
Άγνωστοι Μεταξύ μας
- All of Us Strangers
- 2023
- Μ. Βρετανία
- Αγγλικά
- Αισθηματική, Δραματική, Ερωτική, Σινεφίλ, Φαντασίας
- 15 Φεβρουαρίου 2024
Μια νύχτα σε έναν σχεδόν άδειο ουρανοξύστη στο σύγχρονο Λονδίνο, ο Άνταμ συναντά τυχαία έναν μυστηριώδη γείτονα, τον Χάρι, και η καθημερινότητά του αλλάζει. Καθώς η σχέση μεταξύ τους εξελίσσεται, ο Άνταμ κατακλύζεται από μνήμες του παρελθόντος και βρίσκεται να επιστρέφει στην επαρχιακή πόλη όπου μεγάλωσε και στο σπίτι της παιδικής του ηλικίας, όπου μοιάζει να ζουν ακόμα οι γονείς του, όπως ακριβώς τη μέρα που σκοτώθηκαν, πριν από 30 χρόνια…
Σκηνοθεσία:
Andrew Haigh
Κύριοι Ρόλοι:
Andrew Scott … Adam
Paul Mescal … Harry
Jamie Bell … ο πατέρας του Adam
Claire Foy … η μητέρα του Adam
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Andrew Haigh
Παραγωγή: Graham Broadbent, Peter Czernin, Sarah Harvey
Μουσική: Emilie Levienaise-Farrouch
Φωτογραφία: Jamie Ramsay
Μοντάζ: Jonathan Alberts
Σκηνικά: Sarah Finlay
Κοστούμια: Sarah Blenkinsop
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: All of Us Strangers
- Ελληνικός Τίτλος: Άγνωστοι Μεταξύ μας
Σεναριακή Πηγή
- Μυθιστόρημα: Strangers του Taichi Yamada.
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα πρώτου αντρικού ρόλου (Andrew Scott) σε δράμα.
- Υποψήφιο για Bafta καλύτερης βρετανικής ταινίας, σκηνοθεσίας, δεύτερου αντρικού ρόλου (Paul Mescal), δεύτερου γυναικείου ρόλου (Claire Foy), σεναρίου και κάστινγκ.
Παραλειπόμενα
- Ελαφριά μόνο βασισμένο στο βραβευμένο μυθιστόρημα του Taichi Yamada από το 1987. Έτσι δεν έχει άμεση σχέση με το Ijin-Tachi to no Natsu (The Discarnates) από το 1988, όπου ο Nobuhiko Obayashi διασκεύασε πρώτος το βιβλίο.
- Ο Andrew Haigh περιέγραψε ως επίπονη ψυχολογικά τη διαδικασία της συγγραφής του σεναρίου, μια και τον ωθούσε πίσω στο δικό του παρελθόν.
- Όταν πρωτοανακοινώθηκε η ταινία, το στόρι που δόθηκε ήταν υπερβολικά λιτό, και στα social-media ξέσπασε η απορία περί του αν οι χαρακτήρες των Scott και Mescal θα εμπλέκονταν και συναισθηματικά.
Κριτικός: Ορέστης Μαλτέζος
Έκδοση Κειμένου: 16/2/2024
Η νέα ταινία του Andrew Haigh, Άγνωστοι Μεταξύ μας, δεν ήταν ακριβώς έκπληξη. Πέρα από τα διθυραμβικά σχόλια που έρχονταν ήδη από την παγκόσμια πορεία της, υπήρχαν έτσι κι αλλιώς προσδοκίες γιατί ο Haigh, που κυρίως τον γνωρίσαμε με το Weekend πριν δέκα χρόνια, έχει δείξει με κάθε του ταινία ότι αναπτύσσεται πολύ ουσιαστικά σαν σκηνοθέτης αλλά και σεναριογράφος, με highlight μέχρι στιγμής τα 45 Χρόνια αλλά τη σειρά Looking του HBO.
Στους Άγνωστους Μεταξύ μας παρακολουθούμε τον Άνταμ, τον υποδύεται ο Άντριου Σκοτ, έναν γκέι συγγραφέα γύρω στα 40 που μόλις έχει μετακομίσει σε μια τεράστια πολυκατοικία όπου είναι ο μοναδικός ένοικος, που γνωρίζει τυχαία ένα βράδυ τον νέο του γείτονα, τον Χάρι, που υποδύεται ο Πολ Μεσκάλ. Το κεντρικό στοιχείο της πλοκής αφορά την ικανότητα του Άνταμ να επισκέπτεται μέσω φαντασιώσεων το γονεϊκό του σπίτι και να πραγματοποιεί συνομιλίες με τους νεκρούς γονείς του, εκείνος ως ενήλικος άντρας και εκείνοι στη νεαρή τους ηλικία που είχαν όταν πέθαναν σε τροχαίο. Έχουμε λοιπόν μια συνθήκη την οποία ο Χέιγκ παρουσιάζει με μια ατμόσφαιρα σαγηνευτική, που συνδυάζει τη φαντασία με την πραγματικότητα.
Η ιστορία προέρχεται από ένα μυθιστόρημα του ιάπωνα συγγραφέα Ταίτσι Γιαμάντα. Το πλαίσιο εκεί ήταν ο αποπροσανατολισμός που βιώνει ένας άντρας που έχει φτάσει στη μέση ηλικία, πλέον μόνος στη ζωή βρίσκοντας καταφύγιο στη νοσταλγία, ενώ μεγάλο ρόλο έπαιζε εκεί το πνευματικό κενό της ύπαρξης στην αστική τάξη έτσι όπως διαμορφώθηκε στην Ιαπωνία τη δεκαετία του ‘80. Ο Χέιγκ προσαρμόζει την ιστορία αυτή βάζοντας μέσα σύγχρονα ζητήματα και ευαισθησίες, βρίσκοντας όμως τον χρόνο να τονίσει διακριτικά και αυτό το ζήτημα. Βλέπουμε πώς ο Άνταμ παρατηρεί συνέχεια από το παράθυρο του διαμερίσματός του το Λονδίνο, μια πρωτεύουσα που δεν μπορεί να την πιάσει, μεταφορικά, να συνδεθεί μαζί της. Οι λόγοι για αυτό βέβαια αποδεικνύονται κυρίως προσωπικοί, γιατί -μοιραία και στο μυαλό του θεατή- βλέποντας τα ταξίδια που πραγματοποιεί ο Άνταμ και τις συζητήσεις του με τους νεκρούς γονείς του για θέματα τελείως επίκαιρα για τον ίδιο, προβληματισμούς που αφορούν το εδώ και τώρα σύμφωνα με τις ανάγκες του, να κατανοήσει δηλαδή πράγματα στην ηλικία των 40 που αφορούσαν τις συμπεριφορές των γονιών του τότε. Μοιραία λοιπόν δημιουργείται στον θεατή μια απορία για το τι συμβαίνει, πόσο μεταφορικό είναι αυτό που παρακολουθεί, γιατί οι φαντασιακές αυτές συναντήσεις έχουν μια εξέλιξη. Με τον ίδιο τρόπο εξελίσσεται η σχέση του Άνταμ με τον Χάρι, εξελίσσεται και η σχέση του Άνταμ με τους γονείς του. Και στις δύο περιπτώσεις, βλέπουμε μια προσπάθεια του Άνταμ να κατανοήσει πράγματα για τον εαυτό του και πώς η προσωπική αυτή αναζήτηση και οι απαντήσεις στις οποίες καταλήγει από την κάθε μία αυτή σχέση επηρεάζουν την άλλη.
Είναι μια πολύ θαρραλέα συνθήκη που χτίζει εδώ ο Χέιγκ γιατί θέλει μεγάλη μαεστρία για να αποδοθεί στην οθόνη με τόση καλλιτεχνική ωριμότητα που πλέον είναι φανερό κατέχει. Αυτές οι δύο σχέσεις σε πρώτο επίπεδο μπορεί να αφορούν κάτι πολύ διαφορετικό, η μία είναι μια σχέση ερωτική ενώ η άλλη μια σχέση γονιών-παιδιού, αλλά ο Χέιγκ, επειδή και τις δύο σχέσεις τις προσεγγίζει με τρόπο συγκεκριμένο, και οι δύο πηγάζουν δηλαδή από τις ανάγκες του Άνταμ οπότε είναι πολύ στοχευμένα τα στοιχεία που μας δείχνει, καταφέρνει λοιπόν να διατηρήσει μια πολύ ενοποιητική ατμόσφαιρα σε όλη του την ταινία. Υπάρχει το βασικό εναρκτήριο στοιχείο ότι ο Άνταμ είναι σεναριογράφος και γράφει την ιστορία των γονιών του το 1987, οπότε πρακτικά υπάρχει μια απάντηση στο γιατί τους επισκέπτεται τη συγκεκριμένη εκείνη χρονολογία. Ταυτόχρονα, επειδή υπάρχει σαφώς μια ανάγκη για να επιλέξει να γράψει για αυτό το συγκεκριμένο θέμα, γίνεται σαφές και σε εμάς ότι υπάρχει κάτι πολύ πιο προσωπικό για τον ίδιο σαν αφορμή. Και το ζήτημα τελικά δεν είναι να μας εξηγήσει ο Χέιγκ το φαντασιακό αυτό ανεξήγητο, αλλά να εμφανίσει στην οθόνη όλα όσα δεν εμφανίζονται, εννοώντας ότι σκοπεύει σε έναν στόχο ανάδειξης εσωτερικού ψυχισμού, στην φανέρωση διεργασιών που γίνονται στο μυαλό του Άνταμ αλλά και στην καρδιά του. Είναι μια ταινία που περιλαμβάνει πολύ διακριτικά κάποια εξπρεσιονιστικά στοιχεία, με την έννοια όμως ότι τα αξιοποιεί με έναν ιδανικό τρόπο πάνω στο ρεαλιστικό πλαίσιο που δημιουργεί.
Στους ρόλους των γονιών έχουμε την Κλερ Φόι, πολύ ειλικρινής και αυθόρμητη στην ερμηνεία της, φανερώνοντας κάθε φορά όλο και περισσότερα στοιχεία γύρω από τη μητέρα αυτή: σε πρώτο επίπεδο φαίνεται να γίνεται με δική τους πρωτοβουλία αλλά στην πραγματικότητα σημείο εκκίνησης κάθε φορά είναι ο χαρακτήρας του Άνταμ. Είναι μια πολύ λεπτή συνθήκη, μέσα στην οποία η Φόι δημιουργεί μια συγκλονιστική ερμηνεία. Στην ίδια συνθήκη κινείται και ο Τζέιμι Μπελ στον ρόλο του πατέρα, με πολύ διαφορετικές ποιότητες χαρακτήρα βέβαια, βγάζει περισσότερο έναν πατέρα-βράχο, φαινομενικά απόμακρο συναισθηματικά, αλλά όταν φτάνει η στιγμή, σε πείθει απόλυτα για τον συναισθηματικό κόσμο που υπάρχει μέσα του σε σχέση με τον γιο του. Είναι δυο ερμηνείες απίστευτης λεπτοδουλειάς. Ο Πολ Μεσκάλ ως Χάρι επίσης ταιριάζει απόλυτα στη συνθήκη αυτή ατμοσφαιρικά με τον Άντριου Σκοτ, παρότι πρόκειται για δύο πολύ διαφορετικές προσωπικότητες. Είναι φανερό ότι ο Χέιγκ έχει κάνει μια εξαιρετική κίνηση στο να επιλέξει τέσσερις από τους καλύτερους ηθοποιούς της εποχής αυτής, αναγνωρίζοντας τις ξεχωριστές δυνατότητες του καθενός που, δεν θα είμαι υπερβολικός αν πω ότι, δεν είχαν την ευκαιρία να δείξουν στο κοινό μέχρι τώρα. Και φυσικά κεντρικό πρόσωπο σε όλο αυτό ο Άντριου Σκοτ σε ένα συνταρακτικό ταξίδι πένθους και αναγέννησης, κάθε του σκηνή όπου επικοινωνεί εναλλασσόμενα με τον Χάρι, τη μητέρα του και τον πατέρα του είναι ένας κύκλος συνεχούς κάθαρσης που βιώνει μέχρι τελικά να οδηγηθούμε μαζί στο φινάλε, σε μια σκηνή απίστευτης συναισθηματικής φόρτισης και απελευθέρωσης. Φυσικά σε τεχνικό κομμάτι έχουμε τη φωτογραφία του Τζέιμι Ράμσεϊ και την αλλόκοτη μουσική της Έμιλι Λεβιανές-Φαρούχ, που αν βιωθούν στην οθόνη του κινηματογράφου, ειδικά τότε, θα πρόκειται για μια συνταρακτική σας εμπειρία.
Βαθμολογία:
Κριτικός: Φίλιππος Χατζίκος
Έκδοση Κειμένου: 17/2/2024
Όσοι έχουν έρθει σε επαφή με το προηγούμενο έργο του Άντριου Χέιγκ θα αναγνωρίσουν στο All of Us Strangers ένα σημείο τομής δύο εκ των πλέον αναγνωρισμένων έργων του. Εδώ, η λυρική ευαισθησία και το γκέι βίωμα του Weekend συναντούν «φαντάσματα» σαν εκείνα που δέσποζαν στα 45 Χρόνια, συνθέτοντας μια μελαγχολική κινηματογραφική μπαλάντα στο γνώριμο αφηγηματικό ύφος του Βρετανού. Κεντρικός ήρωας της ταινίας είναι ο Άνταμ, ένας σεναριογράφος που γνωρίζει και ερωτεύεται -παρά τις αρχικές επιφυλάξεις- έναν ένοικο της ίδιας τεράστιας πολυκατοικίας στην οποία κατοικεί. Παράλληλα, ο Άνταμ αποφασίζει να διαβεί τη νοητική λεωφόρο της νοσταλγίας προκειμένου να αντλήσει έμπνευση και να ξεφύγει από το δημιουργικό τέλμα και την εκφοβιστική λευκή σελίδα που τον διώκει. Αρχίζει να επισκέπτεται το οικογενειακό του σπίτι και συναντά εκεί τους γονείς του, ίδιους και απαράλλακτους όπως τριάντα χρόνια πριν, την τελευταία φορά δηλαδή που τους είδε ζωντανούς πριν το μοιραίο τροχαίο που του στέρησε την παρουσία τους στην εφηβική και ενήλικη ζωή.
Ο Άνταμ και οι γονείς του έχουν σχεδόν την ίδια φανερή ηλικία όταν ξανασυναντιούνται. Μια τεράστια και αδόκητη απώλεια, σαν αυτή που βίωσε εκείνος, παγώνει κατά μία έννοια τον ίδιο τον χρόνο, τουλάχιστον σε ό, τι έχει να κάνει με τη μεταξύ τους σχέση. Ο νοητικός εκτροχιασμός που επιτρέπει στον Άνταμ την ψευδαίσθηση της φυσικής τους παρουσίας, παραδόξως, του υπενθυμίζει ότι υπάρχουν ακόμα φαντάσματα που πρέπει να ξορκίσει. Ο τρόπος που ο Χέιγκ αγκαλιάζει το μεταφυσικό στοιχείο της αφήγησης (πιθανώς καταχρηστικός ο όρος αυτός) εμφορείται από μια ανίκητη τρυφερότητα, σχεδόν μαγνητική.
Ο Άνταμ δεν φοβάται, σχεδόν δεν παραξενεύεται καν από την κατά τα φαινόμενα απροσδόκητη συνάντηση. Μετά την πρώτη αμηχανία, στη συναναστροφή τους κυριαρχεί η αγαλλίαση, η οικειότητα που δεν έχει καμφθεί από τη μακρόχρονη απουσία και το επίμονο πένθος, η αναζήτηση των ορίων της ανανεωμένης ένωσης ζώντων και νεκρών. Επιστρέφει όλο και συχνότερα στην οικογενειακή εστία, εκεί που τέθηκαν τα θεμέλια της προσωπικότητάς του, αγωνιώντας σιωπηλά να καταδείξει στους δικούς του ανθρώπους τι (απ)έγινε ο ίδιος όσο εκείνοι απουσίαζαν στο υπερπέραν.
Σύντομα αρχίζει να επιζητά αυτό που τα παιδιά λαχταρούν από τους γονείς τους, την άνευ όρων αποδοχή τους, θέτοντας επί τάπητος το ζήτημα της σεξουαλικής του ταυτότητας. Αυτό το καθυστερημένο, υπερβατικό coming-out στοίχειωνε την προσωπικότητά του και η παρουσία των γονιών του τον φέρνει στο κατώφλι της μεγάλης εξομολόγησης. Ο Χέιγκ παίρνει όσο χρόνο χρειάζεται προκειμένου να μην εκβιάσει αντιδράσεις και πρόχειρες διατυπώσεις. Η κάμερά του στέκεται κοντά στους ήρωες, αφουγκράζεται τον ήχο των σιωπών που μοιράζονται, υποκλίνεται στην υγρασία των ματιών τους πριν απελευθερώσουν το δάκρυ που αρμόζει στην επανένωσή τους. Η οικία της οικογένειας (παρεμπιπτόντως, πρόκειται για το αληθινό σπίτι στο οποίο μεγάλωσε ο ίδιος ο δημιουργός) αποπνέει τη θέρμη που αρμόζει στον πολυσήμαντο νόστο του Άνταμ, λειτουργεί περίπου σαν το γιατρικό για την μοναξιά της μεγαλούπολης που ρημάζει βουβά την ψυχή του σε εκείνο το γυάλινο ογκώδες κτίριο που μένει, σε κάποια ανώνυμη λονδρέζικη συνοικία, άγνωστος μεταξύ αγνώστων, μόνος μεταξύ μόνων.
Όσο ο Άνταμ ρίχνει γέφυρες προς το απώτερο παρελθόν του, όμως, η ζωή του παρόντος εξακολουθεί να προχωρά, κάπου ανάμεσα στη φαντασία και την πραγματικότητα. Η διαδικασία της αποδοχής μιας χαμένης, παιδικής αθωότητάς, του χρόνου που τον κράτησε δέσμιο και, το δυσκολότερο, της απώλειας που καθόρισε τη ζωή του, έχει ως καύσιμο την παρουσία του Χάρι. Το ειδύλλιο μεταξύ τους αναπτύσσεται σταδιακά και όμορφα, η ψυχική και η σωματική εγγύτητα μεταξύ τους έρχονται σχεδόν ταυτόχρονα. Η ζεστασιά του σπιτιού όπου συναντά τους γονείς του, μακριά από το Λονδίνο, αρχίζει να απαντάται και εντός των τειχών του σπιτιού του, παραμερίζοντας τις φορτωμένες με ψυχρή συστολή άμυνες του. Η μέθοδος του Χέιγκ, που μπλέκει ελεύθερα τους δύο άξονες με εμπιστοσύνη στη συναισθηματικότητα της αφήγησής του, είναι η σφραγίδα της ικανότητάς του ως δημιουργού. Αυτό είναι που καθιστά το φινάλε συζητήσιμο ˙ κατά την άποψη του γράφοντος, η αφηγηματική ροή της ταινίας έχει έρθει στο τέλος της λίγα λεπτά πριν πέσουν οι τίτλοι και ο «επίλογος» που ακολουθεί, παρά τη γλαφυρότητα και την έντονη φόρτισή του, μας χειραγωγεί αχρείαστα, επισκιάζοντας την κομψή παράθεση των καταστάσεων της ταινίας μέχρι εκείνο το σημείο.
Ερμηνευμένο στην εντέλεια, ιδίως από τον Άντριου Σκοτ αλλά και το θεσπέσιο συμπληρωματικό καστ, και ενδεδυμένο με μια σειρά από επιθετικά εύστοχες μουσικές επιλογές από τη δεκαετία του 1980, το All of Us Strangers είναι η χειμαρρώδης καταγραφή μιας συναισθηματικής οδύσσειας. Διαθέτει μαεστρικό μοντάζ που καταργεί τα όρια ανάμεσα στο φαντασιακό και το πραγματικό και αφοπλιστικά μελαγχολική φωτογραφία που δίνει συνεχώς τον τόνο της αφήγησης. Για όσους συνδεθούν με την ελεγειακή του ατμόσφαιρα, είναι βέβαιη η έκρηξη των συναισθημάτων. Είναι σινεμά ιδιοσυγκρασίας του δημιουργού του, αληθινά προσωπικό και σε σημεία ακαταμάχητο.
Βαθμολογία: