Pictures σε διανομή της Amazon MGM Studios Distribution.
Κριτικός: Σταύρος Γανωτής
Έκδοση Κειμένου: 17/2/2024
Τι όμορφα περίεργο να περιμένεις μία σοφή κουβέντα από καθιερωμένους ως σοφούς, και εντέλει να ακούς με τις οκάδες από έναν τύπο με το όνομα Cord Jefferson, για τον οποίο δεν γνώριζες τίποτα πριν. Αλλά δεν είναι τόσο η σοφία του αυτή που κάνει μια ταινία από το πουθενά όπως η συγκεκριμένη τόσο μα τόσο σημαντική, όσο η βόμβα που τοποθετεί στην καρδιά του χολιγουντιανού συστήματος: στην κατηγορία δηλαδή του Όσκαρ καλύτερης ταινίας…
Όσοι βέβαια αναμένουν από εδώ να πάρουν μαθήματα αναρχίας εν δράσει, έχουν βρεθεί σε λάθος μέρος. Εδώ είναι χώρος διανόησης και της καθημερινότητας αυτής, με την κλασική έννοια τού δασκαλάκου που συνοδεύεται από ένα μαύρο σύννεφο κατήφειας, ως απόρροια τού ότι κανείς δεν θέλει πραγματικά γνώση, προτιμώντας απλά να περνάει καλά. Και ακόμα κι αν ο δασκαλάκος επιμένει ότι το «καλά» δεν είναι ποτέ αληθινό δίχως τη γνώση, οι γύρω του χασκογελούν μέσα στην ετοιμόρροπη ύπαρξη τους.
Ο Μονκ δεν είναι ο «κύριος τέλειος», αλλά σίγουρα είναι εκείνος ο ευφυής άντρας που αρνείται να αποδεχτεί τις συμβάσεις γύρω του, και κυρίως αντιλαμβάνεται τις μαύρες τρύπες της πραγματικότητας, που αυτόν τον πληγώνουν άμεσα ενώ τους υπόλοιπους μόνο ακούσια. Ελάχιστη ελπίδα έχει να διάγει έναν ευτυχισμένο βίο, κι αυτό επειδή ο βίος που όλοι μαζί δημιουργήσαμε μόνο ευτυχία δεν μπορεί να φέρει σε κάποιον με λίγο μυαλό. Όταν το μικροσύστημα του σχολείου του τον πετάει έξω, μην αντέχοντας το πόσο διαφορετικός είναι, ο Μονκ προβαίνει από καθαρή νευρικότητα σε μια κίνηση ματ κατά του συνολικού συστήματος, πιάνοντας το στη σατιρική παγίδα του. Δεν ήταν αυτός ο σκοπός του, αλλά με αυτό τον τρόπο ανακαλύπτει με τρόμο το πώς λειτουργεί το σύστημα των μη-Μονκ. Ποιο είναι το μότο αυτού του συστήματος; «Κανόνας πρώτος: μην ξεχνάς ποτέ ότι το κοινό είναι ηλίθιο»…
Σε πρώτη ανάγνωση κάποιος θα πιστεύει ότι είδε μια ταινία που μάχεται τη λευκή κυριαρχία που κρατάει με πονηρούς τρόπους τον άμοιρο μαύρο σε δεύτερη μοίρα. Αυτός ο κάποιος όμως είναι κι αυτός που έχει «τη μύγα», δοξάζοντας μια βιομηχανία άρτου και θεάματος, πιστεύοντας ότι αυτή ανήκει στην τέχνη. Είναι αυτός που έχει μπερδέψει την ένοχη απόλαυση με την κριτική τέχνης, και έχει δοξάσει έργα που οι ίδιοι οι δημιουργοί τους στεναχωριούνται που δημιούργησαν (άλλο τι αναγκάζονται να λένε δημοσίως). Για την ακρίβεια έχουμε την κλισέ κατηγορία του black-cinema (αλήθεια, υπάρχει και white-cinema;..) να καρπώνεται την ταινία, παρότι κανείς από τους -μαύρους- συντελεστές της δεν κάνει μαύρο σινεμά. Γιατί πολύ απλά γνωρίζει ότι όσο επισημαίνεται η λέξη «μαύρο» σε ό,τι κάνει, δεν πρόκειται ποτέ να δει μια άσπρη μέρα. Ναι, αυτό ισχύει για κάθε ομάδα που νομίζει ότι ξεχωρίζοντας την ιδιαιτερότητα της όπου σταθεί και όπου βρεθεί (ή αφήνοντας τους «νορμάλ» να το κάνουν), δεν ανανεώνει τα δεσμά της…
Η ταινία του Jefferson δεν είναι τελικά ούτε μαύρη, ούτε μαρτυράει στον καθένα ατροπούς για έναν καλύτερο βίο. Απλά τοποθετεί τον εκρηκτικό της μηχανισμό εν είδει ενός τεράστιου ξυπνητηριού, και αφήνει εμάς υπεύθυνους για το αν πιάσουμε το απώτερο μήνυμα. Και ειδικά για ένα κοινό όπως το αμερικανικό που δεν έχει εκπαιδευτεί να διαβάζει πίσω από τις εικόνες (δυστυχώς το ευρωπαϊκό σινεμά ή αυτό του Woody Allen δεν κόβουν εκεί πολλά εισιτήρια), το να διαβάσει τα λεγόμενα της εν λόγω ταινίας μάλλον αποτελεί κατόρθωμα παρά μια απλή ανάγνωση! Και δυστυχώς, μια και η αμερικανική λογική έχει απλωθεί για τα καλά, αυτό δεν ισχύει μόνο για την άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Δείτε τα box-office μας και θα το καταλάβετε…
Βαθμολογία: