Ο Τζέιμς και η Τζίνα είναι ένα ευτυχισμένα παντρεμένο ζευγάρι που ζει στην Μπανγκόκ. Η Τζίνα είναι τυφλή από ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα όταν ήταν ακόμα παιδί, το οποίο σκότωσε τους γονείς της. Παρά τις δυσκολίες, ζει μια ολοκληρωμένη ζωή, βασισμένη στον Τζέιμς για καθοδήγηση. Όταν η Τζίνα αποκτά την ευκαιρία να αποκαταστήσει την όραση της, την αρπάζει αμέσως. Μετά την εγχείρηση, όλα είναι διαφορετικά. Όχι μονάχα βλέπει τα πάντα γύρω της, αλλά βλέπει και τον εαυτό της με ένα νέο φως. Η ζωή του ζευγαριού αλλάζει τόσο στα σημαντικά όσο και τα μικρά, αλλά η παράξενη αντίδραση του Τζέιμς στο νέο στάτους-κβο θα αποκαλύψει πράγματα για τη σχέση τους που μέχρι χθες ήταν αόρατα για την Τζίνα.

Σκηνοθεσία:

Marc Forster

Κύριοι Ρόλοι:

Blake Lively … Gina

Jason Clarke … James

Ahna O’Reilly … Carla

Yvonne Strahovski … Karen

Wes Chatham … Daniel

Danny Huston … Δρ Hughes

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Sean Conway, Marc Forster

Παραγωγή: Craig Baumgarten, Marc Forster, Jillian Kugler, Michael Selby

Μουσική: Marc Streitenfeld

Φωτογραφία: Matthias Koenigswieser

Μοντάζ: Hughes Winborne

Σκηνικά: Jennifer Williams

Κοστούμια: Frank L. Fleming

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: All I See Is You
  • Ελληνικός Τίτλος: Μόνο Εσένα Βλέπω

Παραλειπόμενα

  • Γυρίσματα έγιναν στην Ταϊλάνδη και την Ισπανία.
  • Προβλήθηκε μονάχα σε 250 αίθουσες ανά τις ΗΠΑ, με αποτέλεσμα τη φτωχή συγκομιδή των 678 χιλιάδων δολαρίων. Η ταινία όμως κόστισε για την κατασκευή της 30 εκατομμύρια δολάρια. Αυτό είχε ως άμεση συνέπεια η παραγωγός εταιρία Open Road Films να ξαναβγάλει ταινία μόλις το 2020.

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 27/3/2018

Έχοντας μια ποικιλόμορφη φιλμογραφία που μαρτυρά περισσότερο μια διεκπεραιωτική προσαρμοστικότητα απέναντι στις απαιτήσεις ενός σεναρίου κι ενός στούντιο που βρίσκεται από πίσω παρά έναν πραγματικά χαμαιλεοντικό σκηνοθέτη με πολλά πρόσωπα λόγω μιας αντίστοιχα πολυσχιδούς παιδείας, χωρίς να σημαίνει αυτό ότι δεν υπάρχουν στα φιλμ του διάσπαρτες εμπνευσμένες στιγμές, ο Marc Forster μπορεί να έχει μεταπηδήσει σε πολλά είδη, ποτέ όμως δεν φαίνεται να ξεπέρασε την ωμή δύναμη και την ως επί το πλείστον αντιχολιγουντιανή δραματουργία του έξοχου “Monster’s Ball” που αποτελεί και την καλύτερη δημιουργία του μέχρι σήμερα.

Η νέα του ταινία, που κάκιστα προμοταρίστηκε ως θρίλερ για εμπορικούς λόγους με αποτέλεσμα μια μαζικά αρνητική αντίδραση από την πλειοψηφία του κοινού που άλλο προϊόν μπήκε να δει και με άλλο κατέληξε, είναι ίσως η πιο ιδιαίτερή του σε επίπεδο θεματικής προσέγγισης κι αισθητικής, αφαιρετική σε βαθμό που προκαλεί σύγχυση σε κάποια σημεία, ενίοτε εικαστικά πανέμορφη και καλογυαλισμένη σαν βιντεοκλίπ και απρόθυμη να καταταχτεί σε ένα συγκεκριμένο είδος ή τις συμβάσεις μιας κλασικά δομημένης πλοκής. Με αυτές τις προδιαγραφές το λογικό θα ήταν ένα αξιόλογο καλλιτεχνικό αποτέλεσμα, όμως δυστυχώς το φιλόδοξο αυτό πόνημα, παρά κάποιες μεμονωμένες αρετές, αποτυγχάνει να αποτελέσει μια ουσιαστική μελέτη επάνω στις δυναμικές θηλυκού και αρσενικού φύλου στα πλαίσια μιας ερωτικής σχέσης.

Ένα ζωτικής σημασίας πρόβλημα είναι το ζεύγος των ηθοποιών που έχει στα χέρια του ο Forster. Τόσο η Blake Lively όσο και ο Jason Clarke δεν είναι ερμηνευτές που στερούνται δυνατοτήτων, έχουν όμως ακόμη ένα περιορισμένο εύρος, ειδικά η πρώτη. Είναι λίγοι για να «σηκώσουν» στους ώμους τους ένα ολόκληρο φιλμ ενώ κάνει άσχημη εντύπωση η αναντιστοιχία των σύνθετων ψυχολογικά ενεργειών των ηρώων με την αμηχανία στην προσέγγιση των ηθοποιών απέναντί τους.

Δεν πρόκειται για μια κατασκευή κενή περιεχομένου: οι χαρακτήρες έχουν μια κάποια υπόσταση που πάει ένα βήμα πιο πέρα από τις συνηθισμένες στερεοτυπικές διαπιστώσεις περί αντρικών και γυναικείων συμπεριφορικών μοτίβων. Δυστυχώς όμως ακόμη και αυτά τα συμπεράσματα, τα έστω ελαφρώς διαφοροποιημένα του μέσου όρου των αμέτρητων κινηματογραφικών σπουδών επάνω στο δίπολο γυναίκα/άντρας, δεν είναι αρκούντως δουλεμένα για να δικαιολογήσουν την ύπαρξη του φιλμ, και κυρίως, δεν στηρίζονται επάνω σε εντελώς ολοκληρωμένους ήρωες. Μια σύγκριση με το εξαιρετικά πρόσφατο, αριστουργηματικό “Phantom Thread” που βαδίζει στα ίδια μονοπάτια (έστω σε διαφορετικό χρονικό πλαίσιο, ο καμβάς της σύγκρουσης και ταυτόχρονα αλληλοσυμπλήρωσης των φύλων είναι αυτός που μένει ο ίδιος) αλλά επιτυγχάνει να διεισδύσει σε βάθος τόσο σε ψυχολογικό όσο και σε κοινωνιολογικό επίπεδο είναι καταλυτική για να τοποθετήσει το “All I See Is You” στο κατάλληλο σημείο σε ένα θεωρητικό αξιολογικό πίνακα. Από ένα σημείο κι έπειτα, ούτε οι εντυπωσιακές κι εξεζητημένες συνάμα εικόνες που παρελαύνουν ούτε η επίφαση αντισυμβατικότητας στον τρόπο της αφήγησης, με μια πλειάδα συμβολισμών και πλάνα που παρεμβάλλονται χωρίς να συνδέονται αυστηρά με την πλοκή, αποβαίνουν αρκετά για να καλύψουν τα κενά που υπάρχουν στην ιστορία, κατά πάσα πιθανότητα εσκεμμένα για την οικοδόμηση μιας arthouse αίσθησης, η οποία εν τέλει φαντάζει αρκετά προσποιητή και δήθεν, ειδικά αν ληφθεί υπόψιν ότι επιλέγεται από ένα σκηνοθέτη μισθοφόρο που θυσίασε αρκετά νωρίς στην καριέρα του το ύφος του καλώς εννοούμενου ανεξάρτητου κυκλώματος για τις χάρες του mainstream Χόλιγουντ. Δεν βοηθάει ούτε το αποστασιοποιημένο ύφος που επιλέγεται και καθιστά αδύνατη όχι μόνο την ταύτιση με τους χαρακτήρες, αλλά ακόμη και τη σταδιακή καλλιέργεια πραγματικού ενδιαφέροντος για αυτούς από τη μεριά του θεατή: ο Forster δεν είναι Haneke, ο οποίος εξάλλου όταν αποφάσισε να καταπιαστεί με ένα παντρεμένο ζευγάρι, έστω αγγίζοντας διαφορετικές προβληματικές, δε φοβήθηκε να γίνει συναισθηματικά φορτισμένος στο “Amour”.

Είναι κρίμα, γιατί με τη σκηνοθετική ματιά που επιλέγεται εδώ, με ένα καλύτερο σενάριο θα παραγόταν οπωσδήποτε τουλάχιστον κάτι αξιόλογο, εν αντιθέσει με το «μισοψημένο» τελικό αποτέλεσμα που προέκυψε.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

12 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *