1940, Βερολίνο κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ένα ζευγάρι της εργατικής τάξης, ο Ότο και η Άννα Κουάνγκελ, αποφασίζουν να αντισταθούν στον Χίτλερ και τους ναζί, όταν πληροφορούνται για τον θάνατο του μοναδικού τους γιου. Αρχίζουν να στέλνουν κάρτες όπου μπορούν, για να ξυπνήσουν τον κόσμο ενάντια στο καθεστώς και διαδηλώνουν κατά των ναζί. Όμως, η γκεστάπο αντιλαμβάνεται το θέμα, κι ο επιθεωρητής Έσεριτς αναλαμβάνει να ανακαλύψει την πηγή των καρτών και να εξαλείψει την απειλή.

Σκηνοθεσία:

Vincent Perez

Κύριοι Ρόλοι:

Emma Thompson … Anna Quangel

Brendan Gleeson … Otto Quangel

Daniel Bruhl … επιθεωρητής Escherich

Mikael Persbrandt … αξιωματικός Prall

Monique Chaumette … Κα Rosenthal

Lars Rudolph … Enno Kluge

Louis Hofmann … Hans Quangel

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Achim von Borries, Vincent Perez

Παραγωγή: Stefan Arndt, Christian Grass, Marco Pacchioni, James Schamus, Uwe Schott, Paul Trijbits

Μουσική: Alexandre Desplat

Φωτογραφία: Christophe Beaucarne

Μοντάζ: Francois Gedigier

Σκηνικά: Jean-Vincent Puzos

Κοστούμια: Nicole Fischnaller

 

  • Κυριότερη Προβολή στην Ελλάδα: Διανομή στις αίθουσες.
  • Παγκόσμια Κριτική Αποδοχή (Μ.Ο.): Μέτρια.

Τίτλοι

Αυθεντικός Τίτλος: Alone in Berlin

Ελληνικός Τίτλος: Μόνος στο Βερολίνο

Εναλλακτικός Τίτλος: Jeder Stirbt fur Sich Allein [Γερμανία]

Σεναριακή Πηγή

  • Μυθιστόρημα: Every Man Dies Alone του Hans Fallada.

Κύριες Διακρίσεις

  • Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Βερολίνου.

Παραλειπόμενα

  • Προέρχεται από μυθοπλαστικό μυθιστόρημα που γράφτηκε το 1947, αλλά βασίζεται σε αληθινούς χαρακτήρες και καταστάσεις. Έχει ήδη γίνει τηλεταινία το 1962, κινηματογραφική ταινία το 1976 (Jeder Stirbt fur Sich Allein/Everyone Dies Alone) και μίνι σειρά το 1970.
  • Ο Mark Rylance είχε ανακοινωθεί πρώτος στη θέση που πήρε ο Brendan Gleeson.

Εξωτερικοί Σύνδεσμοι

Κριτικός: Γιώργος Δαβίτος

Έκδοση Κειμένου: 31/10/2016

Προσαρμοσμένο από το ομότιτλο μυθιστόρημα του Χανς Φάλαντα «Μόνος στο Βερολίνο», το έργο αφηγείται την ιστορία του Ότο και της Άννα Κουάγκελ, ενός ζευγαριού της εργατικής τάξης, το οποίο μετά τον θάνατο του γιου τους αποφασίζει να αντισταθεί απέναντι στον ναζισμό με τον δικό του τρόπο, σε μια εποχή όπου κάθε σημάδι απιστίας στους ναζί τιμωρείται χωρίς έλεος. Αν και μέσα σε ένα οικείο έδαφος του κινηματογραφικού κόσμου, η τρίτη μεγάλου μήκους ταινία του ηθοποιού/σκηνοθέτη Βενσάν Περέζ είναι κάπως μοναδική στο ότι ερευνά τη φρίκη του Β` Παγκοσμίου Πολέμου μέσα από μια γερμανική σκοπιά, σε αντίθεση με εκείνη των άγγλων και των αμερικανών στρατιωτών ή των εβραίων θυμάτων.

Με δεδομένη αυτή την παραδοχή, θα περίμενε κανείς ότι το φιλμ θα διέθετε αγωνία και μια αφόρητη ένταση καθώς οι γονείς πασχίζουν να παραμείνουν άγνωστοι, ενώ οι ναζί προσπαθούν ακούραστα να τους ανακαλύψουν. Δυστυχώς, όμως, καθώς η ταινία εξελίσσεται αντιλαμβάνεσαι ότι αυτό δεν πρόκειται να συμβεί παρά τις μουσικές προσπάθειες του Αλεξάντρ Ντεσπλά. Η απόφαση να γυριστεί η ταινία στην αγγλική γλώσσα δεν αφαιρεί πόντους και στα ασφαλή χέρια των Τόμσον και Γκλίσον τα δεινά των χαρακτήρων γίνονται αισθητά, εξαιτίας όμως του Περέζ, η κτηνωδία του βιβλίου του Φάλαντα απογυμνώνεται, αφήνοντας πίσω τίποτε άλλο από μια απολύτως συμβατική αφήγηση γεγονότων, που δεν καταφέρνει σχεδόν ποτέ να πει μια συνεκτική κι εμπλεκόμενη για τον θεατή ιστορία.

Αυτό που παρακολουθούμε είναι μια ταινία που έχουμε δει τόσες πολλές φορές στο παρελθόν, τηρώντας αυστηρά κι απογοητευτικά τα κλισέ του είδους. Δεν είναι μόνο το σενάριο, αλλά όλη η αισθητική, το ύφος και η ατμόσφαιρα της ταινίας που κατευθύνονται μακριά από οποιοδήποτε ίχνος πρωτοτυπίας και από κάθε αίσθηση του κινδύνου. Τεχνικά, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί η προσοχή στη λεπτομέρεια. Κοστούμια και σκηνικά απεικονίζουν αξιοπρεπέστατα την εποχή, μα ακόμα κι έτσι μια αίσθηση αναπόφευκτης απομίμησης κρέμεται πάνω από την παραγωγή, αφού όλα έχουν μια υπερβολικά γυαλισμένη ποιότητα. Ερμηνευτικά, οι δυο πρωταγωνιστές δίνουν αφιλόφοξες και συγκρατημένες ερμηνείες, βασιζόμενοι στις χειρονομίες και τα βλέμματα, προκειμένου να παρουσιάσουν την ένταση στον γάμο τους, και όχι στις λεκτικές νύξεις.

Από άποψη πλοκής, από το πρώτο κιόλας λεπτό ο Περέζ ξοδεύει μία ώρα ασχολούμενος με άπειρους χαρακτήρες σε τέτοιο βαθμό που χάνουμε το ενδιαφέρον σε αυτό που θα πρέπει να είναι η κύρια εστίαση: οι προσπάθειες του Ότο και της Άννα να καταπολεμήσουν τους ναζί. Όταν αρχίζει η ταινία να ασχολείται με αυτό, τo πηγαινέλα μεταξύ του ζευγαριού και των επιθεωρητών της γκεστάπο υπονομεύεται και αποτυγχάνει να διατηρήσει την ορμή του, χάρη στην αδέξια διαχείριση του χρόνου. Έως το τέλος της, είναι κατανοητό το μεγαλείο τού τι έκαναν αυτοί οι δυο άνθρωποι, αλλά ούτε μία στιγμή η ταινία δεν εμβαθύνει στο πώς το έκαναν, ούτε αναπτύσσει τις μεθόδους καταδίωξης της αντίθετης πλευράς.

Χάρη σε αυτήν την ανισορροπία, το «Μόνος στο Βερολίνο» δεν καταφέρνει να μας δείξει πώς τα φασιστικά καθεστώτα εξολοθρεύουν το άτομο και το εμπαίζουν, βάζοντας την κομματική πειθαρχία πάνω από οτιδήποτε άλλο. Ούτε σκιαγραφεί την άνευ όρων παράδοση των κατοίκων του Βερολίνου στο τελεσίγραφο συμμόρφωσης ή θανάτου. Αντ` αυτού, το φιλμ λιμνάζει σε έναν υποτονικό ρυθμό μετατρεπόμενο σε μια συντηρητική κινηματογραφική μεταφορά που αποτυγχάνει να υπερβεί ένα ήδη κορεσμένο είδος.

Βαθμολογία:


Κριτικός: Σταύρος Γανωτής

Έκδοση Κειμένου: 22/10/2017

Είναι κρίμα να γίνεται τόσο καλή ανασύσταση μιας τόσο ευαίσθητης εποχής, και να μην υπάρχει η σκηνοθετική ματιά να το εκμεταλλευτεί. Αυτό βαραίνει τον Βενσάν Περέζ, ο οποίος επιλέγει μια αληθινή ιστορία τοποθετημένη στο επίκεντρο του μεγάλου πολέμου, αλλά τη φιλμάρει άνευρα, σε σημείο να μοιάζει με δουλειά για τη μικρή οθόνη. Ίσως, πάλι, παρασύρθηκε αρκούμενος στο ταιριαστό ντουέτο των Έμα Τόμσον, Μπρένταν Γκλίσον, που είναι και οι αληθινοί νικητές του φιλμ, χωρίς όμως να έχουν να διαχειριστούν κάποιο δύσκολο σενάριο. Παρά τις φιλότιμες αλλά άτεχνες προσπάθειες, το κλίμα μιας τόσο δύσκολης στιγμής της ιστορίας ήθελε πολύ περισσότερο κόπο για να βάλει και τον θεατή στο κόλπο, ενώ δεν βοηθάει διόλου και η χαλαρή εμβάθυνση επί των χαρακτήρων. Παρόλα αυτά, η ιστορία από μόνη της έχει μεγάλο ενδιαφέρον, και στη μικρή πάντα οθόνη δεν θα απογοητεύσει.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

12 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *