Εραστές
- Amants
- Lovers
- 2020
- Γαλλία
- Γαλλικά, Αγγλικά
- Αισθηματική, Δραματικό Θρίλερ, Ερωτική, Νουάρ
- 18 Αυγούστου 2022
Η Λίζα και ο Σιμόν είναι νέοι, ερωτευμένοι και αχώριστοι. Ζουν έντονα τη ζωή τους στο σημερινό Παρίσι, οδηγώντας τον έρωτά τους πολλές φορές στα άκρα. Όταν μια βραδιά θα πάρει μια απρόσμενη και για τους δυο τους τροπή, ο Σιμόν θα αναγκαστεί να εγκαταλείψει άμεσα τη χώρα. Λίγα χρόνια αργότερα, σε ένα νησί του Ινδικού Ωκεανού, οι δρόμοι τους διασταυρώνονται ξανά. Όμως, τίποτα δεν είναι πια ίδιο.
Σκηνοθεσία:
Nicole Garcia
Κύριοι Ρόλοι:
Stacy Martin … Lisa Redler
Pierre Niney … Simon
Benoit Magimel … Leo Redler
Christophe Montenez … Pierre-Henri
Nicolas Wanczycki … ο πατέρας της Lisa
Gregoire Colin … Paul
Roxane Duran … Nathalie
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Nicole Garcia, Jacques Fieschi
Παραγωγή: Philippe Martin, David Thion
Μουσική: Gregoire Hetzel, Daniel Pemberton
Φωτογραφία: Christophe Beaucarne
Μοντάζ: Frederic Baillehaiche, Juliette Welfling
Σκηνικά: Thierry Flamand
Κοστούμια: Jurgen Doering, Nathalie du Roscoat
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Amants
- Ελληνικός Τίτλος: Εραστές
- Διεθνής Τίτλος: Lovers
Κύριες Διακρίσεις
- Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Βενετίας.
Παραλειπόμενα
- Ο Jacques Fieschi είχε ξεκινήσει να γράφει την ιστορία εν είδει μυθιστορήματος. Η συχνή του όμως συνεργάτιδα, η Nicole Garcia, το είδε ως μια καλή ευκαιρία για να το κάνουν σενάριο. Όπως η ίδια είπε, ήταν η πρώτη φορά που σε μια ταινία της η αρχική ιδέα του στόρι δεν ήταν δική της.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 16/8/2022
Το εναρκτήριο πλάνο του φιλμ της Nicole Garcia υπόσχεται κάτι το ξεχωριστό. Θυμάται κανείς και τις αξιομνημόνευτες εικόνες του «Όλα Όσα Αγαπήσαμε» και αρχίζει σταδιακά να χτίζει προσδοκίες. Η ίντριγκα διατηρείται μέχρι ένα σημείο, από τα μισά και μετά όμως αυτό που έχει μείνει είναι κάτι σαν ένα νεο-νουάρ μελόδραμα, με μια άκρως μπανάλ πλοκή, που απλά έχει ένα πιο καλλιτεχνικό στήσιμο από τον μέσο όρο.
Και το αρκετά αποκαρδιωτικό είναι πως από διάσπαρτες λεπτομέρειες που μπορεί να παρατηρήσει κάποιος κατά τη θέαση, γίνεται κατανοητό ότι η Garcia έχει διευρυμένες κινηματογραφικές γνώσεις κι αισθητήριο. Επιλέγει να φέρει στο επίκεντρο της δραματουργίας της τρεις χαρακτήρες που είναι πραγματικά αντιπαθείς, χωρίς να υπολογίζει το κόστος που μπορεί να έχει αυτή η απόφαση ως προς το να βρει απήχηση η ταινία της στον μέσο θεατή. Οι διάλογοί της περιέχουν ένα στοιχείο ψυχολογικής ανάλυσης που δεν υπάρχει σε ανάλογο βάθος στο mainstream σινεμά ακόμη και της Ευρώπης. Και όμως, το σύνολο είναι δυσλειτουργικό, για μια πληθώρα λόγων.
Πέραν του ότι στην ουσία της η ιστορία είναι σαν ένα λίγο πιο σκοτεινό από το συνηθισμένο επεισόδιο σαπουνόπερας, ταυτόχρονα αναπτύσσεται και μ’ έναν τρόπο που δεν είναι αντίστοιχος με το σινεφίλ ύφος της κινηματογράφησης. Συμπτώσεις συσσωρεύονται, η αντιληπτική ικανότητα κάποιων ηρώων πότε ξαφνικά μειώνεται και πότε επανέρχεται, και γενικά περισσεύουν οι ευκολίες, με αποτέλεσμα να ελαττώνονται και το σασπένς και το ενδιαφέρον για τα τεκταινόμενα. Και στο φινάλε δημιουργείται η απορία: ποια η τελική πρόθεση της Garcia; Για το μεγαλύτερο μέρος της διάρκειας βάζει το κοινό στο τρυπάκι ενός παθιασμένου -και στη συνέχεια απαγορευμένου επιπροσθέτως- έρωτα, με όλες τις συναισθηματικές επιπτώσεις που συνεπάγεται μια τέτοια εμπειρία, αλλά μετά από την κορύφωση, απότομα, το επιμύθιο κινείται προς την κατεύθυνση μιας πορείας προς την προσωπική ανεξαρτησία για το κεντρικό πρόσωπο της αφήγησης. Κάτι που από μόνο του σίγουρα θα μπορούσε να αποδώσει καρπούς, αλλά εδώ προκύπτει χωρίς να έχει «οικοδομηθεί» από πριν.
Είναι παράλληλα και προβληματικό σ’ ένα φιλμ ερωτικού τριγώνου να είναι μονάχα μια ερμηνεία πραγματικά δυνατή, μια και αφήνεται έτσι κάπως ξεκρέμαστο το τελικό προϊόν. Εν προκειμένω, ο Benoit Magimel βγάζει το φίδι από την τρύπα, ενσαρκώνοντας έναν πολυδιάστατο ρόλο που άλλοτε υποβάλλει, άλλοτε τρομάζει και άλλοτε σχεδόν προκαλεί τον οίκτο, με τον ίδιο να ελίσσεται περίτεχνα από τη μία συνθήκη στην άλλη. Στην απέναντι όχθη, το ζευγάρι των Stacy Martin και Pierre Niney μάλλον απογοητεύει. Δίνεται η αίσθηση πως αυτό συμβαίνει κυρίως λόγω σκηνοθετικών οδηγιών, που τους περιορίζει στην επιφάνεια και στη φωτογένεια αντί για το ψυχολογικό βάθος.
Και τελικά, ενώ έχουν διάσπαρτες αρετές που προϊδεάζουν για κάτι ανώτερο, οι «Εραστές» ποτέ δεν απογειώνονται, όντας δέσμιοι ενός κειμένου με αρκετές αδυναμίες.
Βαθμολογία: